ΤΑ ΚΟΠΕΛΙΑ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ



34. ΤΟ ΣΦΙΞΙΜΟ
Όλο τον Ιούλιο τα κοπέλια  κολυμπούσαν, έπιαναν πουλιά με τις αβρουχάδες και άλλα  σκότωναν τα βράδια με  τις σφεντόνες τους. Λίγα πήγαιναν στα σπίτια τους. Τα περισσότερα τα έτρωγαν ρεφενέ στο στέκι τους, σφουγγάτο με αυγά.
Μόλις μπήκε ο  Αύγουστος άρχισαν οι προετοιμασίες του τρυγητού και η νηστεία του Δεκαπενταύγουστου.
Το πρωί ο πατέρας του Γιωργιού τον ειδοποιεί να μη φύγει. Θα πάνε να φτιάξουν τον οψιγιά (το μέρος που θα άπλωναν τα σταφύλια για να γίνουν σταφίδα),  στο Χαλίκι.  Φορτώνουν  στο γάιδαρο σκαπέθια, σκαλίδες,  άλλα σύνεργα,  ένα σταμνί με νερό και ένα ντενεκεδάκι να πίνουν. Σε λίγο φτάνουν.
      Πάρε το τσαπράζι - μικρό πριόνι και κόψε τα χόρτα. Εγώ θα ισιώσω το χώμα και θα μαζώξω τσι πέτρες.
 Δούλευαν δυο ώρες και κάθισαν για κολατσιό. Ελιές, κρομμύδι, μια φρίσσα  – ρέγκα και δυο ντάγκους. Έφαγαν με όρεξη και συνέχισαν τη δουλειά. Το μεσημέρι τελείωσαν, για εκείνη την ημέρα  και θα συνέχιζαν τις επόμενες . Επιστρέφουν στο σπίτι.
Η μάνα είχε μαγειρέψει χόντρο (το σπασμένο στάρι του χειρόμυλου) με χοχλιούς, το αγαπημένο του Γιωργιού. Μια σαλάτα με γλιστρίδα, ντομάτα, κρεμμύδι και κομμάτια από μπάμιες, συμπληρώνει το μεσημεριανό τους.
Τρώνε με όρεξη, πίνουν και το κρασάκι τους γιατί, όπως λέει η μάνα, με το κρασί αποφεύγεται τυχόν δυσπεψία από τους χοχλιούς.
Μετά το φαγητό  καθαρίζουν την λάντζα και βρίσκουν το γράδο που μετρούν την οξύτητα της ποτάσας. Έχουν ήδη προμηθευτεί ποτάσα που θα τη διαλύσουν με νερό μέσα στην λάντζα. Μέσα θα βουτούν τα γεμάτα με σταφύλια κοφίνια  και η ποτάσα θα βοηθήσει  να γίνουν σταφίδα.
Τα μαχαίρια, τα τσαπράζα και τα άλλα κοφτικά εργαλεία συγκεντρώνονται σε ένα κοφίνι έτοιμα για χρήση. 
Οι προετοιμασίες για το τρυγητό συνεχίστηκαν για αρκετές ημέρες και τα κοπέλια ένιωθαν αρκετά στριμωγμένα, δεν είχαν χρόνο για παιχνίδια. Το μόνο που δεν παραλείπουν είναι το μεσημεριανό πότισμα των ζώων, είναι η μόνη  διασκέδαση της ημέρας. Τα βράδια συναντιούνται και λένε τα βάσανά τους. Λένε ιστορίες και παραμύθια για να περνά η ώρα και βάζουν  καζούρα σε κάποιο κοπέλι, όταν βρουν την ευκαιρία.
Όπως καταλαβαίνετε, τα κοπέλια είναι στριμωγμένα στις δουλειές, συμμετέχουν με  σχετική προθυμία και, από την κούραση, τρώνε το φαγητό τους με περισσότερη όρεξη.
35. ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ
Η εκκλησία του Νεκροταφείου είναι αφιερωμένη στην Παναγία και γιορτάζει 15 Αυγούστου. Κάθε χρόνο στη χάρη της γίνεται πανηγύρι με μουσικά όργανα που παίζουν στο καφενείο του χωριού.
Πρωί πρωί οι χωριανοί βάζουν τα καλά τους ρούχα, τα κοπέλια ντύνονται … επίσημα και ξεκινούν για την εκκλησία που βρίσκεται σε απόσταση ενάμισι χιλιόμετρο ανατολικά.
Δεν είναι μόνο οι χωριανοί, πολλοί άνθρωποι από τα γύρω χωριά έρχονται να προσκυνήσουν και να φέρουν τους άρτους που έχουν τάξει στην Παναγία για κάποια χάρη που τους έκανε, κυρίως σε θέματα υγείας.
Τα χωράφια έχουν γεμίσει με μεταφορικά μέσα. Είναι οι γάιδαροι και τα μουλάρια που και αυτή τη φορά έχουν κάνει το καθήκον τους, μεταφέροντας τους προσκυνητές και τα τσουβάλια ή τα κοφίνια με τους άρτους.
Τα κοπέλια παρόντα στη λειτουργία, , σταυροκοπιούνται και είναι από τις σπάνιες φορές που είναι φρόνιμοι και σοβαροί. Κάνουν περαντζάδα από τα κοφίνια με τους άρτους, σταμπάρουν αυτούς που τους φαίνονται καλύτεροι και ανυπομονούν να τελειώσει η λειτουργία να πάρουνε το μερίδιό τους.
Ο Παπάς και ο ψάλτης που έχουν έρθει αξημέρωτα, με τις χοντρόβραχνες φωνές τους  πασχίζουν να ψάλλουν τα ιερά κείμενα, το Ευαγγέλιο , να πουν το Πιστεύω και το Πάτερ Ημών.
Ο Παπάς βγαίνει στην … κεντρική πύλη, δηλαδή τη μία και μοναδική, με το δισκοπότηρο στο χέρι σκεπασμένο με  ένα χρωματιστό πανί. Πλησιάζουν οι νηστεύσαντες πιστοί και τα κοπέλια, να πάρουν την Άγια Κοινωνία και να δικαιωθεί η εξαντλητική νηστεία τόσων ημερών. Με ένα μικρό κουταλάκι τούς βάζει στο στόμα την ανάλογη ποσότητα κρασιού – κοινωνίας και στο τέλος τούς σκουπίζει τα χείλια με το χρωματιστό πανί.
 Με το τελείωμα  γίνεται το ψαλτήρι της ευλογίας των άρτων και αρχίζει ο τεμαχισμός τους.   
Συνωστισμός από πλήθος κόσμου που προσπαθεί να πάρει από όλα τα κοφίνια ένα κομμάτι άρτου. Αυτό δυσκολεύει τα κοπέλια, μα εκείνα βρίσκουν τον τρόπο να μη μείνουν χωρίς  λεία. Γεμίζουν τις τσέπες με άρτους και με μεγάλες μπουκιές τα καταβροχθίζουν, όπως άλλωστε κάνουν όλοι.
 Αφού καταλαγιάσει η κατανάλωση των άρτων, όλοι είναι ικανοποιημένοι και τότε αρχίζει η κουβέντα, η ανταλλαγή ευχών και τα καλέσματα, κυρίως στους ξένους, να πιουν ένα ποτήρι κρασί στο σπίτι.
-      Σύντεκνε, έλα πάμε στο σπίτι να πιούμε ένα κρασί στη χάρη τζη,  ή
-      Κουμπάρε, πέρνα από το σπίτι να φάμε και να πιούμε ένα κρασί, σε περιμένω.
Εκεί  όλους τους αποκαλούν σύντεκνους και κουμπάρους, κανείς δεν θεωρείται ξένος.
Δεν είναι υπέροχη έκφραση αισθημάτων και ψυχικής ανωτερότητας;
Η φιλοξενία είναι πάγια συνήθεια των ανθρώπων του χωριού, αλλά την ημέρα της Παναγίας είναι στα ανώτατα δυνατά επίπεδα.
Στα σπίτια έχουν γίνει οι ανάλογες προετοιμασίες με βραστά κρέατα πιλάφια, μα πιο πολλά είναι τα ψητά στο φούρνο.
Τα κοπέλια αναλαμβάνουν καθήκοντα βοηθού μαγείρου και σερβιτόρου μαζί. Γεμίζουν τα μπουκάλια με κρασί, κόβουν το ψωμί, μεταφέρουν τα πιάτα στο τραπέζι και προσέχουν γάτες και σκύλους για να αποτρέψουν δυσάρεστα γεγονότα στα φαγητά που είναι στα τσουκάλια και τα ταψιά. Κάθονται σε ξεχωριστό τραπέζι, τρώνε  και πίνουν τα κρασάκια τους, μέρα που είναι.
Εκείνη την ημέρα όλοι είναι ευχαριστημένοι, τρώνε και πίνουν καλά και το σπουδαιότερο, κανείς ξένος δεν έφυγε χωρίς να φιλοξενηθεί σε κάποιο σπίτι.
Το βράδυ μετά το φαγητό όλοι στο γλέντι. Ο λυράρης και ο λαουτιέρης παίζουν και λένε τις καλύτερες μαντινάδες. Οι πιο μερακλήδες χορεύουν και κάνουν τσαλίμια – φιγούρες  που έχουν μείνει στα ιστορικά του χωριού. Η πιο δημοφιλής φιγούρα είναι το πήδημα στον αέρα του  πρώτου στη σειρά χορευτή, που στηρίζεται κρατώντας την άκρη ενός μαντιλιού ή μιας πετσέτας  και ο δεύτερος κρατεί την άλλη άκρη και τον στηρίζει.  Ευρισκόμενος στον αέρα ο χορευτής χτυπά με το δεξί χέρι το στιβάνι – τη μπότα του και ενθουσιάζει τους θεατές που χτυπούν παλαμάκια και νιώθουν θαυμασμό για το χορό του. Ο πεντοζάλης, ο καστρινός  και ο μαλεβιζώτης είναι οι αγαπημένοι χοροί της περιοχής.
Παρακολουθούν τους οργανοπαίχτες και τους χορευτές. Οι περισσότεροι χόρευαν δυο με τρεις χορούς να ξεσπάσουν και να δείξουν τις χορευτικές τους ικανότητες. Να κάνουν, βρε αδερφέ, το κέφι τους.
Το μεγάλο κέφι γινόταν όταν ο λυράρης άρπαζε το μικρόφωνο και άρχιζε να τραγουδά με πάθος και δυνατή φωνή. Αυτοί  που χόρευαν λες και τους ντοπάριζε ο δυνατός ήχος από τα μεγάφωνα και η μελωδική φωνή του τραγουδιστή. Ο χορός  γινόταν πιο γρήγορος, πιο ζωηρός, τα πηδήματα στον αέρα  γίνονταν πιο μεγάλα, τα χτυπήματα στο στιβάνι πιο δυνατά και τα άλλα τσαλίμια πιο υπέροχα.
Χμ, χμ, χμ. Ποιο μικρόφωνο και ποια μεγάφωνα, χριστιανοί; δεν υπήρχαν, αφού δεν είχαν ηλεκτρισμό.
Τι ήταν; Ήταν τεστ  μνήμης, αν θυμάστε αυτά που διαβάσατε για τις κρατούσες συνθήκες αυτής της εποχής.
Η μουσική και το τραγούδι ήταν κυριολεκτικά ζωντανές εκδηλώσεις, ναι, ζωντανή μουσική και τραγούδι, χωριάτικες, λεβέντικες, υπέροχες εκδηλώσεις. Καταπληκτικό θέαμα και ακρόαμα. 
Δε σας πέρασε από το μυαλό και γι αυτό δε ρωτήσατε.

Τιιι ;
Περιμένετε και θα μάθετε γι αυτό που δε ρωτήσατε, επειδή έχετε υπόψη σας τις σημερινές συνήθειες των ανθρώπων.
Διαβάστε παρακάτω.
Οι θαμώνες του γλεντιού  έπρεπε να πιουν ένα ποτό, να βγάλει τα έξοδά του και ο καφετζής.
Τι έπιναν και είχαν τόσο κέφι για γλέντι και ξεφάντωμα; 
Πρώτα να μάθετε τα ποτά που σέρβιραν στα πανηγύρια της εποχής εκείνης.
-Τσικουδιά. Σερβίρεται  με μεζέ … στρογγυλά στραγάλια.
-Καφές, βαρύ γλυκός, μέτριος και γλυκύ βραστός. Σερβίρεται με νερό από κουβά.
-Λουκούμι και βανίλια. Σερβίρονται με νερό από θραψανιώτικο σταμνί. 
-Λεμονάδα. Σερβίρεται σκέτη με μπόλικα παγάκια. Συγνώμη, τεστ μνήμης  και τα παγάκια. Ήταν ζεστή, εύγευστη και χωνευτική.
-Κρασί σπάνια ζητούσαν,, γιατί είχαν πιει μπόλικο στο σπίτι με το φαγητό.
Τίποτε άλλο κοπέλια, τίποτε  άλλο. Με αυτά έβγαιναν στο κέφι.
Ακούστε τώρα την παραγγελία, στο σερβιτόρο, μιας τετραμελούς οικογένειας.
-      Καλησπέρα, ήντα να σας σε φέρω ;
-      Κάνε μου ένα μέτριο, φέρε μια βανίλια στη γυναίκα και μια στα δυο για τα κοπέλια.
Δεν καταλάβατε τι ήταν η μια στα δυο; Ντροπή, είναι απλό. Μια λεμονάδα μοιρασμένη σε δυο ποτήρια. Η πιο συχνή παραγγελία ποτού  στα πανηγύρια, ΜΙΑ ΣΤΑ ΔΥΟ. Μπορείτε τουλάχιστον να καταλάβετε γιατί ;  Όοοχι; Για ξανασκεφτείτε.
Η οικογένεια του Γιωργιού γύρισε αργά το βράδυ. Αυτός σκαρφάλωσε  στο δώμα για να κοιμηθεί, παρέα  με τη σκλόπα, τον ουρανό με  τα άστρα του και το φεγγάρι. Κοιμήθηκε υπέροχα. Είδε και ένα όνειρο.  Έπαιζαν χωστό - κρυφτό και έτρεχε να κρυφτεί. Όπως προχωρούσε, βρέθηκε μπροστά σε ένα μεγάλο, τεράστιο σε βάθος γκρεμό και από τη φόρα που είχε πάρει δεν πρόλαβε να σταματήσει. Βρέθηκε στο κενό  και έπεφτε ολοταχώς πάνω σε κάτι βράχια. Την ώρα της συντριβής ξυπνά, είναι  σώος και αβλαβής.
Ευτυχώς σκέφτεται.
Ο πετεινός πιο πέρα, καλωσόριζε το  γλυκοχάραμα.
36. ΤΡΥΓΟΣ- ΣΤΑΦΙΔΑ
Θέρος, τρύγος, πόλεμος. Αυτή την παροιμία  έλεγαν οι παλιοί για να περιγράψουν τις τεράστιες προσπάθειες που χρειάζονταν αυτές οι γεωργικές εργασίες.
Είναι πρωί της 18ης Αυγούστου και οι δρόμοι γεμίζουν από φορτωμένους γαϊδάρους, σαν γαϊδάρους= από γαιδάρους φορτωμένους σαν … γαιδάρους;  και πίσω τους  ακολουθούν οι άνθρωποι που θα εργαστούν στα αμπέλια, στον τρυγητό.
Η ομάδα  της οικογένειας του Γιωργιού κατευθύνεται στο Χαλίκι και είναι,
      Τρεις κόφτρες, αυτές που κόβουν τα σταφύλια και τα βάζουν στα κοφίνια.
      Δύο κουβαλητές, που μεταφέρουν τα κοφίνια στον οψιγιά.
      Ένας αλουσουδιαστής, που βουτά τα κοφίνια στη λάντζα με την ποτάσα και στη συνέχεια τα στηρίζει  πάνω σε μια ξύλινη σκάφη να στραγγίξουν. Ο ίδιος τα μεταφέρει στη σκάφη που έχουν οι απλώστρες.
      Δύο απλώστρες, που στρώνουν τα αλουσουδιασμένα σταφύλια πάνω σε εφημερίδες για να ξεραθούν από τον ήλιο και να γίνουν σταφίδα.
Η μάνα του Γιωργιού βοηθά  στο κόψιμο των σταφυλιών και στο άπλωμα. Ο πατέρας του κάνει όλες τις δουλειές, κόβει σταφύλια, αλουσουδιάζει, μεταφέρει και απλώνει.   
Και το Γιωργιό με τι ασχολείται; Σίγουρα δε τεμπελιάζει, βοηθά και είναι πανταχού παρών. Για λίγο κόβει σταφύλια, μετά απλώνει, αλλά οι πιο παραγωγικές ασχολίες του είναι αυτές που εκτελεί κατά διαταγή των άλλων.
Η απόσταση είναι μικρή και σε λίγο φτάνουν στο αμπέλι. Ξεφορτώνουν τα γαϊδούρια και τοποθετούν τα εργαλεία του τρύγου στη θέση τους.
Στον οψιγιά στήνουν την λάντζα και τη γεμίζουν με  νερό που έχουν φέρει μαζί τους.  
Ρίχνουν μέσα μια ποσότητα  καυστικής ποτάσας και με το γράδο μετρούν την οξύτητά της. Το γράδο έχει τη μορφή θερμόμετρου, αλλά είναι λίγο πιο μακρύ.  Γεμίζουν τη σιδερένια θήκη του με υγρό, βάζουν μέσα το γράδο και βλέπουν την οξύτητα του μείγματος νερού με  ποτάσα.
Οι σκάφες στη θέση τους, μία δίπλα στη λάντζα και μία  από εκεί που θα αρχίσει το άπλωμα. Στοίβα τα πακέτα με τις εφημερίδες.
Μόλις φτάνουν όλες οι γυναίκες μπαίνουν στο αμπέλι και αρχίζουν το κόψιμο των σταφυλιών. Μαζί  τους και το Γιωργιό, που με το τσακάκι του στο χέρι είναι έτοιμος για δράση.
Ώρα οχτώ, σύμφωνα με τον ήλιο. Αρχίζει η δουλειά και σε μισή ώρα παίρνει μπροστά ολόκληρη η μηχανή. Γεμίζουν τα κοφίνια με σταφύλια, μεταφέρονται στη λάντζα, αλουσουδιάζονται, στραγγίζονται, μεταφέρονται στη σκάφη και οι απλώστρες τα ξαπλώνουν στις εφημερίδες που ήδη έχουν στρώσει κάτω στο χώμα, το οποίο έχει προετοιμαστεί κατάλληλα σε προηγούμενο χρόνο.
Ο ήλιος ανεβαίνει, μαζί του και η θερμοκρασία. Οι εργαζόμενοι θέλουν νερό για να σβήσουν την κάψα τους και τότε αρχίζει ο ρόλος του Γιωργιού.
Φωνάζουν οι κόφτρες,
-      Γιωργιό, φέρε το σταμνί να πιούμε νερό.
Παίρνει το σταμνί και ένα σιδερένιο ντενεκεδάκι και από το ίδιο δίδει νερό σε όλες. Εισπράττει και κάποιες ευχές από τις ευγενικές κυρίες, τις πιο πολλές από τη μάνα του. Αυτή η διαδικασία έχει συνέχεια με τους κουβαλητές και με τις απλώστρες. Και δε φτάνει μόνο αυτό, όταν άδειαζε το σταμνί πήγαινε με το γάιδαρο στο χωριό, το γέμιζε από το πηγάδι και επέστρεφε για να συνεχίσει το έργο του.
Επίσης, οι βοηθητικές εργασίες συνεχίζονται.
-      Γιωργιό, φέρε εφημερίδες, φέρε ποτάσα
-      και στο κολατσό βρέχει το ξερό ψωμί να είναι έτοιμο για κατανάλωση.
Το κολατσό είναι σύντομο και το menu περιλαμβάνει διάφορα ψιλοφαγώσιμα και μπόλικο νερό.
Το μεσημεριανό έχει ετοιμαστεί από την προηγούμενη μέρα και έχει μεταφερθεί στο αμπέλι. Περιλαμβάνει ξερές φασόλες (όχι ου), κρομμύδι μπόλικο, σαρδέλες παστές, ψωμί κατά βούληση και κρασί που μόλις έβγαλαν από το διπλανό  ψυγείο. Τι, πίστεψες για το ψυγείο; Μα είσαι καλά, ποιο ψυγείο;  
Μετά από λίγες μέρες τελείωσε ο τρύγος και άρχισε η αναμονή μέχρι να ξεραθεί η σταφίδα.


ΤΡΥΓΟΣ





Παρένθεση
Το απόγευμα το Γιωργιό ενημερώνεται από τον πατέρα του ότι το βράδυ θα κοιμηθούν στον οψιγιά για να φυλάξουν τη σταφίδα. Ήταν έτοιμη να μαζευτεί την επόμενη και φοβόνταν τους κλέφτες.
Το σούρουπο ξεκίνησαν με τα πόδια χωρίς το γάιδαρο και έχοντας παραμάσχαλα δυο υφαντές κουρελούδες για στρώμα και σκέπασμα. Ο πατέρας του είχε κρεμασμένο στον ώμο  ένα  εγγλέζικο πολεμικό όπλο, για κάθε ενδεχόμενο.
Έφτασαν όταν είχε νυχτώσει. Πρώτη τους  δουλειά να στρώσουν τις κουρελούδες και για μαξιλάρι δυο … μαλακές πέτρες! Έστρωσαν σε  αρκετή απόσταση από τις απλωμένες σταφίδες δίπλα στο αμπέλι, ώστε να μη φαίνονται και έτσι να αποφύγουν τυχόν αιφνιδιασμό των κλεφτών. Οι οδηγίες ήταν αυστηρές. Δε κοιμούμαστε, δε μιλούμε, δε βήχουμε, δε κουνιόμαστε, κατάλαβες Γιωργιό; Και μην ανάψεις φωτιά (μη ξεχνάτε, το Γιωργιό είχε τσακουμάκι). Δεν πρέπει να δώσουμε σημεία ανθρώπινης ύπαρξης στον οψιγιά.  Γεμίζει το όπλο με κάτι σφαίρες, λαχταριστές. Αχ, και να τις είχα, σκέφτεται το Γιωργιό.
Κατάλαβε τις οδηγίες,  αλλά έβλεπε σκιές στο διπλανό λιόφυτο  μέσα στην νύχτα και φοβότανε μη φανεί ξαφνικά κανένα περίεργο φαινόμενο ή θεριό  ή φάντασμα. Τίποτα δεν απέκλειε απόψε. Δεν είπε κουβέντα για τους φόβους του, επειδή δεν ήθελε να εκτεθεί στον κύρη - στον πατέρα  του.
Ξάπλωσαν, εκείνος ανάσκελα και μπρούμυτα ο πατέρας με το όπλο στη μούρη απέναντι από το δεξί  του μάτι, έτοιμος για δράση, αν χρειαστεί.
Να πάρει ο διάολος τσι κλέφτες, λέει από μέσα του. Γιάντα θέλουνε να κλέψουνε τσι σταφίδες μας, δικές τους είναι; Πυρ και μανία το Γιωργιό. Ο θυμός του αυξάνεται από το  φόβο του απέναντι λιόφυτου με το άγνωστο περιεχόμενο. Σκέφτεται όμως πως και αυτός είναι κλέφτης. Κλέβω αυγά, πεπόνια, καρπούζες, απίδια και ένα σωρό άλλα πράγματα, άρα είμαι και εγώ ίδιο πράμα. Έτσι μετριάστηκε ο θυμός, μα δε του έφυγε τελείως. Για το φόβο τους βρίσκεται αυτός απόψε ξάπλα στον οψιγιά, ξενυχτά και έχει δίπλα του τα φαντάσματα. Μα δε μπορεί να αντιδράσει.
Άρχισε να χαράζει και δίδεται η οδηγία της αποχώρησης. Πέρασε η νύχτα χωρίς να συμβεί κάτι δυσάρεστο, ευτυχώς.
Την επόμενη μαζεύουν τη σταφίδα. Τη βάζουν στα τσουβάλια και είναι έτοιμη για τον έμπορα.
37.  ΤΡΥΓΟΣ- ΜΟΥΣΤΟΣ-ΚΡΑΣΙ       
Μετά τα σουλτανιά έρχεται η σειρά να τρυγήσουν τα κρασοστάφυλα. Ένα αμπέλι στο Δαμάντρι, με σταφύλια ποικιλίας  κοτσυφάλι είναι ο επόμενος στόχος.
Ίδια διαδικασία τρυγητού, με μόνη διαφορά ότι τα σταφύλια τοποθετούνται στις κόφες-μεγάλα κοφίνια ύψους ενός μέτρου με χωρητικότητα περίπου  τριάντα οκάδες. Τα φορτώνουν στο γάιδαρο με προορισμό το πατητήρι του παππού του. Έχει το σχήμα στέρνας και είναι στεγασμένο σε μια αποθήκη. Εκεί συγκεντρώνονται τα σταφύλια, θα πατηθούν με τα πόδια  για να βγει ο μούστος- το ζουμί του σταφυλιού.
Είναι μια καλή μέρα για τα κοπέλια, το πάτημα των σταφυλιών είναι γι αυτά διασκέδαση και ... ευκαιρία απολύμανσης των κασιδιασμένων ποδιών τους.
Σήμερα το Γιωργιό πετά από τη χαρά του. Η κούραση από το πακελάτισμα – το πήγαινε έλα με το γάιδαρο από το αμπέλι στο πατητήρι μεταφέροντας γεμάτες  κόφες, δεν του έχει κόψει το κέφι.
Το πατητήρι γεμίζει με σταφύλια. Το Γιωργιό σαλτάρει μέσα, με άλλους δυο μεγάλους και αρχίζει το γλέντι. Θέλει προσοχή γιατί τα σταφύλια γλιστρούν και υπάρχει κίνδυνος τραυματισμού. Αυτός δεκάρα δε δίδει, είναι ενθουσιασμένος, πατά με  γρήγορο ρυθμό λες και χορεύει πεντοζάλη. Η αίσθηση του σταφυλιού που ξεζουμίζεται και ο μούστος που σιγά σιγά καλύπτει όλο και πιο πολύ το πόδι, είναι  μια εμπειρία που μόνο οι ευλογημένοι χωριάτες
(πετσαράδες τους λένε κοροϊδευτικά οι Ηρακλειώτες) και τα υπέροχα χωριατάκια έχουν νιώσει.
Ο μούστος τρέχει στο δοχειό ( μικρή πρόσθετη δεξαμενή δίπλα στο πατητήρι και είναι σκαμμένη πιο κάτω από τη βάση του), από μια τρύπα που έχει το πατητήρι στο κάτω μέρος. Εκεί συγκεντρώνεται ο μούστος και στη συνέχεια θα πάει στα βαρέλια που έχουν ετοιμαστεί νωρίτερα. Εκεί θα παραμείνει όσες μέρες χρειάζεται για να ολοκληρωθεί η ζύμωση και να γίνει ο μούστος κρασί.
Στην υγειά σας!

Παρένθεση
Οι ευλογημένοι χωριάτες και τα χωριατάκια έχουν γνώσεις και εμπειρίες από τη ζωή τους στο χωριό και τις αγροτικές δουλειές. Εμπειρίες που για κείνα τα κοπέλια ήταν  εφόδια για όλη τους τη ζωή. Διαβάστε παρακάτω.
Ξέρουν πώς βγαίνει το κρασί που πίνουν, πώς γίνεται το ψωμί που τρώνε, το λάδι του φαγητού και της σαλάτας, το γάλα, το τυρί, ο τραχανάς, τα κηπευτικά, το σησάμι, το αλεύρι, ο καπνός, το μπαμπάκι, τα πεπόνια, τα καρπούζια, οι πατάτες, τα κρομμύδια, τα  φρούτα και τόσα άλλα. Τα γνωρίζουν καλά, γιατί τα κοπέλια αυτά έχουν ποτίσει τα χωράφια με τον ιδρώτα τους, έχουν σκάψει, έχουν ποτίσει, έχουν θερίσει, έχουν αλωνίσει, έχουν αλέσει, έχουν μαζέψει ελιές, σταφίδες, χόρτα και χίλια δυο άλλα.
Μη σας φανεί παράξενο.  
Ξέρουν πώς ζευγαρώνει η κατσίκα με τον τράγο, το πρόβατο με τον κριό, η γουρούνα με το χοίρο, η αγελάδα με το βόδι, η φοράδα με το άλογο, η κότα με τον πετεινό, οι σκύλοι. Τα έχουν δει στην πράξη, όχι θεωρητικά. Τα έχουν δει να γεννούν και έχουν βοηθήσει, σε πολλές περιπτώσεις, τα ζώα αυτά στη διαδικασία της γέννας.
Το Γιωργιό  έχει κάνει και έχει δει όλα τα παραπάνω. Δεν ξεχνά τις γέννες των αρνιών και των κατσικιών τους, ήταν παρών στις διαδικασίες. Δεν θα ξεχάσει το κεφαλάκι του αρνιού να βγαίνει πρώτο και η γέννα να ολοκληρώνεται με την ολική έξοδο. Ξαπλωμένο στο έδαφος προσπαθεί να σηκωθεί και μόλις το καταφέρνει τρέχει κατευθείαν στο βυζί, αρπάζει τη ρόγα και ρουφά το γάλα. Η μάνα προβατίνα εκδηλώνει τα μητρικά της αισθήματα, γλύφοντας τα υπολείμματα της γέννας από πάνω του. Σε λίγο λάμπει το άσπρο τρίχωμά του, τρέχει γύρω γύρω, πηδά και βελάζει μελωδικά. Υπέροχη η διαδικασία της δημιουργίας.
Εσύ, εσύ που διαβάζεις τώρα, έχεις τέτοιες εμπειρίες στη ζωή σου; Δεν ακούγεται καθαρά η φωνή σου, ψελλίζεις, δεν πειράζει, πάμε παρακάτω.
38. ΜΟΥΣΤΟΣ: ΚΕΦΤΕΡΙΑ-ΠΕΤΙΜΕΖΙ
Το Γιωργιό έχει απολαύσει το πάτημα των σταφυλιών, κουράστηκε λες και είχε χορέψει δέκα πεντοζάληδες. Βγαίνει από το πατητήρι και καθισμένος σε ένα χωμάτινο πλίθο ( το τούβλο της εποχής εκείνης),παρατηρεί τα πόδια του που … αστράφτουν από καθαριότητα. Έχουν καθαρίσει ακόμα και τα ενδιάμεσα των δαχτύλων του, καμαρώνει.
Πάνω στην ικανοποίηση που νιώθει έρχεται η μάνα του και κρατά δυο κουβάδες στα χέρια της.
-      Γιωργιό, γέμισε παιδί μου τσι κουβάδες μούστο.
-      Δυο κουβάδες, ήντα θα τσι κάμεις δυο κουβάδες μούστο;
-      Εξέχασες, αντράκι μου τα κεφτέρια (ξερή μουσταλευριά) και το πετιμέζι που τρως όλο το χειμώνα;
-      Καλά λες μάνα. Εξέχασά  το γω.  Και κατέχεις πόσο μου αρέσουνε και τα δυο, εεε;
Αρπάζει τους κουβάδες και τους γεμίζει ένα ένα. Δίδει στη μάνα τον ένα και προθυμοποιείται να μεταφέρει αυτός τον άλλο για να την ευχαριστήσει. Κεφτέρια και πετιμέζι είναι αυτά.

Αφού τελείωσε η διαδικασία από το πατητήρι και ολοκληρώθηκε η μεταφορά του μούστου στα βαρέλια κάθεται σε ένα σκαμνί και παρατηρεί, περίλυπος, τα πόδια του που έχουν πάλι βρωμίσει από τις σκόνες. Σκέφτεται, καλά κάνω ‘γω και τα αφήνω άπλυτα. Και που καθαρίσανε από το μούστο, πάλι τα ίδια.



ΚΕΦΤΕΡΙΑ –ΞΕΡΗ ΜΟΥΣΤΑΛΕΥΡΙΑ


                                                          
39. Ο ΑΪ  ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΡΙΓΟΛΟΓΟΣ
Το είχε ξεχάσει, αλλά η μάνα του έχει μνήμη ελέφαντα. Αποβραδίς η οδηγία.
-      Φάε καλά γιατί ταχυτέρου – αύριο δε θα βάλεις στο στόμα σου λεριά, ούτε λάδι.
-      Γιάντα, ηντά ναι ταχυτέρου;
-      Τ΄Άι Γιαννιού του Ριγολόγου.
-      Αμάν μπρε μάνα, ποτέ δε το ξεχνάς και μας σε βάζεις σε μπελάδες. Πε μου εσύ πώς να κρατηθώ, που  θα τηγανίσουμε αύριο πουλιά, να φάμε όλα τα κοπέλια;
-      Ξάσου - κάνε ότι θες, μα να μη μου πεις πράμα άμα σε πιάσει ρίγος και χτυπιέσαι στο κρεβάτι.   
Τα λόγια της μάνας του καρφώθηκαν στο μυαλό του και δε βγήκαν μέχρι τη συνάντηση της επόμενης ημέρας, φοβήθηκε το ρίγος. Φτάνοντας στο καθιερωμένο σημείο συνάντησης δε βλέπει φωτιά και τηγάνι στη παραστιά. Είναι εκεί τα κοπέλια και συζητούν διάφορα. Ρωτά δήθεν αδιάφορα.
-      Ακόμα, μωρέ, δεν ανάψατε φωθιά;
-      Όι,  δε θα φάμε λεριά, είναι του Άι  Γιαννιού του Ριγολόγου και δεν τρώνε.
Από τη συζήτηση φάνηκε πως όλες οι μανάδες είχαν δώσει ανάλογες  οδηγίες.
40. ΤΟ ΧΑΣΙΚΟ  ΨΩΜΙ
Εκείνο  το πρωί ξύπνησε αργά. Έφαγε το γάλα με το ντάγκο και την έκανε ταράτσα. Ρωτά για τον πατέρα του, θέλει να ξέρει πού είναι για να κανονίσει και αυτός τη σημερινή πορεία του.
-      Μα πού είναι ο πατέρας, επήγε πουθενά;
-      Επήγε να πουλήσει τη σταφίδα στη χώρα. Είπε να τον περιμένεις στη διασταύρωση, την ώρα που θα φτάξει το λεωφορείο. Να έχεις  και το γάιδαρο.
-      Ήντα το νε θέλει το γάιδαρο;
-      Θαρρώ πως θα φέρει πράματα και θέλει να τα κουβαλήσει.
-      Και ήντα πράματα θα φέρει, κατέχεις;
-      Όι, δε κατέχω.
Φτάνει το λεωφορείο και το Γιωργιό καβάλα στο γάιδαρο περιμένει υπομονετικά. Κατεβαίνει ο πατέρας και παραλαμβάνει από το βοηθό του λεωφορείου τρεις μεγάλες κούτες. Στο χέρι κρατά ένα μακρύ πράμα τυλιγμένο σε χαρτί.
Οι κούτες έχουν πάνω ζωγραφισμένα κάτι σχέδια με το περιεχόμενό τους, που  αυτός δεν τα  γνωρίζει.
Φορτώνουνε τις κούτες και σε λίγο φτάνουν στο σπίτι. Ρωτά με περιέργεια τι είναι το μακρύ πράμα που είναι τυλιγμένο στο χαρτί και αντί απάντησης ο πατέρας του σκίζει το περιτύλιγμα και τι να δει;; Μια φρατζόλα άσπρο ψωμί. Βάζει τις φωνές.
-      Χάσικο ψωμί, χάσικο ψωμί, ετσά μου΄ρχεται να το φάω όλο.
-      Όι, να περιμένεις να το φάμε όλοι μαζί στο φαί.
-      Δώσε μου μια φέτα, δε θωρείς που τρέχουνε τα σάλια μου;
Να του χαλάσει χατίρι, δε γίνεται, είναι κοπέλι. Κόβει και του δίδει μια φέτα, μα τι φέτα, χοντρή σαν το δάχτυλό του. Την πιάνει με το χέρι , την κοιτάζει με θαυμασμό και δίδει την πρώτη δαγκωνιά. Τα σαγόνια του κινούνται αργά και στο πρόσωπό του φαίνονται τα σημάδια της ικανοποίησης. Με αργές κινήσεις κόβει τη δεύτερη μπουκιά, την κρατά λίγη ώρα άθιχτη, τη μαλακώνει με το σάλιο της γλώσσας. Εκείνη τη στιγμή νιώθει γεύση αμβροσίας και με κλειστά  μάτια την καταπίνει ολόκληρη. Με την ίδια ιεροτελεστία τρώει την υπόλοιπη φέτα. Αποφεύγει να πιει νερό για αρκετή ώρα, να μη φύγει η γεύση από το στόμα του. Ρωτά τον πατέρα του.
-      Μα δε μου λες από ήντα είναι καμωμένο αυτό το ψωμί και είναι ετσά χάσικο - άσπρο;
-      Από Μανιτόμπα, από αλεύρι  Μανιτόμπα, από την  Αμερική.
Μανιτόμπα, Αμερική; Πρώτη φορά άκουγε αυτά τα ονόματα. Δε ρώτησε να μάθει. Τον έφτανε που έφαγε χάσικο ψωμί, λίγο  ήτανε;
Εσύ, ναι, για σένα είναι η ερώτηση. Έχεις νιώσει τέτοια ευχαρίστηση, όταν τρως άσπρο ψωμί; Λέγε.
Στο βραδινό φαγητό καταναλώθηκε το υπόλοιπο ψωμί και ένοιωσαν όλοι την ίδια ικανοποίηση.
Και τώρα η έκπληξη.
41. Η ΛΑΜΠΑ
Ανοίγει τη δεύτερη κούτα και βγάζει από μέσα μια περίεργη κατασκευή.
-      Λάμπα. Επιτέλους ο πολιτισμός και η τεχνολογία μπήκε και στο σπίτι μας. Τέρμα οι λίχνοι, κόντευε να στραβωθούμε. Αύγιαργά – αύριο βράδυ θα την ανάψουμε. Να αγοράσομε καθαρό πετρέλαιο   από το μπακάλη.
-      Μα ηντά πες μπρε πως είναι;
-      Λάμπα, γυναίκα, λάμπα που κάνει μπόλικο φως και θα θωρούμε πια καλά, σα τρεις λύχνους μαζί…
-      Και στην άλλη κούτα ηντά χεις;
-      Αυτή δεν την ανοίγω, θα δείτε αύριο το πρωί ηντά  χει μέσα και θα χιαχιρντίσετε – θα τρελαθείτε όλοι σας. Ένα πράμα σας σε λέω μόνο, Ράδιο.
Για να μη μένουν εκκρεμότητες, την επόμενη μέρα αγόρασαν καθαρό πετρέλαιο από το μπακάλη με μια οκά λάδι. Την ετοίμασαν και το βράδυ έγινε το θαύμα με το που άναψαν το φυτίλι. Άπλετο φως, τουλάχιστον όσο δέκα κεριά μαζί ( δέκα  watt δηλαδή ). Το Γιωργιό έβαλε το δεξί του χέρι μπροστά στα μάτια του για να μην τον στραβώσει το πολύ φως. Και λέει σε όλους.
-      Εμένα δε μου αρέσει η λάμπα, θα με στραβώσει. Θέλω το λύχνο μου.
-      Ξέχνα τσι λύχνους, ταχιτέρου - αύριο θα τσι πετάξω.
-      Ανάθεμά τη για πρόοδο και ήντα φταίει ο λύχνος και θα τον πετάξετε; Μόνο μια ολιά - λίγο λαδάκι θέλει, ένα μπαμπακερό φτύλι από τσι μπαμπακιές μας και πράμα άλλο.
-      Πολιτισμός κοπέλια, πολιτισμός και νέες τεχνολογίες, πάει μπροστά η ανθρωπότητα.
 Έτσι πίστευε.
Το ίδιο βράδυ το Γιωργιό παίρνει το λύχνο του και τον κρύβει, να μη τον πετάξουν, ήθελε να τον προστατέψει. Του χρωστά μεγάλη χάρη, τόσα χρόνια του κρατούσε συντροφιά, αναμμένος όλη νύχτα, τα κρύα βράδια του χειμώνα, με το απαλό γλυκό του φως.
Μαζί του ένιωθε ήρεμος, δε θα τον αφήσει τώρα μόνο και απροστάτευτο.
Το είπε και το έκανε, τον έσωσε από την αδηφάγο πρόοδο.
42. ΤΟ ΡΑΔΙΟ
Επιτέλους ξημέρωσε, όλη η οικογένεια στο πόδι. Η περιέργεια δεν τους άφησε να κοιμηθούνε ήρεμα.
Ρωτά η μάνα τον πατέρα.
-      Και ήντα θα γροικούμε μπρε από το ράδιο;
-      Τραγούδια και ειδήσεις. Θα μαθαίνουμε  ήντα γίνεται σε όλη την Ελλάδα. Λίγο πράμα είναι; Πρόοδος γυναίκα, πρόοδος και τεχνολογία, πάμε μπροστά.
Το Γιωργιό βαρέθηκε να ακούει για  πρόοδο και τεχνολογία, τον πιάνουν τα νεύρα του. Δε βγάζει μιλιά, γιατί φοβάται τον πατέρα,  αλλά από μέσα του τον κατακρίνει για τις απόψεις του περί προόδου και τεχνολογίας. Έχει τις δικές του απόψεις, ιδιαίτερα μετά το πάθημα του λύχνου με τη λάμπα.
Σκέφτεται, η τεχνολογία θα μας  ξεκάμει όλους, να μου το θυμηθείτε.
Ανοίγει επιτέλους η τρίτη κούτα και ο πατέρας βγάνει από μέσα το  ράδιο. Ένα στενόμακρο ξύλινο κουτί με ένα πίνακα με νούμερα και  τρία κουμπιά στο κάτω μπροστινό μέρος του. Δίπλα είχε μια θήκη και μέσα μια μπαταρία, σαν του σημερινού αυτοκινήτου, με υγρά στοιχεία. Το ακουμπά πάνω σε ένα τραπέζι και βάζει στο πλάι  την μπαταρία.
Αρχίζει τη συναρμολόγηση. Βιδώνει  ένα μακρύ σύρμα στο πίσω μέρος του ράδιου, είναι, λέει, η κεραία που θα έπιανε τους ήχους από τον αέρα και θα τους έβαζε στη μηχανή του ράδιου και θα τσι ακούμε.
Ένα άλλο σύρμα, δυο μέτρα μάκρος  ήτανε και αυτό στερεωμένο στο πίσω μέρος και κατέληγε σε δυο άκρες με μια δαγκάνα στην κάθε μια. Από αυτό το σύρμα θα περνούσε το ρεύμα της μπαταρίας και θα έβαζε μπροστά το ράδιο.
Όση ώρα κρατούσε η συναρμολόγηση μαθεύτηκε το νέο. Ο πατέρας του Γιωργιού ήφερε ράδιο και θα το βάλει να παίξει. Πολλοί χωριανοί, άντρες, γυναίκες και παιδιά μαζεύτηκαν για να ακούσουν το ράδιο. Το Γιωργιό καμαρώνει  σαν κανονικό σκεπάρνι, το ράδιο είναι δικό τους. Όλοι παρακολουθούν τη διαδικασία με ενδιαφέρον. Είναι η ώρα που βάζει τις δαγκάνες στους πόλους της μπαταρίας και είναι έτοιμο.
Πλησιάζει τα κουμπιά, μα δε θυμάται όλες τις οδηγίες. Πιάνει το πρώτο κουμπί και το στρίβει τέρμα δεξιά. Ήταν το κουμπί που έβαζε μπροστά το ράδιο και ταυτόχρονα  έδιδε την ένταση της φωνής. Με το στρίψιμο τέρμα δεξιά ακούγονται  κάτι δυνατές φωνάρες που τράνταξε ο κόσμος γύρω. Όλοι τρομάζουν, κάνουν ένα βήμα πίσω και σφραγίζουν τα αυτιά με τα δάχτυλά τους. Το Γιωργιό, χμ, αυτός τα΄χασε τελείως και από τη σαστιμάρα και το φόβο πετάχτηκε έξω στο δρόμο και δεν ήθελε να ξαναμπεί μέσα. Τώρα  εμπεδώθηκε  περισσότερο η άποψή του για την τεχνολογία. Σκέφτεται, καλά το λέω γω πως η τεχνολογία θα μας ξεκάνει. Τα αυθιά μου τα γλύτωσα, μα ακόμα ντιντινίζουνε από τσι διαολοφωνάρες. 
Την ώρα της μεγάλης ταραχής  καταφτάνει μια γειτόνισσα και  ρωτά το Γιωργιό.
-      Ράδιο λέει ήφερε ο πατέρας σου;
-      Ναι, θειά, ράδιο.
-      Και ήντα κάνει το ράδιο;
-      Κατέω γω, μωρέ θειά; Ένα ξύλινο κουτί είναι και έχει μέσα αθρώπους που βγάζουνε, οι αναθεματισμένοι, κάτι φωνάρες που σε ξεκουφαίνουνε.
-      Σάικα - σίγουρα μωρέ ή με κοροϊδεύγεις;
-      Πέρνα μέσα να δεις με τα μάθια σου, ήντα να σου πω εγώ.
Το ράδιο μένει για λίγη ώρα στη δυνατή ένταση μέχρι να καταλάβει και να στρίψει αριστερά το ίδιο κουμπί. Ο ήχος μαλακώνει και τώρα ακούγονται μελωδικά τραγούδια. Τους αρέσουν τα τραγούδια και ξαναπλησιάζουν να ακούνε καλύτερα. Όμως, αρχίζουν και οι απορίες των ακροατών, δικαιολογημένες, όπως θα διαβάσετε αμέσως παρακάτω.
-      Και πού είναι οι αθρώποι που τραγουδούνε;
-      Μέσα στο κουτί είναι, γειτόνισσα, απαντά ο πατέρας του Γιωργιού και χαμογελά πονηρά.
-      Και  πώς χωρούνε μπρε εκειά μέσα όλοι;
-      Ναι, χωρούνε, γειτόνισσα, γιατί τσι΄χουνε διπλωμένους, ξαναλέει ο πονηρός ιδιοκτήτης του ράδιου. Θες να ανοίξω το κουτί από πίσω να τσι δεις;  Έλα.
Η περιέργεια κάνει και τους υπόλοιπους να πάνε προς το πίσω μέρος του ράδιου να δούνε τους τραγουδιστές. Αντί για τραγουδιστές βλέπουν κάτι περίεργα φωτάκια να αναβοσβήνουν και τίποτε άλλο. Ο ιδιοχτήτης σκα στα γέλια με την αφέλεια  των χωριανών. Έχει όμως την όρεξη και τους εξηγεί με λεπτομέρειες  τη λειτουργία του ράδιου, όλοι κατάλαβαν και ικανοποιήθηκαν. Δεν παράλειψε να πει και το τροπάριό του. Πρόοδος χωριανοί, πρόοδος και νέες τεχνολογίες. Ελάτε το βράδυ να δείτε και τη λάμπα. Εγώ επέταξα τσι λύχνους.
Το Γιωργιό που είχε πλησιάσει και άκουγε το σεμινάριο για τις νέες τεχνολογίες, κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι και με σφιγμένα χείλι κάνει μια τεχνολογική γκριμάτσα αποδοκιμασίας.  
43. ΟΡΓΩΜΑ-ΣΠΟΡΑ
Πλησιάζει ο καιρός μιας άλλης γεωργικής μάχης. Το όργωμα και η σπορά των δημητριακών ( σιτάρι, κριθάρι, βρώμη κλπ), το  φύτεμα των περιβολιών και πολλές άλλες δουλειές της εποχής. Πρέπει όμως να γίνουν  ορισμένες προετοιμασίες, άλλες έχουν ήδη γίνει σε προηγούμενη περίοδο.
Στις αποθήκες των περισσότερων οικογενειών υπήρχαν όλα τα αναγκαία για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες του Φθινόπωρου και του Χειμώνα. Υπάρχει ακόμα λάδι στα πιθάρια και δημητριακά από το θερισμό του Ιουνίου. Σε μικρά πιθάρια έχουν αποθηκευτεί ρεβίθια, ξερά φασόλια, κουκιά και φακή, όλα δικής τους παραγωγής. Στα περιβόλια υπάρχουν τα  λαχανικά της εποχής,  οι πατάτες, τα κρεμμύδια, οι ντομάτες και πολλά άλλα. Ξύλα έχουν  άφθονα από  το κλάδεμα των ελιών και των αμπελιών. Ορισμένες οικογένειες  έχουν από το καλοκαίρι αποθέματα με καβαλίνες και βουτσές,  που τις χρησιμοποιούσαν ως κύρια ή συμπληρωματική καύσιμη ύλη. Οι αχυρώνες τίγκα άχυρα για τη διατροφή των ζώων.  
Οι άλλες προετοιμασίες αφορούν τα εργαλεία του οργώματος και της σποράς.
Επισκευάζουν τα άροτρα, βάζουν καινούργια υνιά και  σε μια γωνιά της αποθήκης  είναι ο ζυγός, το βουκέντρι και οι ζέβλες. Τα σπορικά τοποθετούνται σε τσουβάλια για να είναι έτοιμα την κατάλληλη ώρα.
Αυτές τις  μέρες προσέχουν τη διατροφή των βουγιών - των  βοδιών και του γαϊδάρου, είναι πιο εντατική αυτή την εποχή. Περιλαμβάνει άχυρα και  διατροφικά συμπληρώματα κριθάρι και βρώμη. Πρέπει να ταϊστούν καλά, γιατί ο αγώνας θα είναι εξαντλητικός. Η διατροφή γίνεται στο στάβλο. Τα βούγια και ο γάιδαρος  έχουν τη δική τους ματζαδούρα - φάτνη σε μία  πλευρά του στάβλου. Σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο μασουλίζουν αθόρυβα αλλά με εντατικούς ρυθμούς τα  … σερβιριζόμενα εδέσματα δηλαδή, διπλή  σαλάτα  του Chef  ανάμεικτη με μπόλικους  σπόρους καλαμπόκι, τριμμένο καρότο και  ντοματίνια.  Τι είπες, δεν είσαστε  στα Goody’s; Τέλος πάντων, αυτά τα ζώα έτρωγαν με ηρεμία  και σύνεση και δεν πείραζαν την τροφή των διπλανών  συντρόφων, δηλαδή δεν έκλεβαν, σε αντίθεση με τους ανθρώπους του χθες και του σήμερα.
Ήρθε η μέρα έναρξης του αγώνα. Φορτώνουν το γάιδαρο με το άροτρο, το ζυγό,  τα άλλα εργαλεία και τα σπορικά. Πίσω ακολουθούν  οι άνθρωποι που τραβούν  τα δύο βούγια από τα σχοινιά που  έχουν δέσει στο λαιμό τους. Ανάμεσα σε όλα αυτά και το Γιωργιό,  πίσω από το γάιδαρο, τον προσέχει να μη λοξοδρομήσει. Κάνει καλά τη δουλειά του και σε μισή ώρα φτάνουν στον προορισμό τους..  
Ξεφορτώνουν τα σύνεργα και αρχίζει η προετοιμασία της διαδικασίας.
Γίνεται με γρήγορους ρυθμούς η σπορά του είδους. Στη συνέχεια βάζουν τα δύο βούγια το ένα δίπλα στο άλλο σε απόσταση δύο μέτρων, όσο και το μάκρος του ζυγού. Τοποθετούν πάνω στο λαιμό τους το ζυγό  ο οποίος  σε κάθε άκρη έχει δύο  τρύπες. Στερεώνουν το ζυγό στο λαιμό τους. Τις ζέβλες, που  έχουν το σχήμα  (U) και από μια τρύπα στην κάθε άκρη τους, τις εφαρμόζουν   στις τρύπες του ζυγού και τις ασφαλίζουν με μία περόνη.
Επόμενο στάδιο η προσαρμογή του αρότρου στο ζυγό και ολόκληρος ο μηχανισμός είναι έτοιμος για δράση. Με το βουκέντρι στο χέρι ο ζευγάς και ο βοηθός του, καταλάβατε ποιοι είναι, το Γιωργιό και ο πατέρας του, ξεκινούν τα βούγια. Το αλέτρι καρφώνεται στο έδαφος,  το σκίζει σε φέτες και το αναποδογυρίζει. Η διαδικασία είναι συναρπαστική. Η προσπάθεια που κάνουν τα βούγια είναι ηρωική,  τραβούν με δύναμη και ήρεμα το αλέτρι και δε διαμαρτύρονται ακόμα και όταν ο ζευγάς  τούς καρφώνει το βουκέντρι στα πισινά τους, για να πάνε πιο γρήγορα. Το Γιωργιό στο ίσωμα παίρνει στα χέρια του το αλέτρι και καμαρώνει που μπορεί να συνδράμει του πατέρα το. Στις στροφές δεν τα καταφέρνει, δεν μπορεί να σηκώσει το αλέτρι που είναι καρφωμένο στη γη. Στη στροφή αναλαμβάνει ο πατέρας και μόλις μπει στη γραμμή του οργώματος του το παραδίδει. Το βουκέντρι δεν το παίρνει, λέει πως δεν μπορεί να το σηκώνει. Δεν είναι αλήθεια, λυπάται τα βούγια.
Ο πατέρας περπατά δίπλα  και καμαρώνει το αντράκι του.
Η σπορά έλαβε τέλος σε μερικές ημέρες. Ήρθαν οι βροχές, φύτρωσαν τα σπαρτά  και έβαψαν  τα χωράφια  πράσινα.
Η συνέχεια τον Ιούνιο του επόμενου χρόνου, στο θερισμό, θα είσαστε εκεί.



















ΟΡΓΩΜΑ-ΣΠΟΡΑ




Φιλοσόφησε λιγάκι βρε αδερφέ














ΑΛΕΤΡΙ




44. Ο ΤΣΑΓΓΑΡΗΣ
Ο Πατέρας του φωνάζει
-      Γιωργιό, έλα να πας τα στιβάνια και τσι αρβύλες μου στο τσαγκάρη, να τα σάσει, που είναι ξηλωμένα. Να κάτσεις εκειά να τα πάρεις, γιατί τα χρειάζομαι αύριο στο χωράφι.
-      Θα μου δώσεις να  πλερώσω;
-      Όι, κατέχει αυτός πώς τονε πλερώνω.
Παίρνει στα χέρια τα πατούμενα και τρεχάλα στο τσαγκάρη.
-      Είπε ο πατέρας μου να τα σάσεις ντελόγο - αμέσως γιατί τα χρειάζεται.
-      Καλά, κάτσε και περίμενε μέχρι να τα ξετελέψω - τελειώσω.
Όση ώρα περίμενε, περιεργαζόταν το τραπεζάκι  του τσαγκάρη,  που είχε όλα τα αναγκαία  για την τέχνη του τοποθετημένα σε  μικρά τετράγωνα χωρίσματα του τραπεζιού.
Καρφιά ξύλινα και μεταλλικά, φαλτσέτες για το κόψιμο του δέρματος, σουβλιά και βελόνες  για τις τρύπες και το ράψιμο, βιδώνια για κάρφωμα κάτω από τη σόλα, για να αντέχει στη φθορά.
Με αυτά τα σύνεργα επισκεύασε τα πατούμενα που του είχε πάει και του τα έδωσε στο χέρι λέγοντας.
-      Να πεις του πατέρα σου να μου πέψει για πλερωμή  τρεις οκάδες κρασί.
Τρέχοντας φεύγει για το σπίτι και μέσα του μονολογούσε. Κοντεύει να πιει ένα βαρέλι και δε χόρτασε ακόμα.
45. ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Ήταν εξατάξιο με μια δασκάλα. Τα μαθήματα γίνονταν σε χρόνο ρεκόρ, γιατί δεν υπήρχε ώρα για συστηματικά μαθήματα και για τις έξι τάξεις. Το διάβασμα λιγοστό, περισσότερο το παιχνίδι και οι οικογενειακές δουλειές. Σε όλες τις γεωργικές εργασίες που έχουν περιγραφεί πιο πάνω και σε αυτές που θα περιγραφούν στη συνέχεια, τα κοπέλια είχαν συμμετοχή και προσφορά.
Το Γιωργιό τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο, μα δεν είχε μάθει και πολλά γράμματα. Ήξερε να διαβάζει και να γράφει ανορθόγραφα, γιατί δεν είχε μάθει ούτε ένα κανόνα ορθογραφίας και συνταχτικού. Έμαθε τη μισή προπαίδεια του πολλαπλασιασμού, μέχρι το πέντε. Όμως, είχε μάθει καλά την πρόσθεση και την αφαίρεση. Στον πολλαπλασιασμό δυσκολευόταν. Όσο για τη διαίρεση, να την πάρει ο διάολος έλεγε, τι  την ήθελαν, να κάτεχα. Δεν την πήγαινε με τίποτα, ούτε μία πράξη διαίρεσης  δεν μπορούσε να λύσει. Δηλαδή στούρνος,  κουτσούρι, μπούφος, τούβλο, βρε αδερφέ!


Προέκταση 
Σ΄αυτό  το εκπαιδευτικό χάλι,  ακούστε  χριστιανοί και διαμαρτυρόμενοι, ο πατέρας  ήθελε να μάθει γράμματα ο κανακάρης του. Όταν του το ανακοίνωσε εκείνος ανατρίχιασε και δεν μπορούσε να καταλάβει την επιμονή του πατέρα του.
-      Να μάθεις γράμματα, παιδί μου, να ξεφύγεις από τη γεωργική, από τσι λάσπες, τα χώματα και τσι κοπρές – κοπριές.
-      Εγώ δε θέλω γράμματα, με φτάνουνε αυτά που ήμαθα, ήντα να τα κάμω πιο πολλά; Και πώς θα με βγάλουνε τα γράμματα από τσι κοπρές, πε μου να καταλάβω.
-      Να, θα σπουδάξεις και θα γίνεις υπάλληλος. Θα παίρνεις μηνιάτικο βρέξει λιάσει, κατάλαβες;
-      Και ποιος θα μου δίδει το μηνιάτικο ετσά στα καλά καθούμενα;
-      Εκειά που θα δουλεύγεις σα γραμματικός, μπορεί να γενείς και δημόσιος υπάλληλος, μεγάλη δουλειά παιδί μου.
-      Και πού θα μάθω τα γράμματα;
-      Θα πας στο γυμνάσιο.
-      Πού είναι το γυμνάσιο;
-      Στη χώρα – στο Ηράκλειο.
-      Με τα πόδια θα πάω;
-      ‘Οι, με το λεωφορείο θα σε πάω, θα πάμε μαζί.
-      Εγώ, μωρέ πατέρα, δεν τα καταλαβαίνω αυτά. Δηλαδή θα πάω στο γυμνάσιο και θα τους σε πω πως θέλω να μάθω γράμματα και αυτοί θα μου πούνε «πέρασε να σου μάθουμε»;
-      Όι, θα περάσεις από εξετάσεις, θα λύσεις προβλήματα και θα γράψεις  μια έκθεση.
Άθελά του το Γιωργιό βάζει τα γέλια, κοιτάζει σα χαζός το πατέρα του και του λέει.
-      Εγώ δε σκαμπάζω από τέθοια, μόνο γύρευε τη δουλειά σου, άδικα θα πάνε οι κόποι σου και οι δικοί μου. Εγώ θα πομείνω επαέ,  στη γεωργική, κάτεχέ το. Εμένα δε με πειράζουνε οι λάσπες και οι κοπρές.
Τελικά, υποκύπτει στις πιέσεις του πατέρα και ένα πρωί με το λεωφορείο, να το Γιωργιό στο Ηράκλειο.
Με λίγα λόγια.
Δίδει εξετάσεις τον Ιούνιο,  αποτυχία.
Δίδει το Σεπτέμβριο και πάλι αποτυχία.
Δίδει τον επόμενο Ιούνιο  και …  πάλι τα ίδια.
Το Γιωργιό άκουσε να λένε πως δεν είχε δικαίωμα να ξαναδώσει εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Μόνο στην Εμπορική Σχολή το Σεπτέμβριο
Ευτυχώς σκέφτηκε, μάλλον  τέλειωσαν τα βάσανά μου.
Αχ, καημένο κοπέλι, άλλες  είναι οι βουλές του πατέρα σου.
Και ο πατέρας  το χαβά του. Εγώ  δε σε αφήνω αγράμματο. Ξεροκέφαλος δηλαδή.
Τα βάσανα του Γιωργιού δεν τελείωσαν. Διαβάστε τη συνέχεια και  συμπαρασταθείτε στο δύστυχο κοπέλι.
Πώς τά  ‘φερε πώς τα πήγε ο πατέρας του, δεν μπόρεσε να καταλάβει. Ο αθεόφοβος, πήγε στο Ηράκλειο και μαζί με ένα θείο του Γιωργιού βρήκαν ένα Καθηγητή της Εμπορικής Σχολής και συμφώνησαν.  Διαβάστε τι συμφώνησαν.
Ο πατέρας  θα του έδιδε πεντακόσες οκάδες λάδι και ο Καθηγητής αναλάμβανε την υποχρέωση να του κάνει φροντιστήριο και να τον περάσει στην Εμπορική Σχολή. Του έκανε ένα μήνα φροντιστήριο. Κάτι παραπάνω έμαθε, δηλαδή, ολόκληρη την προπαίδεια του πολλαπλασιασμού και έμαθε καλά τον πολλαπλασιασμό και τη διαίρεση.
Στις εξετάσεις ο Καθηγητής κάθισε κοντά του, ήταν επιτηρητής, τον βοήθησε στα προβλήματα και την έκθεση.
Τι έγινε ; Το Γιωργιό πέρασε στην Εμπορική Σχολή Ηρακλείου.
Σε λίγες μέρες γράφτηκε, φόρεσε το καπέλο και άρχισαν πάλι  τα βάσανά του.
Ο πατέρας του χαρούμενος κέρασε στο καφενείο, γιατί πέρασε το κοπέλι στην Εμπορική Σχολή και θα γίνει άνθρωπος.
Όμως, για τις πεντακόσιες οκάδες λάδι, τσιμουδιά.
Αχ, πατέρα, γιάντα μου το ‘κανες αυτό, σκεφτότανε. Γιάντα δε με άφησες στα χωράφια, στα περβόλια,  να είμαι με τα βούγια, τσι αίγες, τσι όρνιθες και τσι σκύλους μου;
Η συνέχεια της ζωής του ίδιου, έδειξε πως είχε δίκιο.


46. ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΑ
Τα κοπέλια περπατούσαν ξιπόλητα  το χειμώνα, το καλοκαίρι και όλες τις εποχές. Τους άρεσε  να τσαλαβουτούν το χειμώνα στις λακκούβες των χωματόδρομων του χωριού και των χωραφιών μέσα στις λάσπες και τα νερά. Πολλές φορές, όταν τα βράδια έκανε παγωνιά, το πρωί τα νερά ήταν κρυσταλλιασμένα στους λάκκους. Τότε το φαινόμενο γινόταν παιχνίδι. Έτρεχαν και με τα γυμνά πόδια πατούσαν πάνω στα κρύσταλλα, παχιά και σκληρά σα τζάμι. Ο ήχος που έκανε το σπάσιμο τους άρεσε ιδιαίτερα και διασκέδαζαν. Περπατούσαν άνετα και δεν τους πλήγωνε ο τζαμένιος πάγος του νερού, γιατί οι πατούχες τους, από το περπάτημα σε σκληρές επιφάνειες, είχαν γίνει σα πετσί με μια επιφάνεια πάχους  ενός πόντου.
Τέτοιες μέρες οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κοπέλια γι αυτή τη διασκέδαση.
Όμως δεν άργησε να γίνει το κακό.
Το ιστορικό έχει ως εξής:
Ο πατέρας του Γιωργιού είχε πάει στη χώρα για δουλειές  και στην επιστροφή, μαζί με τα άλλα πράματα που είχε αγοράσει, έφερε και μια κούτα,  του τη δίδει και  λέει.
-      Σου πουσούνισα – σου αγόρασα παπούτσα πάνινα, ΕΛΒΙΕΛΑ, να μην είσαι μπλιό αξυπόλυτος.
Ανοίγει την κούτα και τι να δει, θεέ μου.  Αστραφτερά  παπούτσα, άσπρα σαν τα γάλατα, και χωρίς να το καταλάβει βάζει μια δυνατή φωνή έκπληξης και χαράς μαζί. Κάθισε κάτω και τα φόρεσε με δυσκολία, γιατί τα πόδια του ήταν σκληρά και αρνιόταν να αιχμαλωτιστούνε. Έκανε κάμποσα βήματα στην αυλή μέχρι να τα νιώσει άνετα, αλλά διαπίστωσε πως ήταν ευάλωτα στη σκόνη και τη λάσπη.
-      Αυτά θα λερώνονται εύκολα με τη λάσπη και τη σκόνη.
-      Έφερα γω και στουπέτσι να τα βάφεις άμα λερώνουνε, μη στενοχωράσαι.
Το άλλο πρωί ετοιμάζεται να πάει στο σχολείο. Φορά τα παπούτσα και, παπουτσωμένος τώρα, τρέχει με δυσκολία, για να φτάσει γρήγορα  και να κάνει τη φιγούρα του.
Πλησιάζοντας επιβραδύνει και παίρνει ύφος Αυτοκράτορα, φορά  παπούτσα ΕΛΒΙΕΛΑ και είναι πάνινα.
Από απόσταση λίγων μέτρων τα κοπέλια βλέπουν τα παπούτσα, μένουν έκπληκτα και χάσκουν από περιέργεια.
Μετά συνέρχονται και αρχίζουν οι δραματικές στιγμές για το Γιωργιό.
Βάζουν τα γέλια, μα τι γέλια, μέχρι σκασμού και ταυτόχρονα με τα δάχτυλά τους δείχνουν προς τα πόδια του, σημαδεύοντας τα παπούτσα και αρχίζει η κοροϊδία.
-      Ξανοίξετε - κοιτάξετε  μωρέ κοπέλια, το Γιωργιό φορεί παπούτσα και χα χα χαααα
Όλα μαζί χαχανίζουν και η κοροϊδία πάει σύννεφο. Το Γιωργιό δεν αντέχει, κοκκινίζουν τα αυτιά και τα μάγουλα από την ένταση της κατάστασης,  κοντεύει να σκάσει από το κακό και την ντροπή του, μεγάλο ρεζιλίκι έπαθε με τα παπούτσα σήμερα. Δε βγάζει μιλιά, κάνει στροφή και πίσω στο σπίτι με κλάματα και δάκρυα. Κάθεται χάμω στην αυλή, βγάζει τα παπούτσα και τα πετά μακριά λες και ήταν  σιχαμερό είδος.  Η μάνα του τον κοιτάζει έκπληκτη και του λέει.
-      Γιάντα ήβγαλες τα παπούτσα, παιδί μου, δε σου αρέσουνε, κόβουνέ σε ;
-      Μάνα, με ξεγηβέντισαν  – με πρόσβαλαν  τα κοπέλια. Βάλανε τα γέλια μόλις με είδαν με τα παπούτσα, κατάλαβες ;; Εγώ δεν τα ξαναφορώ.
-      Μα δεν κατάλαβες πως ζηλεύγουνε ;
-      Και ήντα με γνοιάζει εμένα, εγώ κατέω πως την έπαθα και λέγε εσύ.
Επιστρέφει στο σχολείο, ξιπόλητος. Τα άλλα κοπέλια  είχαν μπει στην τάξη . Δειλά και  σφιγμένος μπαίνει σιγά σιγά και κάθεται στη θέση του. Όλα τα βλέμματα καρφώνονται στα πόδια του. Διαπιστώνουν ότι δε φορεί τα παπούτσια και ψίθυροι ικανοποιητικών σχολίων πλημυρίζουν την αίθουσα. Τα΄βγαλε,  τα΄βγαλε, καλά να πάθει μου΄θελε και παπούτσα.  Αμέσως κατάλαβε πως η μάνα του είχε δίκιο, ζήλεια.
Τις επόμενες πολλές ημέρες όλο και κάποιο κοπέλι πλησίαζε το Γιωργιό και του έλεγε κάτι στο αυτί. Εκείνος τους απαντούσε με τον ίδιο συνωμοτικό τρόπο   και έβαζε το δάχτυλο  μπροστά στα χείλια του και του έλεγε   να μην πει τίποτα σε άλλους.
Δεν είχε περάσει ένας μήνας και δώδεκα παιδιά είχαν ψιθυρίσει τα ίδια λόγια στο αυτί του Γιωργιού. Τι του έλεγαν; Ότι και σ΄αυτούς είχαν αγοράσει παπούτσια, αλλά ντρέπονταν και φοβούνταν να τα φορέσουν. Το Γιωργιό είχε βγάλει σχέδιο. Τους μαζεύει και τους λέει ότι πρέπει να περάσουν στην αντεπίθεση, να κάνουν επανάσταση.
Πώς ; Συνεχίστε το διάβασμα, λίγη υπομονή.
Την άλλη μέρα ξέσπασε η επανάσταση. Το πρωί, όλοι οι παπουτσωμένοι μαζεύτηκαν στο δυτικό μέρος της εκκλησίας, που είναι απέναντι από το σχολείο,  και όλοι μαζί ξεκινούν  με κανονικό σταθερό βήμα και με το κεφάλι ψηλά μπαίνουν στην αυλή του σχολείου. Τους βλέπουν τα άλλα κοπέλια, γουρλώνουν τα μάτια τους από την έκπληξη και δεν πιστεύουν αυτό που βλέπουν και λένε,
-      Μωρέ, πού βρεθήκανε μια κοπανιά – ξαφνικά, ετόσα να παπούτσα ;
-      Και είναι όλα ΕΛΒΙΕΛΑ και κάτασπρα σαν το πισινό του κάτη μου - του γάτου, λέει ένα κοπέλι.
Το πλήθος ξεσπά σε γέλια και χαχανίσματα, λες και τους καθάριζαν αυγά.
Όμως οι παπουτσωμένοι επαναστάτες περνούν στην αντεπίθεση, σύμφωνα με το σχέδιο.                                    
-      Εμείς μωρέ εγενήκαμε αθρώποι, δεν είμαστε σαν και σας κακομοίρηδες. Είμαστε πλούσιοι, εσείς δε θα φορέσετε  παπούτσα σε όλη σας τη ζωή, γιατί δεν έχουνε λεφτά οι πατεράδες σας.
Τα γέλια σταμάτησαν, κόπηκαν με το μαχαίρι, αμηχανία στους εχθρούς και με σκυμμένα κεφάλια μπήκαν στην τάξη.
Άραγε αποδέχτηκαν αυτό τον κοινωνικοοικονομικό διαχωρισμό, υποτάχθηκαν στη θεωρία του πλούσιου και του φτωχού; Όχι βέβαια !! Δυναμικά κοπέλια είναι αυτά.
Τις επόμενες μέρες οι φτωχοί έχουν έτοιμο το σχέδιό τους, περνούν στη δική τους αντεπίθεση και μια άνευ προηγουμένου κόντρα αρχίζει ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις του χωριού, αυτές που δημιουργήθηκαν από τα παπούτσια.
Τι έκαναν οι ξιπόλητοι ; Κάτι πολύ πονηρό, άρχισαν να κατηγορούν την ποιότητα των παπουτσιών των πλούσιων, πώς; Ένας ένας ρίχνει τη σφαίρα του και ταυτόχρονα γελά χλευαστικά.
-      Μα παπούτσα, μωρέ, είναι αυτά που φορείτε, άκου πάνινα παπούτσα. Εμένα, μωρέ, ο πατέρας μου έχει παραγγείλει πέτσινα με βιδώνια και πετσάκια μπρος και πίσω.
-      Και  ο δικός μου πατέρας μου παράγγειλε στο ντερμετζή-σιδηρουργό  σιντερένια στιβανάκια- σιδερένια μποτάκια,  που δίδεις μια τση πέτρας και γίνεται σκόνη.   














ΝΤΕΡΜΕΤΖΗΣ-ΣΙΔΗΡΟΥΡΓΟΣ

-       
-       
Κόκκαλο οι παπουτσωμένοι επαναστάτες. Σειρά τους να κατεβάσουν τα κεφάλια και κατσουφιασμένοι αποχωρούν.
Ήταν νίκη του προλεταριάτου ενάντια στην ντόπια πλουτοκρατία.
47. ΤΟ ΨΩΜΙ
Η μουρνιά έχει και σήμερα την τιμητική της. Τα κοπέλια έχουν μαζευτεί και συζητούν τα δικά τους.  Είναι απόγευμα και το καθένα κρατά και από ένα ξερό ντάγκο και τον κουκαλίζει - τρώει με μεγάλη όρεξη.  Δεν είναι όμως φτιαγμένα από το ίδιο αλεύρι.  Άλλος είναι σίτινος – σταρένιος, άλλος είναι κρίθινος- από κριθάρι  και άλλος είναι μιγάδι, δηλαδή από αλεύρι σταριού και κριθαριού. Αντιλαμβάνεστε ότι η ποιότητα του ψωμιού ανταποκρινόταν στην οικονομική δυνατότητα των οικογενειών τους. Επομένως μπορούσε κανείς να καταλάβει ότι και στην κατανάλωση του ψωμιού υπήρχαν κοινωνικοοικονομικές διακρίσεις.
Πολλές φορές το ένα κοπέλι ζητούσε ένα κομμάτι από του άλλου και αυτά δε δίσταζαν να δώσουν. Άλλες φορές όμως δεν έδιδαν, επικαλούμενα διάφορες δικαιολογίες. Έλα που το προλεταριάτο ήταν πονηρό και έβρισκε τρόπους να αποσπά από την πλουτοκρατία το μερίδιο της αναδιανομής του πλούτου. Πώς  το έκαναν; Απλό, με το κόλπο της διαφήμισης.
-      Το δικό μου ψωμί είναι κρίθινο και πιο νόστιμο από τα άλλα και κάνει γερά μπράτσα.
-      Όι, το δικό μου είναι πιο καλό. Κατέχεις ήντα νοστιμιά έχει το παντέρμο το μιγαδερό ψωμί, σα να τρως γλύκισμα.
Όσα κοπέλια είχανε  τα άλλα είδη ψωμιών  προβληματιζότανε και σε λίγο η αδιαλλαξία   τους είχε   καμφθεί.  Άρχιζε η ανταλλαγή μικρών κομματιών του ενός προς τον άλλον;. Πραγματικά εύρισκαν πιο νόστιμα τα άλλα ψωμιά, δηλαδή και εκεί ίσχυσε ο κανόνας ότι το ξένο είναι πιο καλό.
Είδατε; Πονηρό το προλεταριάτο, η αναδιανομή του πλούτου στην πράξη.
48. ΟΙ ΚΑΥΓΑΔΕΣ
 Οι σχέσεις των κοπελιών δεν ήταν πάντα καλές και αρμονικές. Υπήρχαν περιπτώσεις παρεξηγήσεων και μεγάλης έντασης που έφταναν μέχρι ξυλοδαρμού, στις πιο σοβαρές.
Άλλοι έκλεβαν πουλιά από τις αβρουχάδες, άλλοι από τα περιβόλια, τα μποστάνια ή τα αμπέλια των άλλων. Επίσης, όταν δεν έπαιζαν κάποια παιδιά ή όταν τους φώναζαν με τα παρατσούκλια τους ή έβριζαν  δικούς τους ανθρώπους.
Λοιπόν,
*Πρώτου βαθμού παρεξήγηση ήταν να αποκαλέσεις τον άλλο με το παρατσούκλι του π.χ. άντε μωρέ Λόδρομε
(αυτό ήταν του Γιωργιού) Περνούσε στα ψιλά με ανάλογη ανταπόδοση στον αντίπαλο.

*Δεύτερου βαθμού ήταν  η αναφορά σε σωματικές ιδιαιτερότητες όπως άντε μωρέ χοιρομούρη, αλλήθωρε ή  στις πνευματικές ικανότητες, όπως είσαι  βλάκας  κλπ. Η παρεξήγηση τελείωνε με μερικές σπρωξιές και λογομαχία.

*Τρίτου βαθμού ήταν η αναφορά στα οικογενειακά δρώμενα π.χ. η αδερφή σου η πουτάνα. Στην περίπτωση αυτή έπεφταν μπουνιές, κλωτσιές, σκαμπίλια  για αρκετή ώρα και η διαμάχη τελείωνε με την επέμβαση των άλλων.

*Η τέταρτου βαθμού και φαρμακερή, η τιμή της μάνας, όταν κάποιος, σε μια σοβαρή παρεξήγηση, τολμούσε να πει τη φοβερή φράση « Γαμώ τη μάνα σου».
Ο θιγόμενος πεταγόταν σαν ελατήριο και μαινόμενος ορμούσε στον ιερόσυλο, βγάζοντας αφρούς από το στόμα.
-      Ηντά πες, μωρέ;  Τη  μάνα μου, μωρέ ;
και ορμούσε καταπάνω στον υβριστή χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες ακόμα και όταν ο αντίπαλος ήταν σαφώς και αποδεδειγμένα πιο δυνατός και βέβαιη η ήττα του.
 Οι κλωτσιές, οι μπουνιές,  η πάλη που κατέληγε στο χώμα, έπιαναν πέτρες και χτυπιόντουσαν παντού. Ματωμένα χείλια, κεφάλια, χέρια, γόνατα και ό, τι άλλο φανταστείτε.
Ο χωρισμός από τους άλλους ήταν δύσκολος, γιατί η αγριότητα δεν τους άφηνε περιθώρια. Όμως, η πιο σοβαρή αιτία ήταν ότι η μάχη γινόταν για λόγους τιμής.
Ο καυγάς τελείωνε με δυο τρόπους. Όταν  εξαντλημένοι και οι δυο δεν είχαν άλλες αντοχές και όταν ο ένας από τους δύο έπεφτε νοκ άουτ.
Στην περίπτωση που νικητής ήτανε ο υβριστής, δεν του έδιδαν σημασία για τη νίκη του. Σ΄αυτόν που πάλεψε για λόγους τιμής έδειχναν σεβασμό και εκτίμηση. Του πρόσφεραν τις γνωστές πρώτες βοήθειες με καβαλίνα και χώμα. Τον συνόδευαν στο σπίτι του και δεν έλεγαν την αιτία στους δικούς τους. Έλεγαν διάφορα, πολλά ψέματα για να καλύψουν την περίπτωση.
Σε μια ανάλογη περίπτωση το Γιωργιό έφαγε ξύλο με το τσουβάλι. Ο αντίπαλος τον έκανε του αλατιού και για καιρό δεν έβγαινε από το σπίτι και δε δεχόταν … επισκέψεις, μόνο τον καλό του φίλο, το Γιωργουλιό, που του έφερνε και τα νέα της πιάτσας.
49. ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Ο Σεπτέμβριος πέρασε καλά. Εκτός  από τα καθημερινά  παιχνίδια είχαν και μια άλλη απασχόληση, τα συμπληρώματα της διατροφής τους. Γύριζαν όλη την περιοχή και δεν άφηναν φαγώσιμο στη θέση του.
Πήγαιναν, έβρισκαν και έτρωγαν,
-Στους οψιγιάδες  σταφίδες που είχαν μείνει στο χώμα αμάζευτες και γέμιζαν τις τσέπες.
-Στα μποστάνια   τα αμάζευτα καρπούζια, πεπόνια και ξυλάγγουρα.
-Στα αμπέλια τους καμπανούς. Είναι τα μικρά τσαμπιά των σταφυλιών που την εποχή του τρύγου είναι ακόμα άγουρα. 
-Στα χωράφια για ραδίκια, που με τις βροχές του Οκτωβρίου έκαναν την εμφάνισή τους. Τα γουλωτά ήταν τα καλύτερα, είχαν μεγάλη και τρυφερή  ρίζα, τα προτιμούσαν σαλάτα, ωμά δηλαδή.
50. ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Κρύο, βροχές και καταιγίδες σε καθημερινή  βάση. Τα κοπέλια δεν τους φόβιζαν αυτά, είχαν τον τρόπο τους να μετατρέπουν και αυτές τις συνθήκες σε παιχνίδι και διασκέδαση. Στις βροχερές μέρες η μουρνιά δεν είχε κόσμο. Μαζευόντουσαν στο σκεπασμένο σημείο  στο στέκι κοντά στο σπίτι του Νικολή και του Γιωργουλιού (ήταν αδέρφια). Άναβαν φωτιά για ζέσταμα αλλά και για να κάνουν πατάτες οφτές - στη χόβολη. Κάπου κάπου έπιναν και τα κρασάκια τους για  να ζεσταθούν περισσότερο, έτσι έλεγαν.  Στα διαλείμματα της βροχής ορμούσαν έξω στο δρόμο και τσαλαβουτούσαν στα νερά και τις λάσπες, ήταν καλή διασκέδαση. Τα βράδια, σκοτείνιαζε νωρίς, έλεγαν παραμύθια που είχαν μάθει από τις μανάδες τους και άλλες ιστορίες, καθώς και τα παράξενα της ημέρας που έτυχαν στον καθένα τους. Ένα βράδυ ο Παυλής έφερε το κόκκαλο του γιάντες από την όρνιθα που είχαν φάει στο σπίτι τους το μεσημέρι. Έπαιξε με το Γιωργιό, που έχασε. Η τιμωρία  που του έβαλε ήταν σκληρή και άμεσα εκτελεστή. Εκείνος διαμαρτυρήθηκε, αλλά στο τέλος συμμορφώθηκε, δε γινόταν αλλιώς, οι κανονισμοί ήταν απαραβίαστοι.
-      Μωρέ Παυλή, να κάνω πράμα άλλο, ντρέπομαι μωρέ να το κάνω αυτό.
-      Όι, να το κάμεις και να το φωνάξεις δυνατά τρεις φορές.
-      Καλά, μωρέ, μα ανε χάσεις μαζί μου κιαμιά φορά θα σε βάλω να κάμεις το ίδιο.
-      Ξεκίνα και άσε τα λόγια. Σκληρός ο Παυλής.
Το Γιωργιό υποταγμένο στη μοίρα του βγαίνει έξω από το σκεπασμένο μέρος και αρχίζει να φωνάζει δυνατά,
-      Παντρειά θέλω γω το βράδυ κι΄ας μην έχει ο λύχνος λάδι.
-      Πιο δυνατά, μωρέ, να σ΄ακούσει όλο το χωριό.
-      Άμε στο διάολο, Παυλή, καλά το φωνάζω, δε μπορώ πιο πολύ.
Το επανέλαβε άλλες δυο φορές  και μπήκε πάλι κάτω από το σκέπαστρο κατακόκκινος από τη ντροπή, γιατί όση ώρα εκτελούσε την τιμωρία οι άλλοι σκούσαν στα γέλια.
Χειμωνιάτικες βραδιές περνούσαν και στα σπίτια τους. Άναβαν την παραστιά στο τζάκι και μαγείρευε η μάνα και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας  καθόταν σε σχήμα τόξου για να ζεσταίνονται και να ρουφούν τις μυρωδιές του φαγητού από το πήλινο τσουκάλι.
Για να μη μένουν κενά στην περιγραφή, τα χειμωνιάτικα βράδια  μετά το άλεσμα των ελιών άναβαν τα μαγκάλια με την πυρήνα. Την έκαναν μικρά κομμάτια και στη μέση του μαγκαλιού έβαζαν το ένα κομμάτι πάνω στο άλλο σε σχήμα κύκλου. Στην τρύπα που σχηματίζονταν στη μέση έβαζαν ξερά μικρά κλαδάκια  και τους έβαζαν φωτιά. Σε λίγο είχε ανάψει η πυρήνα και αντί να κάθονται στο τζάκι περικύκλωναν το μαγκάλι. Η φωτιά ήρεμη και η ζέστη μαλακή, έδιδε μια υπέροχη αίσθηση. Έβαζαν τα χέρια για λίγο πάνω από τη φωτιά και τα έτριβαν με ικανοποίηση. Το βραδινό φαγητό ήταν απόλαυση. Η βροχή  άνοιγε περισσότερο την όρεξη, γιατί ο θόρυβος που έκανε ήταν σαν μελωδία συμφωνικής ορχήστρας. Τα βράδια σαν αυτό, ο ύπνος ήτανε πιο γλυκός, αν και επεισοδιακός από τις αστραπές και τις βροντές. Τότε τα κοπέλια χώνονταν πιο βαθιά στα στρωσίδια  και κουκουλώνονταν ολόκληρα κάτω από αυτά. Αυτό το έλεγαν χουχούλιασμα.
51. ΛΙΟΜΑΖΩΜΑ
Σε λίγες μέρες άρχισε το μάζεμα των ελιών, ήταν σκληρή δουλειά. Τέρμα τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις των κοπελιών. Όταν δεν είχαν σχολείο ή όταν τους αμολούσε νωρίς η δασκάλα τους - και ήταν συχνές αυτές οι περιπτώσεις -  βοηθούσαν τους δικούς τους στη δουλειά αυτή.  Πώς γινόταν το μάζεμα;
Την κατάλληλη πρωινή ώρα φόρτωναν το γάιδαρο με τα λιοσέντονα, τις μεγάλες  ντέμπλες και τα μικρά ντεμπλάκια  (μεγάλες και μικρές βέργες) και τα άλλα σύνεργα.
Φτάνοντας στο λιόφυτο η πρώτη δουλειά ήταν να μαζέψουν τις ελιές που για διάφορους λόγους είχαν πέσει κάτω στη γη (οι χαμωλιές) και βρισκόταν ανάμεσα στα χόρτα που συνήθως ήταν η οξυνίδα.
 Ήταν δύσκολο και βασανιστικό, γιατί το πρωί  το κρύο πάγωνε τα δάχτυλα και το μάζεμα μέσα στα βρεγμένα  χόρτα πολλαπλασίαζε τη δυσκολία, πάγωναν τα δάχτυλα και χρειαζόταν να τα τρίψουν πάνω στα ρούχα  ή να τα φυσήξουν με   ζεστό αέρα από το στόμα τους. Το Γιωργιό θυμάται ακόμα αυτή τη δοκιμασία.
Τις ντέμπλες χρησιμοποιούσαν οι μεγάλοι για να κατεβάσουν με ανάλογα χτυπήματα τις ελιές από  τους ψηλούς κλώνους και τα ντεμπλάκια για τα χαμηλά κλαδιά.
Επόμενο στάδιο ο καθαρισμός των ελιών από τα κλαδιά. Για να καθαρίσουν  τα φύλλα τις λίχνιζαν και από το ελαφρύ ή το δυνατό αεράκι  που φυσούσε απομακρύνονταν τα φύλλα και καθάριζαν οι ελιές. Το τσουβάλιασμα η επόμενη φάση. Φόρτωμα στο γάιδαρο και δρόμο. 








ΛΙΟΜΕΖΩΜΑ










Λίγα λόγια για τον ηρωικό  Γάιδαρο
Αχ, αυτός ο γάιδαρος, πιστός εργάτης και συνεργάτης  του γεωργού σε όλες τις δουλειές. Μετέφερε  τον ίδιο όπου ήθελε και όποτε ήθελε, χωρίς να τον ρωτά ή να του δίδει εξηγήσεις. Το πιο τρελό, όταν ο γάιδαρος δεν καταλάβαινε επαρκώς τις οδηγίες του  αφεντικού έτρωγε τις ξυλιές του, επειδή  δεν κατάλαβε ( επειδή δεν κατάλαβε ο γάιδαρος τον άνθρωπο, ακούτε λογική και πρακτική αντιμετώπιση;!). Αδιαμαρτύρητα - εκτός ελαχίστων περιπτώσεων που έδιδε και καμιά κλωτσά στο αφεντικό -  με αντάλλαγμα  ένα τέταρτο του τσουβαλιού άχυρα με λίγο κριθάρι ή ταγή – βρώμη και μπόλικο καθαρό νερό. 

Ποιος είναι; Ο διαχρονικός Ήρωας της υπαίθρου.
  52. Η ΦΑΜΠΡΙΚΑ
Πώς ήταν η Φάμπρικα - το Ελαιοτριβείο της εποχής; Μα τι ρωτάτε, υπεραυτόματη η κίνηση των μηχανημάτων,  με τέλειο  εξοπλισμό, θαύμα τεχνολογίας.
Δεν το πιστεύετε ;;; Καλααααά!!
Ο μηχανισμός της κίνησης είχε δύναμη ενός γαϊδάρου μέχρι  ενός μουλαριού.
Γελάτε εεε,  μη γελάτε, σοβαρευτείτε επιτέλους!
Ναι, αναγνώστη, την κίνηση έδιδε ο γάιδαρος ή το μουλάρι. Δενόταν κατάλληλα σε ένα μακρύ δοκό, με παρωπίδες για να μη βλέπει δεξιά και αριστερά, μόνο μπροστά, έκανε κύκλους  ατέλειωτους, με τις ώρες. Ο δοκός ήταν στερεωμένος σε ένα μηχανισμό που κινούσε τις μυλόπετρες, τεραστίων διαστάσεων με διάμετρο ενός μέτρου. Οι μυλόπετρες έλιωναν τις ελιές και τις έκαναν πολτό. Ο πολτός απλωνόταν μέσα στους λεγόμενους μποξάδες που είχαν σχήμα τετράγωνου φακέλου διαστάσεων 0,50χ0,50. Τους μποξάδες  τούς τοποθετούσαν σε ένα μηχανισμό πιεστηρίου, είκοσι μαζί και η πίεση από το μηχανισμό συντελούσε να χυθεί έξω το λάδι με τα υγρά, μέσα σε μια κατάλληλα διαμορφωμένη μικρή  δεξαμενή. Εκεί το άφηναν για λίγη ώρα να κάτσει στον πάτο ο κατσίγαρος (η μούργα) και στην επιφάνεια να μείνει το λάδι (το ειδικό βάρος του νερού είναι μεγαλύτερο από αυτό του λαδιού).
Άδειαζαν τους μποξάδες από τον συμπιεσμένο πια πολτό, που είχε γίνει πλάκες πάχους δύο πόντων.
Ξαναγέμιζαν τους μποξάδες και φτου από την αρχή  για όλη την περίοδο του λιομαζώματος. 
Η μεταφορά του λαδιού στο σπίτι και η αποθήκευση στα πιθάρια ήταν η τελική φάση  της όλης διαδικασίας.
Ψέματα, έχει  άλλη μία.
Η μεταφορά στο σπίτι της πυρήνας, που θα χρησίμευε ως καύσιμη ύλη το χειμώνα στα τζάκια και τα μαγκάλια.







ΦΑΜΠΡΙΚΑ=ΕΛΑΙΟΤΡΙΒΕΙΟ










53. ΟΙ ΚΟΥΒΕΣ
Όταν η μάνα του έβαζε αυγά στις  κλώσες κούβες - γαλοπούλες δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα τραβούσε εξαιτίας τους. Μετά από λίγες μέρες τα κουβάκια – τα μικρά γαλόπουλα βγήκαν από τα αυγά, ήταν  χαριτωμένα και όμορφα, έπαιζε μαζί τους. Στην αρχή τα τάιζαν στην αυλή του σπιτιού με διάφορες τροφές μέχρι που έγιναν μεγάλα, περίπου μισή οκά – 750 γραμμάρια.
Ένα πρωί  σκάει η βόμβα στο κεφάλι του. Του ήρθε νταμπλάς, κυριολεχτικά.
-      Γιωργιό, έλα παιδί μου να πάμε τσι κούβες να βοσκίσουνε στα χωράφια.
-      Ηντά πες μάνα; Και ήντα δουλειά έχω εγώ με τσι κούβες;
-      Για να παχύνουν, πρέπει να βοσκίσουνε στα χωράφια, κατάλαβες; Έλα, θα πάμε μαζί να σου δείξω πως τσι βόσκουνε και πώς τσι βλέπουνε να μη κάνουνε ζημιές στα σπαρμένα και τα περβόλια.
-      Όι, δεν πάω πουθενά.
-      Έλα, σου λέω, και μη με στεναχωράς. Έλα, και το βράδυ θα σου κάμω μαγγίρι – χυλοπίτες. Έλα, πάρε το καλάμι.












                                                                                    
         ΜΑΓΓΙΡΙ
    
-       

Τελικά υποκύπτει στις πιέσεις με δέλεαρ, με το μαγγίρι. Βγάζουν τσι κούβες από το σπίτι και με ένα μακρύ καλάμι στο χέρι, περίπου  τρία μέτρα, τις οδηγούν έξω από το χωριό στα δυτικά  χωράφια.
Με το καλάμι στο χέρι ακολουθεί τις οδηγίες  με καλά αποτελέσματα. Την επόμενη μέρα του αναθέτουν τη βοσκή, θα είναι μόνος του.
Παίρνει το καλάμι και αρχίζει την καθοδήγηση με λόγια και καθοριστικό μέσο το μακρύ καλάμι. Τις πηγαίνει στο ίδιο μέρος. Συνέχεια τις κυνηγά να μη ξεφεύγουν και χαθούν, τις βλαστημά και τις βρίζει χυδαία. Πότε πότε τους πετά και καμιά πέτρα για να ξεθυμάνει.
Στις συναντήσεις των κοπελιών το Γιωργιό δεν έλεγε κουβέντα, γιατί ήταν μειωτική η βοσκή με κούβες. Όμως το νέο μαθεύτηκε και τράβηξε τον αλίμονο. Πώς; Διαβάστε παρακάτω. 
Την τρίτη μέρα έγινε το κακό. Περνά ένα κοπέλι καβάλα στο γάιδαρό του, τον βλέπει να κυνηγά τις κούβες με το καλάμι και αρχίζει η καζούρα.
-      Μωρέ Γιωργιό,  από πότε  μωρέ  σε κάμανε κουβοβοσκό; Να τσι μάθεις να χορεύουνε κιόλας.
-      Άντε χάσου και πήγαινε στο διάολο. Γροίκα, εγώ μωρέ δεν είμαι κουβοβοσκός, για να πάρουνε  αέρα τσι βγαλα όξω.
Σκύβει πιάνει μια πέτρα και του την πετά, μα δεν τον πέτυχε.
Ντροπή, απογοήτευση και θυμός με τη μάνα του, που ήταν η αιτία να εκτεθεί στα κοπέλια. Γυρνά στο σπίτι, μαντρίζει τις κούβες, πετά πέρα το καλάμι και δηλώνει κατηγορηματικά πως δε θα ξαναπάει στη βοσκή. Και δεν ξαναπήγε.
54. ΑΛΗΤΕΙΕΣ
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Φορτηγά αυτοκίνητα περνούσαν από το χωριό γεμάτα με διάφορα είδη και εφοδίαζαν τους μπακάληδες σε όλα τα χωριά. Πολλές φορές σταματούσαν και στο δικό τους, για να παραδώσουν και στο μπακάλη τις παραγγελίες του.
Τα φορτηγά έρχονταν απόγευμα και χρειαζόταν αρκετή ώρα να ξεφορτώσουν και να διακανονίσουν τους λογαριασμούς. Συνέχιζαν για τα άλλα χωριά για τον ίδιο λόγο με κατεύθυνση το χωριό Ασήμι.
Τα κοπέλια όταν τύχαινε να είναι μπροστά στο ξεφόρτωμα, έβλεπαν τα εμπορεύματα και τους γεννιόταν η επιθυμία να έχουν μερικά από αυτά όπως κάστανα, καρύδια, αράπικα φιστίκια και άλλα. Όμως έπρεπε να τα αγοράσουν και δεν είχαν τα μέσα. Εξάλλου ήταν τόσες οι επιθυμίες που, όσοι είχαν μια σχετική οικονομική ευχέρεια, δεν μπορούσαν να τις ικανοποιήσουν όλες.
Σε μια βραδινή συνάντηση  διατυπώνεται ο προβληματισμός και οι προτάσεις πέφτουν βροχή, αλλά με την ίδια βάση, ΚΛΟΠΗ. Ακούτε κοπέλια,
-      Το φορτηγό ήφερε στο μπακάλη ένα τσουβάλι κάστανα, ένα με καρύδια, ένα με φιστίκια και ένα με φουντούκια. Άσε τα πορτοκάλια και τα μανταρίνια, Παναγία μου την ομορφιά τους.
-      Ήντα να κάμομε, αφού δεν έχομε λεφτά. Με δυο τρία αυγά  και μια οκά λάδι δεν παίρνεις πολλά πράματα για να φάμε όλοι. Τα Χριστούγεννα που θα πούμε τα κάλαντα θα πάρουμε κάμποσα.
-      Και ήντα λογάτε – μα τι λες,  μωρέ, πως θα περιμένουμε τα κάλαντα. Να τα κλέψομε μωρέ, να τα κλέψομε.  
-      Και πώς, μωρέ, θα τα κλέψομε, εύκολο είναι να τα κλέψομε από το μπακάλικο;
-      Δεν είναι, αλλά πρέπει να βρούμε λύση, αλλιώς είμαστε άχρηστοι, λέω εγώ. Να σκεφτούμε μωρέ, να βρούμε τον τρόπο.
Έπεσαν προτάσεις και σχέδια, τα οποία δεν απόσπασαν πλειοψηφία. Η συζήτηση θα συνεχιστεί την επόμενη βραδιά.
Το πρωί πήγαν σχολείο,  έπαιξαν τόπι και το βράδυ στη συνάντηση ήταν όλοι παρόντες. Κάθονται στα σκαμνιά τους  και το Γιωργουλιό τηγανίζει πουλιά για το φαγητό τους. Ψήνει και μερικά στα κάρβουνα για τον εαυτό του. Το λόγο παίρνει ο Νικολής, μα δεν καταφέρνει να γίνει δεχτό το σχέδιό του. Πρότεινε  κλοπή μέσα από το μπακάλικο με τη μέθοδο της απασχόλησης. Έσκασαν στα γέλια, αφού αυτή η μέθοδος είχε εφαρμοστεί με μεγάλα ποσοστά αποτυχίας.  Μετά το λόγο παίρνει ο Παυλής.
-      Κοπέλια, εγώ βρήκα τη λύση, μα θέλει τόλμη και σβελτάδα για να πετύχει.
-      Λέγε, μωρέ και άσε τα πολλά λόγια.
Ακούνε το σχέδιο και ενθουσιάζονται. Γίνεται παμψηφεί αποδεχτό. Αγκαλιές και συγχαρητήρια στον Παυλή,  που νιώθει περήφανος για το σχέδιό του.
Συμφωνούν να τεθεί σε εφαρμογή, όταν οι συνθήκες θα είναι κατάλληλες. Πρέπει να έχει βρέξει,  να έχει  πολλές λάσπες ο χωματόδρομο προς το Ασήμι και σε ένα συγκεκριμένο σημείο, στις στροφές κοντά στο Χαλίκι.
Την επόμενη μέρα έριξε πολλή βροχή και οι δρόμοι έγιναν όπως προέβλεπε το σχέδιο. Το μπακάλικο τέθηκε σε διαρκή παρακολούθηση. Μια ομάδα παρακολουθούσε για να δει τον ερχομό του φορτηγού και να διαπιστώσει  τα είδη που μετέφερε, αν ήταν από αυτά που ήθελαν. Στη συνέχεια ειδοποιούσαν την ομάδα που είχε αναλάβει να δράσει στις στροφές στο Χαλίκι. Αν και ήταν σκοτεινά, όλοι ανέβαιναν πάνω στις ελιές, για να μη τους δει ο οδηγός. Στο σημείο αυτό υπήρχαν λακκούβες γεμάτες λάσπη και οι οδηγοί μείωναν ταχύτητα για να περάσουν με ασφάλεια. Τότε σάλταραν από τις ελιές , σκαρφάλωναν στο φορτηγό και γέμιζαν τις τσέπες τους με τα πράματα που έβρισκαν και ήταν φαγώσιμα. Με ένα  καλλιτεχνικό πήδημα κατέβαιναν και κατευθείαν στο στέκι για φάγωμα και για να κρύψουν τα περισσεύματα. Σχόλια και γέλια για την επιτυχία της εκστρατείας.
Σε μια άλλη  νυχτερινή επιχείρηση πειρατείας, στο φορτηγό σαλτάρανε το Γιωργιό και ο Παυλής.
Ο πρώτος βρήκε κάστανα και γέμισε τις τσέπες και από ένα κοφίνι άρπαξε κάμποσα λαχταριστά μανταρίνια.
Ο Παυλής αργούσε και το φορτηγό απομακρυνόταν. Οι άλλοι ακολουθούσαν γεμάτοι αγωνία για την αιτία της καθυστέρησης. Ξαφνικά ένα μεγάλο γεμάτο τσουβάλι κατρακυλά από το φορτηγό και σκα πάνω στο δρόμο, ακολουθεί η έξοδος του Παυλή. Με αγωνία ανοίγουν το τσουβάλι και η απογοήτευση δε λέγεται. Ήταν ρεβίθια. Θυμός και αγανάχτηση για το δράστη.
-      Να μωρέ μούσκαρε – μοσχάρι, πάρε ένα πούλο – μούτζα.
-      Γιάντα, μωρέ, δε έσκισες το τσουβάλι με το τσακάκι να δεις ηντά ΄χε μέσα;
-      Εγώ, μωρέ, το πέρασα για φουντούκια, ήμουνα σίγουρος.
-      Και ήντα θα τα κάμομε ετόσα να ροβίθια; Να τα πετάξομε να μην αφήσομε ίχνη.
-      Κάμετε ό, τι θέλετε, μα εγώ θα γεμίσω τσι τσέπες να τα μαγερέψει η μάνα μου και να μην πάει ολότελα χαημένος ο κόπος μου.
Ο Παυλής πήρε τα δικά του και τα άλλα τα σκόρπισαν στα χωράφια. Μοίρασαν τα κάστανα και έφαγαν επί τόπου τα μανταρίνια.
Για αρκετές μέρες δεν έδρασαν λόγω συνθηκών Δεν έκαμε πολλές βροχές και οι λάσπες ελάχιστες. Όμως, μια Πέμπτη, κοντά στο μεσημέρι εντοπίζουν ένα φορτηγό γεμάτο με λαχταριστά είδη, τα ελέη του Θεού.
Το σχέδιο βγαίνει σε χρόνο ρεκόρ. Παίρνουν σκαλίδες και πηγαίνουν στις γνωστές στροφές του χωματόδρομου. Ανοίγουν ένα λάκκο  στο κατάλληλο σημείο που υπολογίζουν να περάσει η μία ρόδα του φορτηγού, είναι διαστάσεων ενός μέτρου μάκρος, μισού μέτρου πλάτους και μισού βάθους. Μαζεύουν με τη σκαλίδα τις λίγες λάσπες και γεμίζουν το λάκκο. Σκαρφαλώνουν στις ελιές , κρύβονται στις φυλλωσιές και περιμένουν το φορτηγό. Αυτό θα πέσει στο λάκκο, θα σταματήσει για λίγο και αυτοί θα σαλτάρουν μέσα για τη λεηλασία του περιεχομένου της καρότσας.
Το φορτηγό αργεί και η αγωνία τους δε λέγεται. Σχολιάζουν και περιμένουν μέχρι που βλέπουν από μακριά να πλησιάζουν γαϊδούρια με επιβάτες χωριανούς που γύριζαν από το παζάρι του Ασημιού. Ανησυχία, φόβος και η αγωνία στο κατακόρυφο για το τι μπορεί να συμβεί. Αισθάνονται να πλησιάζει η καταστροφή όσο πλησίαζαν οι γάιδαροι με τους αναβάτες.
Η απόσταση μικραίνει και ο πρώτος απέχει μόλις ένα μέτρο πριν το λάκκο και ο άτιμος πηγαίνει κατά πάνω του, λες και τον τραβούσε μαγνήτης. Αγωνία, αγωνία σε όλους.
Να ’τος, το ένα του πόδι πατά τη λάσπη μα βρίσκει κενό, χάνει την ισορροπία του και πέφτει στο πλάι μέσα στις λάσπες, τον ακολουθεί και ο καβαλάρης που παίρνει δυο στροφές  στις λάσπες και γίνεται σα γουρούνι. Όπως έπεφτε το μάτι του έπεσε τυχαία πάνω στην ελιά και τους είδε σκαρφαλωμένους να προσπαθούν να κρυφτούν. Σηκώνεται και αρχίζει να τρέχει καταπάνω τους, βρίζοντας και βλαστημώντας. Μπροστά στον κίνδυνο σαλτάρουν κάτω και αρχίζουν να τρέχουν σαν αστραπές, αυτός ο χωριανός είναι σκληρός και θα έτρωγαν κόπανο – ξύλο που θα το θυμούνταν χρόνια, αν τους έπιανε. Μα πιάνονται οι σφαίρες;
Ο χωριανός τούς γνώρισε και μετέφερε το επεισόδιο στους γονείς τους. Εισπράξανε την ανάλογη κατσάδα, ένα με δυο σκαμπίλια και αυτό ήτανε.
Οι επιχειρήσεις πειρατείας σταμάτησαν. Από τότε αγόραζαν τις λιχουδιές με αυγά, λάδι και στάρι. Χωρίς κίνδυνο και μπλεξίματα.
Τι  είπες; Τι έγινε με το φορτηγό ;
Καλά λες. Εκείνη την ημέρα το φορτηγό είχε παράδοση σε μπακάλικο  του χωριού  Χάρακα.  Είχε πάρει άλλο δρόμο.


55. Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΧΟΙΡΩΝ
Μεθαύριο είναι τα Χριστούγεννα, λένε τα κοπέλια στη βραδινή συνάντηση. Πρέπει να βρεθούμε στη σφαγή των χοίρων να πάρουμε τσι φούσκες, λέει το Γιωργουλιό,
-      Όποιοι έχουν χοίρο να είσαστε μπροστά στη σφαγή και να πάρετε τη φούσκα, να έχετε τα μάθια σας δεκατέσσερα, να μη την πετάξουνε και τη φάνε οι σκύλοι. Όσοι δεν έχετε χοίρο να πάτε σ’ αυτούς  που έχουν χοίρο και δεν έχουν κοπέλια, να κάνετε το ίδιο.
Πρωί  πρωί όλοι  στο χωριό ξυπνούν από τις στριγκλιές των χοίρων που σφάζονται ανελέητα. Κάθε τόσο και νέα μουγκρητά χοίρων που αφήνουν την τελευταία του πνοή πάνω στο κοφτερό  μαχαίρι του σφαγέα. Μουγκριτοχοιροσυναυλία,  αδέρφια.
Οι γυναίκες έχουν φέρει μια ξύλινη μεγάλη σκάφη  και στο μπουγαδοτσίκαλο έχουν έτοιμο  βραστό νερό.  Όταν ο χοίρος είναι τέζα, τον τοποθετούν στη σκάφη και ρίχνουν πάνω του το ζεστό νερό. Μαλακώνει το δέρμα και τραβούν τις τρίχες που βγαίνουν εύκολα. Τα κοπέλια συμμετέχουν σε όλη αυτή τη διαδικασία και περισσότερο στο μάδημα από τις τρίχες  Σε λίγο είναι έτοιμος και κρεμασμένος στο τσιγκέλι.  Εδώ τα κοπέλια έχουν εντείνει την προσοχή τους, γιατί αρχίζει η κρίσιμη διαδικασία. Ο σφαγέας ακονίζει πάλι το μαχαίρι και αρχίζει να σκίζει την κοιλιά του. Βγάζει τα άντερα, κόβει μία άκρη και το τραβά ανάμεσα στα χέρια του σφιχτά, για να φύγουν από μέσα οι τροφές που βρισκόταν στο στάδιο της επεξεργασίας μέσα στο στομάχι του χοίρου. Τελειώνει και τα ρίχνει σε μια λεκάνη. Αυτά θα χρησιμέψουν στην κατασκευή των λουκάνικων. Λίγα από αυτά θα γίνουν γαρδούμια – γαρδούμπες.
Μετά τα άντερα βγάζει το συκώτι και τα πνευμόνια και με μεγάλη προσοχή αφαιρεί τη χολή. Αν σπάσει, θα πικράνουν τα άλλα εντόσθια.
Ήρθε η σειρά να βγει η φούσκα (η ουροδόχος κύστη).
Το Γιωργιό είναι από το πρωί στο πόδι μαζί με τον πατέρα και τη μάνα, ετοιμάζουν τη σφαγή του  δικού τους χοίρου, είναι περίπου  εβδομήντα οκάδες (100 κιλά). Ένας γείτονας θα είναι ο σφαγέας, με βοηθό τον πατέρα του.  Φέρνουν το χοίρο στο οικόπεδο της μουρνιάς και ετοιμάζονται για το φόνο. Ο  πατέρας πιάνει τα πισινά πόδια και ο σφαγέας τα μπροστινά. Με μια συγχρονισμένη κίνηση  τον ρίχνουν κάτω και σε πλάγια θέση. Ταυτόχρονα ο χασάπης με το ένα του πόδι στο κεφάλι  τον ακινητοποιεί. Ο χοίρος ουρλιάζει από την απελπισία και με την πτώση ακόμη περισσότερο.
Με το μαχαίρι στο χέρι αρχίζει η διαδικασία.
Πρώτα κόβει το παχύ στρώμα κρέατος στο κάτω μέρος του λαιμού, ουρλιαχτά τεράστια. Μόλις το μαχαίρι βρίσκει  το λαρύγγι, με μια απότομη δυνατή μαχαιριά  του το κόβει σαν αγγούρι.  Αρχίζει ο επιθανάτιος ρόγχος  και οι συσπάσεις ολόκληρου του κορμιού του. Τα αίματα σχηματίζουν μια μικρή λίμνη. Σε λίγο ακινησία, θάνατος.
Το Γιωργιό παρακολούθησε όλη τη διαδικασία της σφαγής,  τις αντιδράσεις και το μαρτύριο του ζώου. Δεν ήταν η πρώτη φορά, όμως αυτή του φάνηκε πιο σκληρή και πιο βάρβαρη, τον είχε συγκλονίσει. Ορκίστηκε να μη σφάξει ποτέ του ζώο, ούτε όρνιθα.
Οι σκέψεις που τον οδήγησαν στον όρκο ήταν η απάντηση στο ερώτημα, έχουν ψυχή τα ζώα;;  Όλοι λένε ότι δεν έχουν ψυχή και στο κατηχητικό τα ίδια τους λέει  ο παπάς. Είναι, λένε αναγκαία η σφαγή τους για την διατροφή των ανθρώπων και στο κάτω - κάτω αυτά δεν έχουν ψυχή, όπως ο άνθρωπος.
Άντε, βρε ανθρώποι και παπάδες, πού το ξέρετε εσείς, γράφουν κάτι τέτοιο τα Ευαγγέλια ;;
Κι αν, μωρέ, έχουν και αυτά ψυχή, τι ψυχή θα παραδώσετε;;
Για το λόγο αυτό δεν παραβίασε ποτέ τον όρκο του. Ήταν όμως μισός όρκος.
Μωρέ Γιωργιό, όταν τα τρως τα κομματάκια τους ψητά ή βραστά ή σε λουκάνικα, γιατί δε σκέφτεσαι τον όρκο σου;;  
Πέρα από αυτές τις σκέψεις προσέχει τη διαδικασία του ξεκοιλιάσματος και της αφαίρεσης των εντοσθίων.
Μόλις φτάνει  η σειρά να αφαιρεθεί η φούσκα,  επεμβαίνει και εφιστά την προσοχή του χασάπη. 
-      Τη φούσκα, τη φούσκα να μη τρυπήσει.
-      Μη φοβάσαι, θα σου τη βγάλω γω  αμάλαγη – ολόκληρη. Έλα, πάρε τη.
Το Γιωργιό παίρνει χαρούμενος τη φούσκα του χοίρου τους. Γύρω γύρω είναι καλυμμένη με λίπος, θέλει επεξεργασία με αλάτι. Παίρνει μια χαχαλιά – χούφτα αλάτι και αρχίζει να την τρίβει, μέχρι που έφυγε το λίπος και έμεινε μόνο η μεμβράνη.
Παίρνει ένα κομμάτι καλάμι δέκα πόντους μάκρος, ανοιχτό και από τις δύο μεριές. Εφαρμόζει τη μία άκρη στο στόμιο της φούσκας και φυσά μέσα της αέρα, μέχρι Που γίνεται μια μεσαίου μεγέθους μπάλα. Δένει το στόμιο  και είναι έτοιμη  για παιχνίδι.
Η συλλογή είχε επιτυχία. Μάζεψαν δώδεκα φούσκες και κάλυψαν τις ποδοσφαιρικές τους ανάγκες για πολύ καιρό.
Πώς σας φάνηκε, θα μπορούσατε να συμμετέχετε σε μια τέτοια σφαγή;;
56. Η ΓΙΑΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΞΙΓΚΙ
Τα βάσανα του χοίρου δεν τελειώνουν με τη σφαγή του και το κρέμασμα στο τσιγκέλι του σπιτιού.
Η μάνα του Γιωργιού ετοιμάζει  το φαγητό της  γιορτινής ημέρας.
Γεμίζει το στομάχι του χοίρου  με χόντρο ( το σπασμένο από το χειρόμυλο σιτάρι), κάνει  τις αμαθιές.
Τηγανίζει το συκώτι και τα πνευμόνια, βάζει μέσα δεντρολίβανο και στο τέλος  το σβήνει με ξύδι. Λιχουδιά απίστευτης γεύσης.
Μεγάλα κομμάτια βράζουν στο μεγάλο τσουκάλι. Το βραστό είναι το αγαπημένο φαγητό όλων. Μια μυζήθρα, φτιαγμένη από δικό τους γάλα, συμπληρώνει το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.  
Το βραστό είναι έτοιμο και η μάνα του δίδει παραγγελιά.
-      Γιωργιό, βγάλε δυο μεζέδες από το τσικάλι, να τσι πας τση γιαγιάς σου.
Παίρνει ένα πιρούνι, το βουτά στο τσουκάλι και πιάνει ένα μικρό κομμάτι ψαχνό. Το βάζει στο πιάτο. Το ξαναβουτά και  πιάνει ένα μεγάλο κομμάτι που είναι όλο ξίγκι,  με ένα μικρό κομματάκι ψαχνού σε μια άκρη.  Ετοιμάζεται να το ρίξει πίσω, αλλά σταματά. Ένα πονηρό χαμόγελο σκα στα χείλια του. Βάζει και αυτό το κομμάτι στο πιάτο και τρέχει στο σπίτι της γιαγιάς του. Σκέφτεται, τώρα θα σε ταΐσω ξίγκι, που δε μου δίδεις πράμα, άμα σου το ζητώ.
Κακές σκέψεις, αλλά είχε και λίγο δίκιο. Φτάνει και η γιαγιά, κάθεται στην καρέκλα δίπλα στο τραπέζι, δεν μπορεί να σηκωθεί, γιατί πονεί το πόδι της.
-      Γιαγιά, σου φερα βραστό να φας.
-      Να ‘χεις την ευκή μου, παιδί μου. Βάλε το στο τραπέζι να φάω, γιατί πεινώ. Ααα και ήντα θωρώ, μου ‘φερες το μεζέ που μου αρέσει.
Το Γιωργιό δεν καταλαβαίνει για ποιο μεζέ του λέει, αλλά δε θα αργήσει να καταλάβει.
Το πιρούνι κατευθύνεται στο μεζέ με το ξίγκι και με το μαχαίρι κόβει ένα μεγάλο κομμάτι, που αμέσως εξαφανίζεται μέσα στο στόμα της και από εκεί στο στομάχι με ελάχιστη επεξεργασία. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται μέχρι που το ξίγκι έχει φαγωθεί όλο και έχει μείνει μόνο το μικρό κομμάτι ψαχνό. Το μεζέ με το ψαχνό δεν τον άγγιξε, τον άφησε στο πιάτο. Φαίνεται αρκετά ικανοποιημένη και σκουπίζει τα χείλια με μια χρωματιστή υφαντή πετσέτα. Πιάνει το πιάτο και του το δίδει.
-      Πάρε, παιδί μου, το πιάτο και πήγαινε το στο σπίτι σας.
-      Γιαγιά, γιάντα δεν ήφαες τον άλλο μεζέ, που είναι ψαχνό;
-      Δεν έχω αντόδια και δε μπορώ να μασήσω. Μα δε σου είπα πως το ξίγκι είναι ο καλύτερός  μου μεζές;; !!
Κόκκαλο το Γιωργιό, πήγε για μαλλί και βγήκε καράφλας. 
Στο σπίτι τον περίμεναν και όλοι μαζί έφαγαν τα νόστιμα φαγητά. Ήπιαν και κρασί, από το δικό τους από αυτό που και το Γιωργιό είχε συμβάλει στην παραγωγή του. Ήταν πολύ καλό.
Την επόμενη των Χριστουγέννων αρχίζει η επεξεργασία του χοιρινού κρέατος. Τεμαχίζεται σε κομμάτια ανάλογα με τον προορισμό κάθε κομματιού. Θα γίνουν έτοιμα προϊόντα διατροφής για όλη την οικογένεια και για αρκετό χρονικό διάστημα.
Τσιλαδιά – Πηχτή: Γίνεται από τη χοιροκεφαλή.  Τη βράζουν σε μεγάλο τσουκάλι μέχρι το κρέας του να μαλακώσει αρκετά. Αφαιρούν το κρέας και το τοποθετούν  σε πήλινα τσουκάλια με το ζουμί  της βράσης, λίγη αμπερόριζα και άλλα μυρωδικά. Τρώγεται την ημέρα τον Θεοφανίων.
Λουκάνικα: Μικρά κομμάτια από κρέας και λίγο λίπος είναι η πρώτη ύλη προετοιμασμένη κατάλληλα με ξίδι και μυρωδικά. Με αυτό το μείγμα γεμίζουν τα άντερα. Τα τοποθετούν σε μία οριζόντια δοκό στο τζάκι, σε ύψος ενάμιση μέτρο για να στεγνώσουν από τη ζέστη του τζακιού. Σε μια βδομάδα είναι έτοιμα.
Καπνιστό χοιρομέρι: Το λέει και η λέξη. Το μπούτι κόβεται σε κομμάτια και  τοποθετείται σε ένα σημείο του τζακιού, στεγνώνει και καπνίζεται από τους καπνούς της φωτιάς.
Σύγλινα: Κόβουν τα πλευρά του χοίρου σε μικρά κομμάτια, όπως τα παϊδάκια. Τα τηγανίζουν και όπως είναι τα αδειάζουν σε πήλινα κουρούπια – κιούπια. Το λίπος καλύπτει  την επιφάνεια και έτσι συντηρείται για αρκετούς μήνες. Είναι εξαιρετική και δυναμωτική τροφή  για το χειμώνα.
Τσιγαρίδες:  Τα λιπαρά κομμάτια της κοιλιάς. Τα τηγανίζουν και τα τοποθετούν σε πήλινα  κουρούπια και έχουν τον ίδιο τρόπο κατανάλωσης. Συνήθως τηγανιτές με αυγά.
Γλίνα: Το σκέτο λίπος του χοίρου, που είναι  πολύ. Το λιώνουν και το φυλάσσουν  σε κουρούπια. Είναι το βούτυρο για όλες τις χρήσεις. Στο μαγείρεμα και  αλειμμένο στο ψωμί με ζάχαρη.
Η γλίνα χρησίμευε και σε μια άλλη ιδιαίτερη περίπτωση. Όταν ήθελαν να κατηγορήσουν ή  να εκφράσουν  την περιφρόνηση  τους για κάποιο πρόσωπο έλεγαν με νόημα. Αυτός είναι γλίνα.

Καταλάβατε τώρα πώς ένας χοίρος  περίπου εκατό κιλά βάρος, τεμαχίζεται και εξαφανίζεται μέσα  σε κουρούπια, μέσα στα ίδια του τα άντερα και κρεμασμένος στο τζάκι.
Όμως, οι έχοντες και κατέχοντες  θα περάσουν καλά μαζί τους όλο το χειμώνα.
57. ΤΟ ΒΑΤΕΡΛΩ
Καμία σχέση με το Αυτοκράτορα της Γαλλίας Μ. Ναπολέοντα, καμία. Έχει να κάμει με μια σοβαρή ήττα του Γιωργιού, διαβάστε παρακαλώ.
Κάποια βράδια τα κοπέλια που είχαν προϊόντα χοίρου έφερναν  μικρή  ποσότητα, την οποία έτρωγαν σφουγγάτο. Άλλος έφερνε λουκάνικο, άλλος σύγλινα ή τσιγαρίδες. Ορισμένες φορές δεν είχαν αυγά, αλλά δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα. Ήξεραν με κάθε λεπτομέρεια ποιοι κούμοι – ποια κοτέτσια δεν φυλάσσονται καλά και έκαναν τις επιδρομές τους χωρίς να τους πάρει είδηση κανείς. Τις αποστολές αναλάμβαναν οι πιο τολμηροί, εκ περιτροπής.
Το μοιραίο εκείνο βράδυ ο κλήρος έπεσε στο Γιωργιό. Λέει ο Μήτσος:
-      Πήγαινε να φέρεις τρία αυγά, εσείς έχετε όρνιθες.
-      Δεν έχομε, Μήτσο, τα΄βαλε στη κλωσού η μάνα μου. 
-      Άμα δεν έχετε, να πας να κλέψεις από κιανένα κούμο – κοτέτσι. Εμείς έχομε πάει πολλές φορές, εδά είναι η σειρά σου. Μόνο να τρως κατέχεις;;
-      Και πού να πάω ;;
-      Στο κούμο τση Αργυρής, είναι αλάργο – μακριά από το σπίτι.
Με σκυμμένο το κεφάλι αλλά και με χτυποκάρδι παίρνει το δρόμο της ληστείας του κούμου της γειτόνισσάς του. Πλησιάζει με αργά βήματα, σαν της  γάτας, μαλακά και με τις αισθήσεις στο ζενίθ. Πλησιάζει σκυφτός,  μπαίνει στο κοτέτσι, αλλά  είναι σκοτάδι και  δεν βλέπει πού είναι η φωλιά. Προχωρώντας στα τυφλά, σκοντάφτει στο στύλο που είναι οι όρνιθες και αρχίζει το δράμα. Κακαρίζουν και φτερουγίζουν σα δαιμονισμένες, πετάγονται έξω από το κοτέτσι και συνεχίζουν χωρίς σταματημό τα κακαρίσματα.
Πανικόβλητο το Γιωργιό πετάγεται και αυτός απότομα έξω και γίνεται μεγαλύτερη αναστάτωση στα πουλερικά. Φρίκη και απελπισία, φοβάται τη σύλληψη και αλλοίμονο του.  Τα καταφέρνει και λαχανιασμένος φτάνει στην παρέα, χωρίς τα αυγά. Τους διηγείται το περιστατικό και ζητά την κατανόησή τους. Μάταια, τα κοπέλια δεν αστειεύονται. Ο Μήτσος είναι πιο μαλακός, αλλά οι άλλοι δε χαμπαριάζουν από επιείκεια και συχώρεση, οι αποδοκιμασίες πέφτουν βροχή. Λόγια σκληρά και χαρακτηρισμοί ασήκωτοι. Ακούστε μερικούς:
-      Ανίκανε, ατζαμή, μπούφο. Άλλος,
-      Κακομοίρη άχρηστε, έτσα μωρέ την παθαίνουνε οι καλοί κλέφτες ;; Άλλος,
-      Αμέ, δεν ήμαθες πράμα  τόσο καιρό επαέ;  Άλλος,
-      Ούτε μια κλεψά τση προκοπής δε μπορείς, μωρέ, να κάμεις;; Εμένα με πέψατε και ήκλεψα όρνιθα από το κούμο τση Ουρανίας και δε με πήρε κιανείς χαμπάρι και συ, μωρέ, δεν μπορείς να κλέψεις ούτε δυο αυγά ; Μα ξέχασα γω, εσύ κατέχεις μόνο να βόσκεις κούβες.
Τα κοπέλια ξεσπούν σε γέλια και χάχανα. Ο Παυλής τον πλησιάζει και του δίδει  μια  δυνατή καλπαζά,  ζαλίστηκε, μα δε έβγαλε άχνα. Δεν τον πείραξε η καρπαζά, μόνο πως έμαθαν όλοι ότι  έβοσκε κούβες. Μέσα του έβραζε από θυμό για τις όρνιθες. Αύριο θα σφάξω δυο, να βγάλω το άχτι μου. Όμως θυμήθηκε τον όρκο και δε συνέχισε τις απειλές, αλλά κάθε φορά που συναντούσε όρνιθα της έδιδε μια κλωτσά και, αν ήταν μακριά, της πετούσε πέτρες.
Το γεγονός δε συζητήθηκε άλλη φορά. Δεν ξεχάστηκε όμως και γι  αυτό δεν τον έστειλαν άλλη φορά για κλεψιά σε ξένο κούμο.
Καλό αυτό; Όχι βέβαια, αυτό ήταν υποτίμηση, υποβάθμιση ικανοτήτων, ήταν βαρύ το πλήγμα για την υπόστασή του μέσα στο συνδικάτο. Έπρεπε να βρει λύση να αποκατασταθεί το όνομα και η υπόληψή του.
Σκέφτηκε πολύ και βρήκε τη λύση. Ποια;; Υπομονή, θα περάσει καιρός για να μπει σε εφαρμογή το σχέδιο.
58. ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ-ΦΩΤΑ
Πέρασαν χαρούμενα αυτές τις χριστουγεννιάτικες μέρες. Καλό φαγητό και παιχνίδι μπόλικο. Ο φόβος για τους καλικάντζαρους πέρασε και ήρθε η Πρωτοχρονιά.
Πρωί πρωί βάζουν τα καλά ρούχα και όσοι είχαν έβαλαν  παπούτσια  και πήραν δρόμο για την καλή χέρα. Πήγαν στα συγγενικά και φιλικά σπίτια, έλεγαν τα χρόνια πολλά και  έκαναν το ποδαρικό για το καλό του χρόνου. Το κέρασμα και το φιλοδώρημα ήταν η ανταμοιβή τους.
Την παραμονή των φώτων νήστεψαν για να πιουν αγιασμό. Την επόμενη πήγαν στην εκκλησία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, άκουσαν τη λειτουργία με μεγάλη ευλάβεια και μετά τον αγιασμό του νερού ήπιαν  μια κούπα γεμάτη.
Το μεσημέρι  χαράς ευαγγέλια, επιτέλους ήρθε η μέρα  που θα φάνε τη τσιλαδιά του χοίρου. Το μεσημεριανό τραπέζι είναι τίγκα από φαγητά. Ένα πήλινο τσουκάλι τσιλαδιά, ένα πιάτο λουκάνικα ψημένα στα κάρβουνα, μπόλικα σύγλινα σφουγγάτο και ένα μεγάλο κομμάτι ψημένο χοιρομέρι. Η σαλάτα από λάχανο του περιβολιού τους με λάδι από τις ελιές του. Ψωμί  φρέσκο, ψημένο στο δικό τους φούρνο. Φυσικά είχε και κρασί, ήπιαν όλοι τη δόση τους. 
Προσέξετε τη διαφορά με αυτά που ξέρετε. Όλα ήταν δικής τους παραγωγής. Κόπος  και ιδρώτας τους.  Κανένα φαγητό δεν ήταν βιομηχανικό προϊόν, τυποποιημένο και με χημικά συντηρητικά.
Ερώτηση: Στο χθεσινό μεσημεριάτικο τραπέζι σας, πόσα από τα φαγητά ήσαν δικής σας παραγωγής;;
Ψέματα, το αλάτι δεν ήταν δικό τους, αλλά δεν ήταν βιομηχανοποιημένο, ήταν  φυσικό ακατέργαστο προϊόν.   Το έφερναν οι κτηνοτρόφοι από τις παραλίες του Τσούτσουρου, που το έβρισκαν  στις μικρές αλυκές (στα κοιλώματα των βράχων) και σε αντάλλαγμα έπαιρναν άχυρα για τα ζωντανά τους.
59. ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ
Κάθε κατεργάρης στο πάγκο του. Άρχισαν τα κλαδέματα των αμπελιών και στη συνέχεια των ελαιόδεντρων. Εργάτες έκαναν την περισσότερη δουλειά και από κοντά τα αφεντικά. Τα κοπέλια αναλάμβαναν να μεταφέρουν τα κλίματα και τα λιόκλαδα στο σπίτι, φυσικά με τον ηρωικό γάιδαρο. Έκαναν μαζί αμέτρητα δρομολόγια. Τα στοίβαζαν στις αυλές και στους στάβλους μέσα, για να τα έχουν καύσιμη ύλη.
Μετά τα κλαδέματα ακολουθούσε  το όργωμα των χωραφιών με τα ελαιόδεντρα και το σκάψιμο των αμπελιών. Αυτό ήταν ζόρικη δουλειά. Εργάτες με τα σκαπέθια έσκαβαν για πολλές μέρες και για αρκετές ώρες κάθε μέρα. Το μεροκάματο ήταν τριάντα δραχμές, αλλά το ωράριο  ήταν εξαντλητικό, αν και δεν είχαν ρολόι. Άρχιζαν το πρωί με οδηγό τον ήλιο και σχολούσαν με τον ίδιο τρόπο. Είχε πρόχειρο φαγητό το κολατσιό, ελιές,  ρέγκα, κρεμμύδι ,ψωμί και λίγο κρασάκι. Το μεσημεριανό φαγητό ήταν ξερά φασόλια ή ρεβίθια ή κουκιά βραστά και καμιά φορά χόντρος με χοχλιούς. Ορεχτικό ήταν οι  παστές σαρδέλες με  μπόλικο κρασί.

 Προέκταση
Ήρθε η εποχή του ρολογιού. Τέρμα το ρολόι του Θεού, ο Ήλιος. Η ρολόγα της τεχνολογίας  είχε τώρα  το λόγο. Μπήκε τάξη στο εργατικό ωράριο.
Οχτώ η ώρα έναρξη εργασίας, δέκα κολατσό, δώδεκα μεσημεριανό φαγητό και από τις δώδεκα μέχρι τις δύο ανάπαυση. Από δύο μέχρι πέντε δουλειά και πέντε ακριβώς λήξη εργασίας.  Κανένα αφεντικό δεν έφερε αντίρρηση, υποκύψανε αδιαμαρτύρητα.
Δεν ήταν μόνο αυτό. Οι εξελίξεις  στο χωριό ήταν ραγδαίες. Ήρθαν τα κατεψυγμένα, ψάρια και κρέατα στο ψυγείο του μπακάλη και στα παντοπωλεία των γύρω χωριών.
Επιτέλους, πρόοδος και πολιτισμός, να φάνε και αυτοί κανένα κατεψυγμένο, που τα άκουγαν μα δεν τα έβλεπαν. Άνοδος του βιοτικού επιπέδου, έλεγαν  οι τότε κυβερνήτες.
Αυτή η εξέλιξη έφερε αλλαγές και στις διατροφικές συνήθειες των εργατών. Τώρα τέρμα τα κουκιά και τα ρεβίθια. Απαιτούσαν κατεψυγμένα ψάρια ή κρέας  ψητό ή μαγειρευτό. «Απαραιτήτως, διαφορετικά», έλεγαν, «δεν έχει  μεροκάματο, αφεντικό».
Και σε αυτή την αλλαγή υπόκυψαν οι εργοδότες.
Αφού έφαγαν και χόρτασαν τα κατεψυγμένα, άλλαξε το τροπάριο. Ήθελαν φρέσκα ψάρια και φρέσκο κρέας, από το χασάπη. Μερικά αφεντικά αντέδρασαν, αλλά στο τέλος οι εργάτες νίκησαν, για άλλη μια φορά. Εργάτες ενωμένοι ποτέ νικημένοι. Τι σας θυμίζει  αυτό το σύνθημα ;
60. ΥΓΙΕΙΝΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ
Σε όλες αυτές τις διαδικασίες τα κοπέλια έπαιζαν το δικό τους ρόλο σε βοηθητικές εργασίες. Κουβαλούσαν τα φαγητά από το σπίτι στο αμπέλι, το κρασί, το νερό και εκτελούσαν κάθε εντολή που τους έδιδαν. Βοηθός τους ο γάιδαρος, καημένε σύντροφε.
Μετά τα σκαψίματα φρόντιζαν για τη δική τους συμπληρωματική διατροφή. Πήγαιναν στα χέρσα χωράφια και έτρωγαν σανταλίδες, περατζουνάκια, αγογλώσσα, σκούλους και χοντρές αμαντιλίδες.
Δεν άφηναν ήσυχα και τα περιβόλια, δικά τους και ξένα. Λαχανίδες και τσιμούλια τα αγαπημένα τους.  Μεγάλη  τους αδυναμία  οι μπαστανάγλες – τα καρότα, τα έτρωγαν σαν τα κουνέλια.
Όλα τα παραπάνω συμπληρώματα της διατροφής τους τα έτρωγαν αφού πρώτα τα έπλεναν προσεχτικά με μπόλικο νερό … Το πίστεψες εεεε;  Ποιο  πλύσιμο, χριστιανέ μου; Κόψιμο και απευθείας φάγωμα, με ό, τι  αυτά είχαν πάνω τους. Εξαίρεση αποτελούσαν οι μπαστανάγλες - τα καρότα, που τύχαιναν μιας υποτυπώδους καθαριότητας, τράβηγμα ανάμεσα στη χούφτα και όσο χώμα έμενε πήγαινε στο στομάχι. 
61. ΟΙ ΚΑΒΡΟΙ
Το προηγούμενο βράδυ είχαν αποφασίσει να πάνε για καβρούς –  καβούρια, ήταν η κατάλληλη εποχή και τα νερά του ποταμού προσφερόταν για την αλιεία αυτή.
 Το πρωί αγόρασαν από το μπακάλικο ένα  μέτριο κομμάτι παστού μπακαλιάρου. Το έκοψαν σε μικρότερα κομμάτια, τα τύλιξαν σε μια εφημερίδα και ήταν έτοιμα για δόλωμα. Την κατάλληλη ώρα ξεκινούν για τον ποταμό με τα πόδια και σε λίγη ώρα φτάνουν στον προορισμό τους. Κόβουν βούρλα τόσα όσα τα κομμάτια του μπακαλιάρου. Τα μαλακώνουν σέρνοντάς τα πάνω σε ένα ξύλο και τα μοιράζονται για να συμμετέχουν όλοι στην κατασκευή του απαιτούμενου αριθμού δολωμάτων πετονιάς. Τρυπούν με τη μύτη του βούρλου  κάθε κομμάτι μπακαλιάρου και το δένουν καλά. Σε λίγο έτοιμες οι πετονιές, είναι έντεκα και ελπίζουν να πιάσουν αρκετούς καβρούς.
Επόμενο στάδιο είναι να βουτήξουν την πετονιά στο νερό σε βάθος δέκα με δεκαπέντε πόντους  και να δέσουν την άλλη άκρη του βούρλου σε κάποιο χοντρό χόρτο της όχθης του ποταμού. Αφού έγινε και αυτό έπρεπε να περιμένουν τα αποτελέσματα.
Σ΄ αυτό το σημείο πρέπει να μάθετε τον τρόπο που έπιαναν τα καβούρια. Ο αλμυρός παστός μπακαλιάρος έχει μια μυρωδιά που γίνεται αντιληπτή από τα καβούρια. Με οδηγό τη μυρωδιά κατευθύνονται στο μπακαλιάρο και όταν φτάνουν γαντζώνονται πάνω του και με τις δυο δαγκάνες τους αρχίζουν να τρώνε. Όταν είναι γαντζωμένοι πάνω  τότε είναι η κατάλληλη στιγμή να πιαστεί με το χέρι. Θέλει όμως προσοχή γιατί αν δεν πιαστεί με καλό τρόπο μπορεί να δαγκώσει  το  χέρι ή κάποιο δάχτυλο και ο πόνος είναι αρκετά δυνατός και δε ξεμπλέκεις εύκολα από τις δαγκάνες του.
Δεν περνά πολλή ώρα και από το τράβηγμα του κάβουρα να κόψει κομματάκια μπακαλιάρου τραβά την πετονιά και  κουνιούνται τα χόρτα που είναι δεμένη. Τότε  ξαπλώνουν χάμω, μπρούμυτα  και βλέπουν τον κάβουρα που είναι γαντζωμένος και τρώει το μπακαλιάρο.
Βλέπουν ότι πέντε πετονιές έχουν πελάτη και καθένας αναλαμβάνει να πιάσει τους καβρούς της δικής του περιοχής. Ο Μήτσος είναι ο αρχηγός της αποστολής και δίδει το σήμα να ξεκινήσουν.
-      Νικολή, πιάσε τσι δυο  πρώτες. Εσύ,  Στελιανέ, τσι άλλες δυο και εγώ την άλλη. Να προσέχετε να μη σας σε δαγκάσουνε και αρχίσετε τσι φωνές.
Όλοι ξαπλώνουν και βουτούν τα χέρια στο νερό. Η πρώτη προσπάθεια στέφθηκε από επιτυχία, τρία καβούρια πιάστηκαν και πετάχτηκαν έξω. Τα πιάνουν και τα βάζουν στο καλάθι και το σκεπάζουν με ένα πανί για να μη φύγουν.
Η επόμενη προσπάθεια δεν είναι πετυχημένη για το Γιωργιό. Έσφαλε στο πιάσιμο και σε χρόνο μηδέν ο κάβουρας βρίσκεται γαντζωμένος πάνω στο χέρι του και στο μεγάλο δάχτυλο. Το βγάζει  έξω από το νερό και προσπαθεί να απαλλαγεί από τον εχθρό.
-      Με δάγκασε ο αναθεματισμένος, βοήθεια. Δεν μπορώ να τόνε βγάλω από τη χέρα μου.
-      Περίμενε και έρχομαι, λέει ο  Μήτσος
-      Κάνε γερά γερά- γρήγορα γρήγορα, γιατί θα με κομμαθιάσει.
-      Ωχ, κακομοίρη, σε έχει πιάσει η τούρκικη χαχάλα ( η μεγάλη)  και θα ζοριστούμε να τονε ξεκολλήσουμε.
-      Άσε τσι θεωρίες, Μήτσο, και βγάλε το τσακάκι να τονε μαχαιρώσεις, γιατί δε βαστώ τον πόνο.
-      Σιγά τον πόνο, το καβρό μωρέ φοβάσαι ; Ήντα άντρας είσαι συ, πώς θα πας στο πόλεμο με τσι Τούρκους, άμα είσαι φοβητσάρης ;
Πλησιάζει ο Μήτσος , τον πιάνει από το καβούκι   και με μαεστρία του δίδει μια μαχαιριά στην κοιλιά και σέκος ο καβρός. Το χέρι του Γιωργιού τρέχει αίμα, μα δε πονάει πια. Ξεπλένει το αίμα στο νερό του ποταμού και πάνω στη λαβωματιά, λίγη ποταμίσια λάσπη για επίδεσμο.
Έπιασαν  συνολικά δώδεκα καβρούς.
Το βράδυ άναψαν φωτιά, έριξαν πάνω στα κάρβουνα και τρεις που ήταν ζωντανοί   άρχισαν να χορεύουν  το χορό … του Ζαλόγγου.
Ψημένοι πια άρχισε  το φαγοπότι, είχαν και λίγο κρασάκι απόθεμα από άλλη περίπτωση.
Το Γιωργιό διάλεξε το καβρό που τον είχε δαγκώσει. Πρώτα έφαγε την τούρκικη χαχάλα και μετά τη ελληνική (τη μικρή). Τέλος βγάζει το καβούκι και τρώει τα υπόλοιπα φαγώσιμα μέρη.


















ΚΑΒΡΟΣ Αριστερά η τούρκικη χαχάλα και δεξιά η ελληνική





62. ΟΙ ΑΣΚΟΡΔΟΥΛΑΚΟΙ
 Μαστόρευε το τσουρί  και το τιμόνι του στην αποθήκη και ήταν αφοσιωμένος στο έργο αυτό. Είχε σελώσει - στραβώσει το τσέρκι και το συρμάτινο τιμόνι. Το επισκεύαζε μέχρι που άκουσε τη φωνή της μάνας του.
-      Γιωργιό, πήγαινε, παιδί μου,  στο χωράφι,  να  βγάλεις ασκορδουλάκους - βολβούς να τσι μαγερέψουμε.
-      Καλά, θα πάω άμα τελειώσω. Πού είναι η σκαλίδα ;
-      Στην αποθήκη, πάρε και ένα τσουβάλι. 
 Χωρίς άλλη καθυστέρηση ξεκίνησε για να εκτελέσει το θέλημα της μάνας, αλλά του άρεσαν και εκείνου οι ασκορδουλάκοι. Στα  κοντινά χωράφια θα βρει μπόλικους, είναι βέβαιος.
Σε ένα από αυτά εντοπίζει αρκετούς και το διπλανό είναι γεμάτο. Με δυο ή τρεις σκαλιδιές τούς βγάζει  έναν-έναν και τους βάζει στο τσουβάλι. Πολλές φορές είναι πολλοί μαζεμένοι, οπότε τελειώνει γρήγορα η εργασία αυτή. Έχει μαζέψει μισό τσουβάλι, μέχρι  δεκαπέντε οκάδες. Με το τσουβάλι στον ώμο γυρίζει στο σπίτι και τους παραδίδει στη μάνα του. Εισπράττει μπόλικες ευχές.
-      Μπράβο, το αντράκι μου, έχε την ευκή μου, κάτσε να τσι καθαρίσεις,  να στέσω  το τσικάλι να μαγερέψω.
-      Καλά, μα την νταχινή - το πρωί θα πάω να βγάλω πολλούς να τσι πουλήσω στο παζάρι.
-      Και ήντα θα κάμεις τσι παράδες;
-      Θα πουσουνίσω - θα αγοράσω ένα αρνάκι να το μεγαλώσω.  Άμα γενεί  δεκαπέντε οκάδες θα το πουλήσω  να πάρω τρία. Ετσά  αγάλια - αγάλια – σιγά  σιγά  θα κάμω ολόκληρο κουράδι – κοπάδι.
-      Ξάσου – κάμε ό, τι θες.
Κάθε μέρα πηγαίνει στα χωράφια και σκάβει με τις ώρες. Σε πέντε μέρες έχει γεμίσει δυο τσουβάλια μέχρι τριάντα οκάδες το καθένα. Μια Πέμπτη  φορτώνουν το γάιδαρο και μαζί με τον πατέρα του πηγαίνουν στο παζάρι του Ασημιού.
Οι ασκορδουλάκοι είναι περιζήτητοι από τους εμπόρους και δεν αργούν να τους πουλήσουν. Πάνε στο στέκι που πουλούν τα διάφορα ζώα. Ο πατέρας του διαλέγει ένα μικρό αρνάκι, που μόλις έχει  αρχίσει να τρώει χορταράκι.
Στην επιστροφή το Γιωργιό είναι καβάλα στο γάιδαρο και στα χέρια κρατεί το αρνάκι του. Στη διαδρομή σκέφτεται και ονειρεύεται το πολλαπλασιασμό των αρνιών και φτάνει να είναι βέβαιος ότι  σε τρία με  τέσσερα χρόνια θα έχει το κοπάδι του με τουλάχιστον πενήντα πρόβατα. Γάλατα, τυριά, μυζήθρες, ξινόγαλα και βούτυρα από τη τσίπα του βρασμένου γάλα. Όλα αυτά  θα τον έκαναν πλούσιο. Αμέ, τα μαλλιά από τις κουρές, πού τα πάς κι αυτά. Όλοι αγοράζουν για να κάνουν μάλλινα υφάσματα και πατανίες.  Οι μισές γυναίκες  ξαίνουν μαλλιά, με το αδράχτι και τη ρόκα τα κάνουν κλωστή και την τυλιγαδιάζουν με την ανέμη. Τα ανυφαντήρια- οι αργαλειοί  δε σταματούν να δουλεύουν.  Όλη μέρα ντούκου  - ντούκου, κρακ - κρακ, με  τα εργαλεία τους και με την τέχνη των γυναικών  υφαίνουν  μέτρα ολόκληρα από  πολύχρωμα χράμια μέχρι ξομπλιαστές  πατανίες  και ό, τι άλλο βάλει ο νους σου. 
Όνειρα και σχεδιασμοί που πρώτη φορά πέρασαν από τη σκέψη του. Πρώτη φορά σκέφτεται καπιταλιστικά, χωρίς να ξέρει τι είναι αυτός ο καπιταλισμός. Αργότερα θα μάθαινε και θα ένιωθε στο πετσί του το πραγματικό νόημα του όρου.
Το αρνάκι μεγάλωνε κάθε μέρα και βάραινε από την πολλή περιποίηση και το τάϊσμα με κάθε λογής τροφές και μπόλικο νερό. Σε  δυο μήνες έγινε εικοσιπέντε οκάδες, έτοιμο για πούλημα.

Προέκταση
Το αρνί πουλήθηκε μια Πέμπτη στο παζάρι. Εν τω μεταξύ τα όνειρα του Γιωργιού ξεθύμαναν και έκαμε διαφορετικά πράματα. Αγόρασε ένα αρνί εφτά οκάδες να το φάνε τη λαμπρή ψητό στο φούρνο με πατάτες. Αγόρασε παπούτσια, παντελόνι και ένα καλό πουκάμισο. Από τα υπόλοιπα λεφτά κράτησε λίγα για χαρτζιλίκι και τα άλλα τα έδωσε στο πατέρα του να αγοράσει πράματα για το σπίτι και παντόφλες για τη μάνα του.
Ήταν η πρώτη φορά που πρόσφερε βοήθεια στην οικογένειά του, από λεφτά που έβγαλε με το δικό του κόπο. Ένιωθε ικανοποίηση και αυτή τον οδηγούσε στην ωρίμανση της σκέψης και των αισθημάτων. Βέβαια είχε πολλή δρόμο ακόμα, τουλάχιστο άλλα εννιά χρόνια, όπως αποδείχθηκε στην πράξη.
63. Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ
Τα κοπέλια είναι μαζεμένα στη μουρνιά, κοντεύει μεσημέρι. Το Γιωργιό  είχε πάει στο μπακάλη και είχε αγοράσει καραμέλες με το χαρτζιλίκι που είχε από τους ασκορδουλάκους. Η  συζήτηση είχε ανάψει για το χθεσινό ποδοσφαιρικό αγώνα  και ξαφνικά ακούγεται ένας  δυνατός πυροβολισμός. Κοιτάζονται, μα δεν καταλαβαίνουν τι έχει συμβεί.
Τρέχουν προς το μέρος που ακούστηκε ο πυροβολισμός και τι να δουν; Δύο Χωροφύλακες με τα όπλα στο χέρι μόλις έχουν σκοτώσει το σκύλο ενός χωριανού, που κείτεται χάμω πλημμυρισμένος στα αίματα.
Οι Χωροφύλακες βάζουν τα όπλα στον ώμο χαιρετούν και κατευθύνονται σε άλλο σπίτι. Τα κοπέλια τούς ακολουθούν και από περιέργεια ρωτούν,
-      Να σκοτώσετε θέλει και άλλους σκύλους;
-      Όλους τους σκύλους θα τσι σκοτώσουμε.
-      Γιάντα θα τσι σκοτώσετε, ήντα εκάμανε;
-      Είναι επικίνδυνοι για τη δημόσια υγεία. Είναι μολυσμένοι από λύσσα και εχινόκοκκο. Η διαταγή ήρθε από την Ανωτέρα (Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής) και δε θα γλυτώσει κιανείς - κανείς. 
 Δεν πολυκαταλαβαίνουν από τέτοια και συνεχίζουν να ακολουθούν τους Χωροφυλάκους από σπίτι σε σπίτι και είναι παρόντες στις εκτελέσεις των σκύλων. Οι ιδιοχτήτες έφερναν αντιρρήσεις, μα όταν άκουγαν πως η διαταγή ήρθε από την Ανωτέρα συμμορφωνόνταν και έφερναν τους σκύλους. Χωρίς δισταγμό τούς πυροβολούσαν και οι σκύλοι έβγαζαν μια κραυγή παραπονιάρικη και πόνου, στο βλέμμα τους  φαινόταν καθαρά η απορία γι’ αυτό που τους συνέβαινε. Κοιτούσαν το αφεντικό σαν να ήθελαν να του πουν, γιατί, αφεντικό;;;
Πέρασαν από όλα τα σπίτια και το ίδιο επαναλήφθηκε με όλους τους σκύλους.
Με τα όπλα στους ώμους  ετοιμάζονταν να φύγουν, όταν θυμήθηκαν πως ένας ακόμα χωριανός είχε σκύλο. Ήταν ο θείος του Γιωργιού που είχε σπίτι στο δυτικό άκρο του χωριού. Με γρήγορα βήματα κατευθύνονται και σε λίγο φτάνουν και δίδουν τη διαταγή
-      Κουμπάρε, φέρε το σκύλο σου. Ήρθε διαταγή να σκοτώσουμε όλους τσι σκύλους σε όλα τα χωριά.
-      Μα ο δικός μου δεν είναι αρρωστάρης.
-      Η διαταγή τσι Ανωτέρας δε λέει να σκοτώσουμε μόνο τσι αρρωστάρηδες, λέει όλους, κατάλαβες; Άντε, φέρε το σκύλο γερά - γερά – γρήγορα-γρήγορα γιατί  έχομε να πάμε και σε  άλλα χωριά.
 Συμμορφώθηκε με τη διαταγή και έφερε το σκύλο, ήταν ο αγαπημένος του. Τον δένει στη ρίζα μιας χοντρής ελιάς και αρχίζει η διαδικασία της εκτέλεσης. Γεμίζουν τα όπλα, σημαδεύουν και πυροβολούν. Ο σκύλος κεραυνοβολείται, τρέχουν αίματα από το σώμα του, κοιτάζει και αυτός με απορία το αφεντικό, που κρύβει το πρόσωπό του με τα χέρια για να μη βλέπει. Όμως ο σκύλος δεν ψοφά, έχει κάτσει στα πισινά πόδια, στηρίζεται με τα μπροστινά και με το κεφάλι σκυμμένο ελαφρά, κλαίει παραπονιάρικα, δεν καταλαβαίνει σε τι έφταιξε.
Οι εκτελεστές απορούν που έφαγε δυο σφαίρες και δεν ψόφησε. Ξαναγεμίζουν τα όπλα και πυροβολούν. Οι σφαίρες διαπερνούν το σώμα του και καρφώνονται στο κορμό της ελιάς. Ο σκύλος  πέφτει  κάτω αλλά δεν έχει ψοφήσει, κλαίει και απορεί.
Ο θείος του Γιωργιού λέει στους χωροφύλακες να μην του ρίξουν άλλες, να τον αφήσουν να ψοφήσει. Είναι ανένδοτοι, η διαταγή το λέει ξεκάθαρα, να τους σκοτώσουν. Ο θείος κλαίει, οι χωροφύλακες ψυχροί και ανένδοτοι  ετοιμάζονται για την τελευταία πράξη. Αυτή τη φορά αποτελειώνουν το θύμα τους.  
Τα κοπέλια μένουν για λίγη ώρα και μετά φεύγουν με τη λύπη ζωγραφισμένοι στα πρόσωπά τους. Με αυτά τα σκυλιά έπαιζαν και έκαναν παρέα καθημερινά. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν την αιτία του σκοτωμού, δεν καταλάβαιναν από λύσσες και εχινόκοκκους.
Αυτοί αγαπούσαν τους σκύλους, όλους τους σκύλους.
Αγαπούσαν όλα τα ζώα της καθημερινότητάς τους και δεν  ξεχώριζαν αν ήτανε γάιδαροι, φοράδες, άλογα, μουλάρια, αγελάδες, κατσίκες ή πρόβατα.
Αγαπούσαν όλα τα ζώα και τις γάτες.
Στο Γιωργιό έμειναν οι εικόνες των εκτελέσεων και δεν ξέχασε ποτέ το μαρτύριο του σκύλου του θείου, αλλά και του ίδιου του θείου του, που πήρε αγκαλιά  το σκοτωμένο σκύλο και  μοιρολογούσε…
Εκείνος ο σκύλος δεν ήθελε να πεθάνει, η διαταγή όμως ήταν από την Ανωτέρα και όπως λένε «Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα»,  μόνο που σε αυτή την περίπτωση  ταιριάζει « διαταγή από την Ανωτέρα  και τα σκυλιά σκοτωμένα».




64. Η  ΛΑΜΠΡΗ
Πλησιάζει το Πάσχα, είναι Μεγαλοβδομάδα, και τα κοπέλια προγραμματίζουν τις δραστηριότητες, για να είναι έτοιμοι τις επόμενες μέρες. Και έχουν πολλά να κάμουν.
Ακολουθήστε τους να δείτε την διεκπεραίωση των προγραμματισμένων δραστηριοτήτων τους..

Μεγάλη Δευτέρα
Καθένας χωριστά  συγκεντρώνει τις πρώτες ύλες για την κατασκευή των πυρομαχικών  της Λαμπρής. Τα πλακατζίκια – τα βαρελότα. Ξεχώνουν το μπαρούτι που είχαν συγκεντρώσει από τις σφαίρες (θυμάστε;). Πηγαίνουν στους κυνηγούς και παίρνουν συμπλήρωμα, όσοι δεν είχαν αρκετή ποσότητα.
Το Γιωργιό δε θυμάται από πού προμηθεύονταν το φυτίλι του δυναμίτη που χρησιμοποιούσαν για να πετύχουν την εκπυρσοκρότηση. Όμως πάντα είχαν την αναγκαία ποσότητα φυτιλιού δυναμίτη.
Από τον  μπακάλη αγόρασαν με αυγά, λάδι ή στάρι ή με λεφτά όσοι είχαν, δυο με τρία φύλλα μπλε κόλλας, χαρτί  με το οποίο έντυναν, τότε, τα τετράδια και τα βιβλία τους.
Το απόγευμα άρχισε η κατασκευή. Καθένας έφτιαξε τα δικά του. Όμως πολλά κοπέλια ήθελαν να τους φτιάξει μερικά το Γιωργιό, είναι ο καλύτερος κατασκευαστής, τα πλακατζίκια του κάνουν τον πιο δυνατό κρότο, σα να είναι χειροβομβίδες. Έχει αναπτύξει δικής του έμπνευσης τεχνολογία, απλή και αποτελεσματική. Η αλευρόκολλα είναι το μυστικό του.
Το Γιωργιό κόβει όλες τις κόλλες σε μικρότερα στενόμακρα κομμάτια και φτιάχνει την αλευρόκολλα. Τοποθετεί τα υλικά σε ένα τραπέζι και αρχίζει.
Κάθε μικρό κομμάτι κόλλας και ένα πλακατζίκι σε σχήμα τριγώνου σφιχτά τυλιγμένο, για να έχει αντίσταση το μπαρούτι και να κάνει τον απαραίτητο κρότο.
 Μετά το πρώτο δίπλωμα του χαρτιού μπαίνει η ποσότητα μπαρουτιού, περίπου μιας κουταλιάς της σούπας. Δυο δίπλες ακόμα, μετά απλώνει αλευρόκολλα στο υπόλοιπο χαρτί και ολοκληρώνει το τρίγωνο. Το πλακατζίκι είναι έτοιμο να δεχτεί τον εκρηκτικό μηχανισμό, το φυτίλι του δυναμίτη που γίνεται μετά την ολοκλήρωση όλων των κομματιών.

Εξήγηση
Με την αλευρόκολλα κολλούσε το διπλωμένο χαρτί και γινόταν πιο συμπαγές. Επομένως, για να διασπαστεί κατά την έκρηξη χρειαζόταν περισσότερη πίεση από τα αέρια του μπαρουτιού και γι’ αυτό ο πιο ισχυρός κρότος. Το Γιωργιό είχε εφαρμόσει την προηγούμενη Λαμπρή την ιδέα του και δεν την είχε αποκαλύψει σε κανένα. Ευρεσιτεχνία είναι αυτή και άξιζε πολλά. Όλοι τον παρακαλούσαν να τους δείξει να τα φτιάχνουν και αυτοί ή να τους τα φτιάχνει εκείνος. Δεν τους έκανε το χατίρι την προηγούμενη Λαμπρή.
Αφού ολοκλήρωσε την κατασκευή, άνοιξε τρύπες στο ένα πλαϊνό κάθε κομματιού μέχρι το σημείο που ήταν το μπαρούτι. Έκοψε το φυτίλι του δυναμίτη στις σωστές  διαστάσεις και τα εφάρμοσε στις τρύπες. Έτοιμα  για τον πασχαλινό … πόλεμο.
Για να μη μένουν κενά στην ενημέρωσή σας, συνεχίζεται η περιγραφή της κατασκευής. Για την εκπυρσοκρότηση χρειαζόταν ένα σπίρτο. Το κεφάλι του σπίρτου εφαρμοζόταν πάνω στο φυτίλι και όταν άναβε το σπίρτο έπαιρνε φωτιά το φυτίλι και αυτό μετέδιδε τη δική του φωτιά στο μπαρούτι και  έσκαζε το πλακατζίκι. Βέβαια, έπρεπε να πεταχτεί σε ασφαλές μέρος πριν την εκπυρσοκρότηση, για την αποφυγή τραυματισμού.
 Σε δυο ώρες είχαν τελειώσει και όλα τα κοπέλια κατασκευαστές. Βέβαια σε μερικά παιδιά δεν άρεσαν τα πλακατζίκια και δεν είχαν απασχόληση για την κατασκευή τους.
Λίγο πριν βραδιάσει μαζεύτηκαν στη μουρνιά και συζητούσαν για την εξέλιξη της κατασκευής των  πυρομαχικών. Άλλα είχαν τελειώσει και άλλα θα συνέχιζαν την επόμενη. Το Γιωργιό τους ανακοινώνει ότι έχει τελειώσει. Τότε άρχισαν τα παρακάλια να φτιάξει και σ΄ αυτούς λίγα με τη δική του τεχνολογία. Ανένδοτος, είχε το σχέδιό του.

Διάλογος
-      Εδά που ξετέλεψες – τελείωσες με τα δικά σου να μου κάμεις και μένα κιαμιά δεκαρά πλακατζίκια; λέει ο Πανάγος.
-      Όι δε θα σου κάμω, απαντά με σταθερή φωνή.
-      Εμένα όμως θα μου κάμεις, είμαι ο καλύτερός σου φίλος, λέει το Γιωργουλιό.
-      Ούτε εσένα θα κάμω
-      Εμένα που είμαι ο αρχηγός τσι ομάδας σου; ρωτά ο Παυλής.
-      Σε κιανένα σας δε κάνω πράμα και κατέχετε γιάντα; Για θυμηθείτε, μωρέ, το ξεγηβέντισμα – το ξεφτίλισμα που μου κάματε που δε κατάφερα να κλέψω τα αυγά από το κούμο τσι Αργυρής; Το ξεχάσατε, μωρέ, και θέλετε να σας σε κάμω πλακατζίκια; Αμέ το άλλο, με θεωρήσατε άχρηστο και δε με ξαναπέψατε για κλεψά, λίγο πράμα είναι αυτό;
Ακούνε οι άλλοι, είναι σύνολο εφτά, και κατανοούν την άρνηση και το θυμό του Γιωργιού.
-      Καλά, μη κάνεις ετσά, θα σε βάλομε  στη κλεψά, μα άμα δεν πετύχεις πάλι, να μη ρίξεις απάνω μας το φταίξιμο. Αυτές οι δουλειές είναι σοβαρές και δεν πρέπει να πιαστούμε, κατάλαβες μωρέ ; Θα πάμε φυλακή.
-      Καλά, μα δε με φτάνει αυτό. Θέλω να σκύψετε να σας σε δώσω μια κλωτσά.
-      Έ  όχι, μωρέ, πώς θα κάτσομε να μας σε δώσεις κλωτσά, άμε μωρέ στο διάολο εσύ και τα πλακατζίκια σου, λένε τρεις με τέσσερις μαζί.
Δεν περίμενε αυτή την αντίδραση και για να μη χάσει εξολοκλήρου το παιχνίδι της εκδίκησης, συμφωνεί με έναν όρο. Να τον αναβαθμίσουν ολοκληρωτικά, να πάρει τη θέση που του άξιζε και να μην είναι σκληροί απέναντί του.
Συμφώνησαν και εκείνος τους έφτιαξε από πέντε πλακατζίκια και τους έδειξε τον τρόπο κατασκευής.

Μεγάλη Τρίτη
Το πρωί συγκεντρώνονται και ξεκινούν για τα λιόφυτα. Θα μαζέψουν λιόκλαδα για τη φουνάρα - τη μεγάλη φωτιά τη βραδιά της Ανάστασης του Κυρίου.
Όλη μέρα γυρίζουν και μαζεύουν αρκετά.

Μεγάλη Τετάρτη     
Και σήμερα με την ίδια δουλειά ασχολούνται. Μερικοί πάνε στα σπίτια που έχουν στις αυλές συγκεντρώσει πολλά λιόκλαδα και κουτσούρες από το κλάδεμα των αμπελιών, ζητούν και τους δίδουν όλοι  από λίγα μα αρκετά για να ολοκληρώσουν το σωρό για τη φουνάρα.
Το βράδυ πάνε στην εκκλησία, ανάβουν κερί,  σταυροκοπιούνται και με κατάνυξη παρακολουθούν τη λειτουργία.

Μεγάλη Πέμπτη
Σήμερα είναι πιο δύσκολα.
Το Γιωργιό είναι σήμερα ελεύθερος αλλά με περιοριστικούς όρους. Η μάνα του θα βάψει τα αυγά και θέλει βοήθεια για δυο με τρεις ώρες. Του το ανακοινώνει μετά το πρωινό γάλα.
-      Σήμερο θα με βοηθήσεις να βάψω τα αυγά. Θα μου μαζώξεις φυλλαράκια από τα λουλούδια, τη μαντζουράνα, το βασιλικό, το βάρσαμο – το δυόσμο και από αμολόχα- μολόχα. Ύστερα θα φέρεις ξύλα, να ανάψεις φωθιά να βράσεις το νερό. Εγώ θα πλύνω τα αυγά και θα τα τυλίξω  με πανί, για να βγούνε τα ξόμπλια από τα φύλλα των λουλουδιών.
Τα αυγά βάφτηκαν και τα ξόμπλια - τα σχέδια από τα αποτυπώματα των φύλλων ήταν καταπληκτικά. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το φαινόμενο και το απόδιδε στις ικανότητες της μάνας του.
Η Μεγάλη Πέμπτη είχε και συνέχεια. Έστησαν πάλι το τσουκάλι στη παραστιά να ζεσταθεί νερό και με αλεύρι δικό τους να γίνει η ζύμη για  τα καλιτσούνια και τα αυγοκούλουρα.
Στο σοφρά η μάνα άνοιγε φύλλα με τον πλάστη και σε λίγη ώρα είχε έτοιμα τα καλιτσούνια γεμισμένα με μυζήθρα που  έφτιαξαν την προηγούμενη μέρα με  γάλα από τις κατσίκες τους.
Τα καλιτσούνια είχαν δύο σχήματα. Τα λυχναράκια (στρογγυλά σαν το λύχνο) και οι παπούτσες (μεγάλο σχήμα διαστάσεων  δέκα  επί εφτά πόντους) Και τα δύο σχήματα ήταν παραγεμισμένα με μπόλικη λαχταριστή μυζήθρα.
Μετά τα καλιτσούνια ήταν η σειρά για τα αυγοκούλουρα. Στενόμακρο σχήμα και στη μια άκρη ένα κόκκινο αυγό.
Το Γιωργιό είχε αναλάβει το άναμμα του φούρνου. Με λιόκλαδα και κουρμούλες έκανε καλή δουλειά. Η μητέρα του πάνισε το εσωτερικό και έβγαλε τα αποκαΐδια από τα καμένα ξύλα. Έβαλε τα ταψιά και σε λίγη ώρα τα ξεφούρνισε. Ήταν έτοιμα.
Ο βοηθός φούρναρη δεν το κούνησε ρούπι από το φούρνο. Κάτι περίμενε και δεν άργησε να το αποκτήσει.
Παρά το γεγονός ότι τον είχε ταράξει η νηστεία, κρατούσε ηρωικά, επειδή οι οδηγίες της μάνας για τη νηστεία ήταν απαραβίαστες. Όχι λεριά  τη Μεγαλοβδομάδα (τα μη νηστήσιμα είδη όπως κρεατικά, αυγά, γάλα και τυριά).
Όμως η ίδια παραβίαζε τον κανόνα τη Μεγάλη Πέμπτη. Βλέποντας τη λαχτάρα των κοπελιών της για τα ευωδιαστά καλιτσούνια, έκανε  μια υποχώρηση και τους έδιδε  από ένα καλιτσουνάκι  και τους μοίραζε και μια παπούτσα. Ναι, τη Μεγάλη Πέμπτη. Μάνα ήταν αυτή και καταλάβαινε πού και πότε έπρεπε να υποχωρήσει. Εξάλλου για ποια αμαρτία μιλούμε, όταν πρόκειται για κοπέλια, αγνά και άδολα.       
Το βράδυ πάλι εκκλησία, σταυροκόπι και άγιος ο Θεός. Απόψε ήταν τα δώδεκα ευαγγέλια και η λειτουργία άργησε να τελειώσει. Ξεπατώθηκε στην ορθοστασία, αυτός και τα άλλα κοπέλια.



Μεγάλη Παρασκευή
Σήμερα οι γυναίκες θα στολίσουν τον επιτάφιο και ήξεραν ότι τα κοπέλια θα μαζέψουν λουλούδια από τον κάμπο, συμπλήρωμα στα δικά τους από τις αυλές των σπιτιών.
Η συνάντηση είχε κανονιστεί από την προηγούμενη. Θα πήγαιναν στις βάγκες στο Πυργιανό Καμαράκι, να μαζέψουν μανουσάκια και από τα χωράφια μαχαιρίδες.
Με τα πόδια αλλά με μεγάλο κέφι ξεκινούν για μια απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων. Δεν σκέφτονται καθόλου την απόσταση, γι αυτούς είναι σα χάπι.
Σε χρόνο ρεκόρ μαζεύουν πολλές αγκαλιές και παίρνουν το δρόμο της επιστροφής. Κάποιος σιγοτραγουδά μια μαντινάδα, αλλά οι άλλοι τον επαναφέρουν στην τάξη με ευγενικό τρόπο!!
-      Σκάσε μωρέ, σήμερο που θάψανε το Χριστό βρήκες να τραγουδήσεις.
-      Εξέχασά το, κακομοίρη μου.
Και σταματά αμέσως.
Πηγαίνουν κατευθείαν στην  εκκλησία και παραδίδουν τα λουλούδια. Τα μανουσάκια μύριζαν έντονα, σπούσαν μύτη κυριολεκτικά.
Εισπράξανε τις ευχαριστίες των γυναικών, μα δεν έφυγαν. Τους άρεσε να χαζεύουν το στόλισμα. Ένα-ένα  τα ξύλινα μέρη του Επιταφίου  καλύπτονταν με τα λουλούδια και στο τέλος δεν μπορούσαν να μη θαυμάσουν τη απαράμιλλη τεχνική στολίσματος των γυναικών.
Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής ήταν πανηγύρι για τα κοπέλια. Απόψε θα ψάλουν τα Πάθη του Χριστού.
Όλοι οι χωριανοί στην εκκλησία. Με τα καλά τους πηγαίνουν στην εκκλησία, ανάβουν το κερί, προσκυνούν και στέκονται ευλαβικά στη θέση τους.
Τα κορίτσια του χωριού είναι χωρισμένα σε ομάδες από δύο ή τρία μαζί σε κύκλο γύρω από τον επιτάφιο, κρατούν στα χέρια τους  τα μικρά βιβλιαράκια. Κάθε ομάδα ψέλνει μια στάση ( μια παράγραφο) συνεχίζουν οι επόμενες μέχρι το τέλος.
Το Γιωργιό κάθε Μεγάλη Παρασκευή περίμενε με αγωνία και κατάνυξη ένα συγκεκριμένο ανάγνωσμα από τα πάθη. Εκείνη τη βραδιά το έψαλε η Δημητρούλα με την αδερφή της, ήταν οι καλύτερες, με υπέροχες μελωδικές φωνές, φαίνεται πως είχαν πάρει από τον πατέρα τους, που ήταν ο ψάλτης του χωριού.  
Την ώρα που η Δημητρούλα με την αδερφή της άρχισαν το «Ωωωωω γλυκυυυυύ μου έεεεεαρ γλυκυυυύτατό μου τεεεεέκνον  που σε΄ θρεψεεεε το μάααανα ….» το Γιωργιό  ανατρίχιασε από συγκίνηση, πέταξε  στα ουράνια μαζί με τους αγγέλους, κοντά στο Χριστό και καταριόταν τους δράστες της σταύρωσης του Χριστού.
Όμως και οι άλλες κοπελιές έψαλλαν μελωδικά τα δικά τους κομμάτια και η όλη  διαδικασία των παθών κρατούσε σε κατάνυξη τους χωριανούς.
Ο παπάς ανεβοκατέβαζε το θυμιατό με τα κρεμασμένα κουδουνάκια και ο καπνός από το καμένο λιβάνι σκορπούσε τη δική του μυρωδιά, που πήγαινε ασορτί με το πνεύμα της βραδιάς. 
Στο τέλος της λειτουργίας τα κοπέλια συνεννοούνται για την αυριανή ημέρα. Κανονίζουν τις παρέες που θα πουν τα Πάθη και μοιράζουν τα χωριά. Η παρέα του Γιωργιού θα πάει στα χωριά Βελούλι, Αποίνι και Σωκαρά.

Μεγάλο Σαββάτο
Το πρωί μαζεύονται και ξεκινούν με τα πόδια να πάνε στα χωριά να πουν τα Πάθη. Έχουν φτιάξει ένα μικρό ξύλινο σταυρό στολισμένο με λουλούδια. Κρατούν ένα μπιτόνι για το λάδι και δυο καλάθια για τα αυγά και τα κατσοχοιράκια ( μικρά τυράκια σε μέγεθος ανδρικής γροθιάς).
Πρώτα πηγαίνουν στο Βελούλι, κατοικείται από πρόσφυγες της Μικράς  Ασίας, ευγενικούς και πρόσχαρους. Τους υποδέχονται, λένε τα Πάθη και τους κερνούν στραγάλια, φιστίκια και ό, τι έχει το κάθε σπίτι. Στο τέλος βάζουν στο δοχείο μια ποσότητα λαδιού και στο χέρι ένα κατσοχοιράκι τυρί.
Συνεχίζουν για Αποίνι με τα ίδια καλά αποτελέσματα.
Στη Σωκαρά είναι το τέλος της εκστρατείας τους. Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά, τους έδωσαν και λεφτά στο χέρι και γέμισε το μπιτόνι λάδι και τα καλάθια με αυγά και τυράκια.
Και στα τρία χωριά κατοικούν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, άνθρωποι ευγενικοί, πρόσχαροι  και δουλευταράδες.
Η επιστροφή στο χωριό είναι κουραστική, γιατί είναι φορτωμένοι. Όμως, μετά την εκποίηση του λαδιού και των αυγών νιώθουν μεγάλη ικανοποίηση. Μοιράζονται τα λεφτά και τα κατσοχοιράκια. Τα τελευταία είναι για τα σπίτια τους.
Λίγο πριν το μεσημέρι ο πατέρας έφερε μια αρνίσια συκωταριά, για να τη φάνε το βράδυ. Την κρέμασε στο τσιγκέλι της κουζίνας.
Η μάνα έχει σφάξει μια όρνιθα να την κάμει σούπα για το βράδυ, να μαλακώσουνε τα στομάχια από τη νηστεία, όπως έλεγε.
Απασχολημένοι όλοι με διάφορες δουλειές δεν αντιλαμβάνονται ότι στην κουζίνα μπήκαν δυο σκύλοι. Τους πήραν χαμπάρι όταν έβγαιναν και κρατούσαν με τα δόντια τους τη συκωταριά  ο ένας από  τη μια και ο άλλος από την άλλη άκρη με κατεύθυνση την έξοδο από την αυλή. Τρέχει ο πατέρας του και πίσω το Γιωργιό κυνηγούν τους σκύλους να πάρουν τη λεία τους. Στο καπνοχώραφο βόρεια του σπιτιού προλαβαίνουν τους σκύλους και με μια δυνατή κλωτσά αναγκάζονται να αφήσουν το συκώτι χάμω. Το παίρνουν και το ερευνούν με προσοχή. Μόνο ένα κομμάτι πνευμόνι  έλειπε. Το πάνε στο σπίτι και η μάνα το πλένει και καθαρίζει το μέρος που είχαν δαγκώσει οι σκύλοι. Το κόβει μικρά κομμάτια και είναι έτοιμο για τηγάνισμα.
Το βράδυ στην εκκλησία με τα κοπέλια να έχουν μαζί τα πολεμοφόδια και ένα κόκκινο αυγό για να τσουγκρίσουν.
Με το που λέει ο παπάς το Χριστός Ανέστη παίρνουν φωτιά τα πλακατζίκια, μπαμ και μπουμ τραντάζει όλο το χωριό, για ένα τέταρτο σκάνε πλακατζίκια και γίνεται ο χαμός. Εν τω μεταξύ τρώνε την πρώτη μπουκιά, το κόκκινο αυγό, μετά από ένα βιαστικό τσούγκρισμα μεταξύ των κοπελιών.
Επειδή ξεχάσατε, θυμηθείτε, τα πλακατζίκια του Γιωργιού έκαναν τον πιο δυνατό κρότο, ήταν άριστης κατασκευής, εκρηκτικής απόδοσης  τρία ΑΑΑ Plus.
Μετά τη ρίψη των εκρηκτικών γυρίζουν στο σπίτι για φαγητό.
Η σούπα είναι έτοιμη, ένα πιάτο στον καθένα και ένα μεζέ από την όρνιθα που ήταν θρεμμένη με μπόλικα σκ….ά και άλλες υγιεινές τροφές. Το Γιωργιό έφαγε τη πετροκοιλιά (το στομάχι) της όρνιθας, το συκώτι και ένα άλλο κομμάτι. Η μάνα έτρωγε τα κάτω άκρα των ποδιών (αυτά με τα δάχτυλα της όρνιθας), το κεφάλι και το τζάρουκα – το λαρύγγι. Έλεγε πως αυτά της άρεσαν, δεν έλεγε αλήθεια. Περίμενε να φάνε οι άλλοι και αν περίσσευε, έτρωγε συμπληρωματικά από αυτά που έμεναν. Το Γιωργιό την πίστευε, αργότερα κατάλαβε, όταν έγινε πατέρας. Εσείς καταλάβατε ;;;;;;;;;;
Έρχεται η σειρά των άλλων φαγητών, μυζήθρα και το  συκώτι τηγανισμένο με αρισμαρί – με δεντρολίβανο και σβησμένο με ξύδι. Πεντανόστιμο. Ο πατέρας  τρώει και λέει θριαμβευτικά, ευτυχώς που το γλυτώσαμε από τους σκύλους!!!!!!!!!!  Μη γελάτε. Δεν καταλαβαίνετε, γιατί δε ζήσατε εκείνη την εποχή.    
Το Γιωργιό τελειώνει το φαγητό, παίρνει ένα κόκκινο αυγό, ένα λυχναράκι και μια παπούτσα. Πάει στην παρέα που κάθεται γύρω από τα κάρβουνα της φουνάρας. Τσουγκρίζουν τα αυγά, τρώνε τα καλιτσούνια, λένε αστεία και σκάνε στα γέλια. Είναι χαρούμενοι, όπως τον περισσότερο καιρό τους. Ξημερώματα, η φωτιά έχει σχεδόν σβήσει, έχουν κουραστεί  και πάνε στα σπίτια τους για ύπνο.
Καληνύχτα, χαρούμενα κοπέλια, ο Χριστός μαζί σας.
65. ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ
1.Οι Ατσίγγανοι
Δυο με τρεις φορές το χρόνο, κυρίως την άνοιξη, έκαναν την εμφάνισή τους  καραβάνια ατσίγγανων και κατασκήνωναν λίγο πιο έξω από το χωριό.
Την προηγούμενη μέρα είχαν έρθει και έστησαν τα τσαντίρια τους κοντά στη γέφυρα του ποταμού.
Τσιγγάνες και τσιγγανοπούλες ξεχύθηκαν στο χωριό για ζητιανιά και για να πουν τη μοίρα στους αφελείς, γυναίκες και άντρες. Όταν έβρισκαν την ευκαιρία έκλεβαν και της Παναγιάς τα μάτια, ό, τι τύχαινε μπροστά τους.
Οι άντρες τσιγγάνοι έκαναν εμπόριο γαϊδάρων και αλόγων, ήταν μαέστροι στη διαπραγμάτευση τόσο στις αγορές όσο και στις πωλήσεις.
Τα  κοπέλια πήγαιναν συχνά στην κατασκήνωσή τους, γιατί τους άρεσε να βλέπουν όλη αυτή τη μάζωξη, να μπαινοβγαίνουν στα παράξενα τσαντίρια τους, να βλέπουν τη φωτιά και τα μαγειρέματα μέσα στο τσαντίρι και τον καπνό που έβγαινε από μια τρύπα στο πάνω μέρος του.
Κάθονταν με τις ώρες και χάζευαν τα διαδραματιζόμενα, αλλά δεν τολμούσαν να πλησιάσουν. Αυτό γινόταν όταν έπιαναν κανένα σκαντζόχοιρο και τους τον έδιδαν, ήταν ο αγαπημένος τους μεζές. Τότε τους καλούσαν μέσα στη σκηνή και καθόταν σε μια γωνιά και παρακολουθούσαν.
Πέρασαν κάμποσες μέρες και ετοιμάζονταν να μετακομίσουν σε άλλο μέρος. Εδώ στο χωριό είχε εξαντληθεί η δραστηριότητά τους. Πούλησαν, αγόρασαν και έκλεψαν. Η αποστολή τους έλαβε τέλος.
Την ημέρα της μετακόμισης είχαν μαζευτεί αρκετά κοπέλια. Τους άρεσε ο τρόπος που χαλούσαν το τσαντίρι και που φόρτωναν τα πράγματά τους στους γαϊδάρους και τα μουλάρια. Πιο πολύ όμως το φόρτωμα των μικρών παιδιών πάνω στα ζώα μαζί με τις άλλες αποσκευές.
Αφού φόρτωναν όλα τους τα υπάρχοντα η τελική φάση πριν την αναχώρηση ήταν το φόρτωμα των παιδιών τους. Τα έπιαναν με τα δυο τους χέρια και τα τοποθετούσαν ανάμεσα στα ήδη φορτωμένα και με ένα σκοινί τα στερέωναν, σαν να ήταν και αυτά αποσκευή. Εκείνα αδιαμαρτύρητα δέχονταν τη συσκευασία.
Τη φορά αυτή, όπως και σε προηγούμενες, τα κοπέλια είχαν πιάσει τρεις σκαντζόχοιρους και είχαν φιλέψει τους επισκέπτες του χωριού. Αυτό είχε σα συνέπεια οι τσιγγάνοι να είναι περισσότερο φιλικοί απέναντί τους  και την ώρα της μετακόμισης τα κοπέλια να είναι πιο κοντά  σ΄ αυτούς.
Κάθε φορά που φόρτωναν ένα παιδί έπιαναν ένα άλλο, μέχρι που τελείωνε η διαδικασία με όλα.
Εκείνη τη φορά ένα μικρό ήταν κοντά στο Γιωργιό. Το παίρνει ο πατέρας του και το φορτώνει. Στη συνέχεια γίνεται το κακό. Ο τσιγγάνος χωρίς να προσέξει αρπάζει το Γιωργιό, το σηκώνει στον αέρα και το τοποθετεί σε κατάλληλη θέση και με το σκοινί ετοιμάζεται να το δέσει. Φόβος, τρόμος και απελπισία, δεν μπορεί να μιλήσει ούτε να αντιδράσει στην αιχμαλωσία και την απαγωγή του. Έχει καταπιεί τη γλώσσα του.
Ευτυχώς όμως, τα άλλα κοπέλια αντιδρούν αμέσως, πιάνουν πέτρες από χάμω και είναι έτοιμα να επιτεθούν στον απαγωγέα. Πιο επιθετικός από όλους ο Παυλής.
-      Άσε μωρέ  το κοπέλι, δεν είναι ατσίγγανος, άστο χάμε για θα σου σπάσουμε την κεφαλή με τσι τσούρλους – πέτρες.
Το Γιωργιό επιτέλους αντιδρά με μια φοβερή κραυγή, σαν του χοίρου που τον σφάζουν.
Έκπληκτος ο ατσίγγανος  ρωτά ένα διπλανό του « αυτό είναι από τα ιντικά μας ; »
Όταν παίρνει αρνητική απάντηση τον αφήνει κάτω και σωριάζεται σα τσουβάλι, ράκος το ηθικό και οι δυνάμεις του. Όμως το αίσθημα της αυτοσυντήρησης τον κάνει να πάρει δύναμη, να σηκωθεί, να το βάλει στα πόδια, να κλαίει δυνατά, να βρίζει και να βλαστημά τους τσιγγάνους  σε όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι του.
Οι άλλοι τον ακολουθούν και εξηγούν αυτοί στους γονείς του τα καθέκαστα, γιατί το Γιωργιό από την τρομάρα και τα κλάματα δεν μπορούσε να μιλήσει για αρκετή ώρα.
Ο πατέρας του για πολλά χρόνια τον πείραζε λέγοντάς του « αυτό είναι από τα ιντικά μας ; » και γελούσε μέχρι δακρύων.
Μετά από αυτή τη φοβερή περιπέτεια το Γιωργιό αποφάσισε να ασπρίσει, να μη μοιάζει με ατσίγγανο. Στις διαδρομές προς τα χωράφια για δουλειές περπατούσε στη σκιά των δέντρων για να μη τον χτυπά ο ήλιος, μπας και ασπρίσει.
Το θέμα αυτό συζητήθηκε σε πολλές βραδινές συναντήσεις. Τα κοπέλια αποφάσισαν να μη ξαναδώσουν σκαντζόχοιρους σε τσιγγάνους και κάθε φορά που θα  έρχονταν στο χωριό να  πετροβολούν τα τσαντίρια, τα βράδια, όταν θα έχει σκοτάδι.
Το εφάρμοσαν, με νυχτερινές επιδρομές, πλησίαζαν τους στόχους και με  ταχύτητα Λοκατζήδων πετούσαν τις πέτρες και εξαφανιζόταν στο σκοτάδι. Άντε να τους πιάσεις.  
Με λίγα λόγια, τους έκαναν τη ζωή πατίνι.  

2.Ο Γάιδαρος και τα κασάκια
Μια περίοδο ο πατέρας του έκανε καφενείο στο χωριό. Τα είδη που σέρβιρε ήταν καφές, λουκούμι, βανίλια, τσικουδιά και λεμονάδες.
Από την προηγούμενη μέρα τον είχε ειδοποιήσει ότι θα πήγαινε τα άδεια μπουκάλια στο λεμονατζή (παραγωγός λεμονάδων) και θα έφερνε γεμάτα.
Πριν το μεσημέρι φορτώνει στο γάιδαρο τέσσερα κασάκια με άδεια μπουκάλια, τον βάζει στην καπούλα και δρόμο για το Ασήμι, όπου ήταν η έδρα της … Βιομηχανίας.
Είναι καλοκαίρι, η διαδρομή ήταν ευχάριστη. Έχει μαζί του το λάστιχο – τη σφεντόνα  για κανένα πουλί. Τον συνοδεύει ο θόρυβος που κάνουν τα άδεια μπουκάλια από το κούνημα και την επαφή τους με τα διαχωριστικά  που έχουν μεταξύ τους, και αυτό  εξαιτίας του τρόπου που βαδίζει ο γάιδαρος. Ο ήλιος αρχίζει να ζεσταίνει, μα δεν τον πειράζει, γιατί έχει συνηθίσει αυτές τις καταστάσεις. Ο γάιδαρος με συγχρονισμένο βήμα καταπίνει αργά αλλά σταθερά την απόσταση, είναι έξι χιλιόμετρα πήγαινε και έξι επιστροφή, μα ούτε ο γάιδαρος ούτε το Γιωργιό νοιάζονται για την απόσταση. Εξάλλου, έχει να κάνει και μια δική του δουλειά με τα άδεια μπουκάλια.  Σχεδόν όλα έχουν πέντε με δέκα σταγόνες υγρό λεμονάδας από το στράγγισμα του μπουκαλιού μετά το σερβίρισμά της.
Καθισμένος στην καπούλα –  στα καπούλια του μεταφορέα έχει πρόσβαση στα άδεια μπουκάλια. Τα πιάνει ένα -ένα και  αδειάζει τις λίγες σταγόνες και τις συγκεντρώνει  σε  ένα μπουκάλι. Στο τέλος της διαδικασίας έχει στη διάθεσή του δυο με τρεις καλές γουλιές νοστιμότατης ζεστής και ξεθυμασμένης λεμονάδας. Νιώθει  μεγάλη ευχαρίστηση για το αποτέλεσμα της δουλειάς αυτής.
Με αυτά και άλλα φτάνει στο Ασήμι. Ο Λεμονατζής ξεφορτώνει τα κασάκια με τα άδεια μπουκάλια και του φορτώνει γεμάτα. Δεν παραλείπει να τον κεράσει μια ολόκληρη λεμονάδα που την καταπίνει με μεγάλη ευχαρίστηση.
Η επιστροφή είναι άνετη και για τους δύο.  Το Γιωργιό σφυρολογά κάπου - κάπου και μια μαντινάδα, έχει μάθει πολλές από τα πανηγύρια.
Ο ήλιος άρχισε να καίει, είναι ντάλα μεσημέρι. Ακόμα και ο γάιδαρος ιδρώνει.
Ο ήχος από τα  γεμάτα μπουκάλια στα κασάκια είναι πιο μαλακός, αλλά από το κούνημα οι λεμονάδες αρχίζουν να αφρίζουν μέσα στα μπουκάλια. Δεν μπορεί να φανταστεί την καταστροφική συνέχεια, γιατί είχε κάνει πολλά δρομολόγια και δεν είχε συμβεί το παραμικρό δυσάρεστο γεγονός.
Βρίσκεται κοντά στο χωριό του, είναι ακριβώς στη διασταύρωση με το Αποίνι (χωριό). Σκέφτεται να ανοίξει ένα μπουκάλι να πιει το λαχταριστό περιεχόμενο (είχε την άδεια του πατέρα να πίνει μία λεμονάδα κάθε φορά). Ξαφνικά ακούγεται ένα δυνατό ΜΠΑΜ, λες και έπεσε πυροβολισμός. Πανικοβάλλεται ο γάιδαρος και αρχίζει να τρέχει αλαφιασμένος. Από το πολύ και ακανόνιστο τρέξιμο ξεσαμαρώνεται  και μαζί με το σαμάρι πέφτουν τα κασάκια και το Γιωργιό σκάει κάτω σα πεπόνι. Τι είχε συμβεί;  Από το πολύ κούνημα αυξήθηκε εσωτερικά η πίεση από τα αέρια του ανθρακικού και έσκασε το μπουκάλι. Ο γάιδαρος φοβήθηκε και άρχισε να τρέχει πανικόβλητος, όπως περιγράφτηκε πιο πάνω. Πέφτοντας τα μπουκάλια στο δρόμο άρχισαν να σκάνε το ένα μετά το άλλο δημιουργώντας πολεμικό τοπίο. Ο γάιδαρος ακόμα τρέχει με κατεύθυνση το χωριό.
Το Γιωργιό απελπισμένο κάθεται πάνω σε ένα κασάκι και κλαίει τη μοίρα του. Βρίσκεται σε αδιέξοδο, είναι η πρώτη φορά που δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει ένα  δυσάρεστο γεγονός.
Δεν περνά πολλή ώρα και από μακριά βλέπει τον πατέρα του να έρχεται,  σέρνοντας και το γάιδαρο. Ηρέμησε λίγο, μα το κλάμα δε σταματούσε, είχε πάρει φόρα.
Ο πατέρας του, βλέποντας το γάιδαρο να επιστρέφει μόνος, κατάλαβε  ότι κάτι είχε συμβεί και ξεσαμαρώθηκε.
Φτάνει και παρηγορεί το Γιωργιό και αυτό  προσπαθεί να εξηγήσει αυτό που έγινε. Ο πατέρας καταλαβαίνει και του λέει,  ευτυχώς που δε βάρηκες – που δε χτύπησες. Φορτώνει το γάιδαρο και επιστρέφουν στο καφενείο.
Το Γιωργιό ενθουσιάστηκε από τη συμπεριφορά του πατέρα του.
Από τότε δεν τον ξαναέστειλε στο Ασήμι για λεμονάδες.

3.Το νεκροταφείο
Κοντεύει να βραδιάσει, γυρίζει από τον κάμπο όπου έχει πάει για δουλειές μετά από παραγγελία του πατέρα του. Χαζεύει το περιβάλλον, σιγοτραγουδά και νιώθει ευχαριστημένος. Δεν παραλείπει να κυνηγά πουλιά με το λάστιχο και να κάνει διάφορες  άλλες  συνηθισμένες μικροδιαολιές. Έτσι, χωρίς να το  καταλάβει πέρασε η ώρα, βράδιασε, το φεγγάρι φωτίζει  αρκετά και γι’  αυτό δεν πήρε χαμπάρι πως είχε πάρει άλλο δρόμο για το χωριό. Το δρόμο που περνά ακριβώς δίπλα από τον τοίχο του νεκροταφείου. Μόλις το κατάλαβε πάει να κάνει πίσω. Όμως, θυμήθηκε τη δοκιμασία του Μήτσου, που  προσφέρθηκε να πάει στο νεκροταφείο να φέρει μια νεκροκεφαλή. Όλοι τον πίστεψαν τότε. Τώρα έπρεπε να αποδείξει στον εαυτό του ότι δε φοβάται, ότι μπορεί να πάει στο νεκροταφείο. Εξάλλου τα αστέρια και το φεγγάρι λάμπουν, δεν είναι μαύρο σκοτάδι, είναι σχεδόν σα μέρα. Το παίρνει απόφαση και προχωρά ακάθεκτος, υποστηριζόμενος από ένα μέτριο αεράκι που του δροσίζει το πρόσωπο. Φτάνει στον μαντρότοιχο που είναι ψηλός και δε φαίνονται τα μνήματα. Επιβραδύνει το βήμα  και έχει σε συναγερμό όλες  τις  αισθήσεις μα περισσότερο το αριστερό  μάτι που έχει στην εμβέλειά του τη μεριά του νεκροταφείου. Έχει φτάσει στη μέση του τοίχου όταν συμβαίνει κάτι παράξενο και τρομακτικό. Κοντεύει να σπάσει η χολή και το συκώτι του μαζί. Τα πόδια παραλύουν, είναι έτοιμος να σωριαστεί κάτω και από τον τρόμο του παραμιλά.
-      Η ι ι ι ι ι ι  , ηντάααα ‘παθα ο κακομοίρης. Παναγία μου και να με φάει θέλει.
Όμως πρέπει να αντιδράσει, βγάζει το τσακάκι για άμυνα και πιάνει  δυο πέτρες από χάμω για συμπλήρωμα του οπλοστασίου. Σηκώνεται απότομα και είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει το φάντασμα ή ό, τι άλλο είναι αυτό που ετοιμάζεται να τον κατασπαράξει. Γυρίζει το κεφάλι αριστερά, βλέπει καθαρά τι συμβαίνει και βάζει τα γέλια. Αφήνει κάτω τις πέτρες και αρχίζει να τρέχει σα βολίδα για το χωριό, πηγαίνει κατευθείαν στα κοπέλια, είναι λαχανιασμένος και  με το φόβο να είναι ακόμα μέσα του.
Τι είχε συμβεί ;;;;;  Απλά πράματα.
Στο νεκροταφείο υπάρχει ένα ψηλό κυπαρίσσι με λεπτό κορμό. Το αεράκι κουνούσε το κυπαρίσσι και η σκιά του από το φως του φεγγαριού, έπεφτε πάνω στον τοίχο του νεκροταφείου που πηγαινοερχότανε. Το μυαλό του Γιωργιού, που συνδυάστηκε με το φόβο, μετέτρεψαν τη σκιά σε φάντασμα και το πέρα  δώθε,  από το κούνημα του αέρα,  ως κίνηση επίθεσης.   
Τα κοπέλια βλέπουν τα χάλια του και περιμένουν εξηγήσεις. Τους αφηγείται την ιστορία με το φάντασμα, μα δεν τους αποκαλύπτει όλη την αλήθεια. Ρωτούν πώς γλύτωσε.
-      Μόλις είδα το φάντασμα βγάζω το τσακάκι, πιάνω ένα τσούρλο – μια πέτρα, ξαμώνω καλά, την πετώ και την τρώει κατακέφαλα. Φαίνεται πως ζαλίστηκε για μια στιγμή και βρήκα την ευκαιρία και το ‘βαλα στα πόδια. Με πήρε από πίσω, μα δε με πρόκαμε.
-      Και  είδες, μωρέ, πού πήγε;
-      Ναι, αμέ, μόλις ήφταξα στον αμαξωτό σταμάτησε, έβγαλε μια δυνατή φωνή και γύρισε πάλι στο νεκροταφείο.
-      Ευτυχώς!  λένε οι άλλοι που φαίνονταν αρκετά φοβισμένοι.
Αυτός γελά από μέσα του,  γιατί κατάλαβε πως τον πίστεψαν.    
Μεγάλος ψεύτης το Γιωργιό, εσείς τι λέτε ;;;

4.Ο Πυργιανός
Ήταν το πιο δυσάρεστο άκουσμα των τελευταίων ημερών. Ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του. Χίλιες σκέψεις και προβληματισμοί και πάνω από όλα φόβος.
-      Αύριο Τρίτη θα πας στο παζάρι στο Πύργο. Έχω παραγγείλει ένα κεφάλι τυρί στο μπάρμπα μου το Ζαχάρη, να το πάρεις, γιατί έρχεται θέρος και μας χρειάζεται.
-      Εμένα μου πονεί ο πόδας μου και δεν μπορώ.
-      Μα δε θα πορπατείς, με το γάιδαρο θα πας.
-      Το θέρος θέλει ακόμα μέρες, άσε να πάμε μαζί μια άλλη φορά.
-      Δεν έχει άλλη φορά, αύριο θα πας μόνο να το κατέχεις. Να πας πρωί, να μη σε πιάσει η δυνατή κάψα το μεσημέρι.
Ποια κάψα  και ξεκάψα, λέει από μέσα του το Γιωργιό, αλλού είναι το πρόβλημα - μα πού να το πει ο κακομοίρης;
Το βράδυ στη συνάντηση δεν είχε όρεξη για αστεία και παιχνίδια. Σκεφτικός έκλαιγε σιωπηλά τη κακή του μοίρα.
Τα άλλα κοπέλια πήραν χαμπάρι και τον ρώτησαν τι του συμβαίνει. Αναπτύσσει τον προβληματισμό του και αυτοί τον καταλαβαίνουν.
-      Όφου κακομοίρη μου. Άμα  σε πιάσει,  εχάθηκες.
Την επόμενη το πρωί  καβάλα στο γαϊδουράκι του τραβά κατευθείαν  στο  στόμα του λύκου. Παρακαλεί το θεό να του φέρει τύχη και να αποφύγει το κακό συναπάντημα. Είναι μακριά αυτό το αναθεματισμένο χωριό, πέντε χιλιόμετρα, λένε.
Είναι η μόνη φορά που εύχεται να συμβεί κάτι ξαφνικό και να μη φτάσει στον προορισμό του, προκειμένου να του συμβεί αυτό που φοβάται. Σε μικρή απόσταση από τον Πύργο θέτει σε συναγερμό όλο του το είναι.
Φτάνει χωρίς το απρόοπτο, πηγαίνει κατευθείαν στο σημείο του παζαριού που πουλούνε τα τυριά  οι  Αχεντριανοί (ορεινό χωριό που κατοικείται κυρίως από κτηνοτρόφους),βρίσκει τον Μπαρμπαζαχάρη (αδερφό της γιαγιάς του) και χωρίς πολλές κουβέντες παίρνει το τυρί, το βάζει σε μια βούργια (ταγάρι) που έχει στον ώμο  και σαλτάρει στο γάιδαρο. Εκείνος μόλις προλαβαίνει να του φωνάξει, 
-      Να πεις στο πατέρα σου πως θέλω δυο σάκες άχερα για το τυρί.
Η επιστροφή νομίζει πως θα είναι πιο ακίνδυνη και προχωρεί με λιγότερη προσοχή. Στη δεύτερη στροφή μέσα από τα λιόφυτα συμβαίνει αυτό που φοβότανε. Θωρεί τον Πυργιανό να σκάφτει σε ένα χωράφι. Στρίβει  τη κεφαλή του από την άλλη για να αποφύγει το κακό, όμως ήταν αργά. Ο Πυργιανός τον έχει δει και ετοιμάζεται να επιτεθεί. Πετά το σκαπέτι – την τσάπα και τρέχει καταπάνω του.
Χίλιοι κεραυνοί να τον χτυπούσαν δε θα του έκαναν τόσο κακό όσο αυτός ο αναθεματισμένος αγριάνθρωπος.
Το Γιωργιό δεν προσπαθεί να φύγει, μάταιος κόπος, τον έχει ήδη φτάσει και πιάνει το σκοινί του γαϊδάρου και τον σταματά. Τα μάτια του είναι γουρλωμένα, προεξέχουν από το καβούκι τους και πετούν σπίθες. Στο πρόσωπό του φαίνεται η ικανοποίηση αυτής της συνάντησης. Τραβά το Γιωργιό από το χέρι, τον ρίχνει ανάσκελα κάτω στο χωματόδρομο και με το αριστερό πόδι τον πατά στην κοιλιά.
Το Γιωργιό τρέμει από το φόβο και την αγωνία για το στραπάτσο που θα πάθει. Ο φόβος μεγαλώνει περισσότερο βλέποντας τα γουρλωμένα μάτια  και την αγριάδα του προσώπου. Δεν θέλει να αντισταθεί, γιατί ο άλλος είναι πιο μεγάλος και πιο δυνατός, αλλά πιστεύει ότι, αν δεν αντιδράσει, μπορεί να τη γλυτώσει φτηνά με λίγη κατσάδα.
Λάθος, μεγάλο λάθος, Γιωργιό παιδί μου. Έχεις χαχαλόβεργα, έχεις τσακάκι, έχεις λάστιχο και ο δρόμος είναι γεμάτος πέτρες. Εσύ μαρμάρωσες και την πάτησες. Βγάλε τα τώρα πέρα μοναχός σου.
Αγριεύει ο τύπος, θυμάται το προηγούμενο περιστατικό με αυτό το Πραιτωριανάκι και γίνεται θηρίο. 
-      Εδά θα σου βγάλω τσι αφορδακούς από το κώλο.
Πατά με δύναμη την κοιλία του αιχμάλωτου και συνεχίζει την κοροϊδία.
-      Δε θωρώ να βγαίνουνε αφορδακοί. Ήντα μωρέ τσι καμες; Γιάντα μωρέ δε μιλείς;
Τον πιάνει από το αυτί και τον σηκώνει όρθιο και τον γυρίζει κύκλους.
-      Ώστε είμαι βούι – βόδι και θα με κάμεις ζευγάρι με ένα δικό σου, έεε;;
Του δίδει μια δυνατή κλωτσά και μια στο γάιδαρο που ξαφνιασμένος παίρνει δρόμο για το χωριό.
Το Γιωργιό δεν έβγαλε άχνα όσο ο άλλος τον στραπατσάριζε. Άντεχε στον πόνο, δεν άντεχε την προσβολή.
Κοίταζε τον εχθρό να απομακρύνεται χασκογελώντας, να συνεχίζει το χλευασμό για τους αφορδακούς στην κοιλιά του. Εκεί, επιτόπου, ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση ακόμα και αν χρειαζόταν να περιμένει εκατό χρόνια. 
Δεν του δόθηκε η ευκαιρία μέχρι που ένα απρόσμενο γεγονός έφερε την παραγραφή του.

Προέκταση
Μετά από  χρόνια ο αδερφός του Πυργιανού παντρεύτηκε μια συγγενή της μάνας του Γιωργιού. Συναντήθηκαν σε κάποια συγγενικά παντρολογήματα, γνώρισε ο ένας τον άλλο, αλλά δεν αντάλλαξαν κουβέντα ούτε χαιρετισμό.
Δεν μπορούσε να χαιρετήσει αυτόν που τόσο απάνθρωπα τον πρόσβαλε και το εξευτέλισε. Δε μπορούσε να πιάσει το χέρι που τον χτύπησε  αλύπητα. Ευτυχώς που δεν είχε κλάψει μπροστά σ’ αυτό το κτήνος, θεέ μου, ευτυχώς.
Από το βλέμμα που του έριξε το Γιωργιό  φαίνεται πως θυμήθηκε  το περιστατικό,  κατάλαβε και δεν πλησίαζε  κοντά του.     
Από τότε συναντήθηκαν αρκετές φορές στο σπίτι της θείας του.
Το Γιωργιό δεν τον χαιρετούσε. Ήταν και αυτό ένα είδος εκδίκησης.
66. ΤΟ ΘΕΡΟΣ
Η προετοιμασία ήταν μεγάλη.
Επισκεύασαν το βολόσυρο, έβγαλαν τα δρεπάνια, τα θρινάκια και όλα τα εργαλεία του θερισμού. Ο γάιδαρος, καλοταϊσμένος, είναι έτοιμος να προσφέρει τις πολύτιμες μεταφορικές  υπηρεσίες του. Τα βόδια και αυτά προετοιμασμένα για το μεγάλο γεγονός. Θα περνούσαν μαζί τους ατέλειωτες ώρες στο αλώνι, σέρνοντας το βολόσυρο  και  κάνοντας κύκλους  μέχρι να αλωνιστούν τα στάχυα.
Όλο το χωριό είναι σε κίνηση για την ίδια δουλειά και τα κοπέλια επιστρατευμένα να προσφέρουν βοηθητικές αλλά πολύτιμες υπηρεσίες. Ήξεραν και ήταν έτοιμα να συμμετέχουν, δεν τους φοβίζει η δουλειά και έχουν  καλές αντοχές.
Το πρωί ξεκινούν με το γάιδαρο φορτωμένο με όλα τα αναγκαία εργαλεία, ένα σταμνί με  νερό,  πρόχειρο φαγητό για κολατσό και ένα τσουκάλι γεμάτο μαγειρευτό φαγητό για μεσημεριανό. Πίσω από το γάιδαρο ακολουθεί  όλο το ανθρώπινο δυναμικό, αφεντικά και εργαζόμενοι  άνδρες και γυναίκες. Μια εργάτρια έχει μωρό παιδί μέχρι πέντε μηνών.


ΔΡΕΠΑΝΙΑ




Φτάνουν στο χωράφι που θα θεριστεί, ξεφορτώνουν τα εργαλεία  και βάζουν το νερό και τα φαγητά στη σκιά ενός δέντρου. Στο ίδιο δέντρο τοποθετούν ανάποδα το σαμάρι του γαϊδάρου και το χρησιμοποιούν για κρεβάτι του μωρού. Η μάνα του το ξαπλώνει, το νανουρίζει για πέντε λεπτά μέχρι που το πήρε ο ύπνος. Το σκεπάζει με ένα λεπτό σεντόνι, για να μη το ενοχλούν οι μύγες.
Το Γιωργιό στέκει παράμερα και παρατηρεί  το φασκιωμένο παιδί και απορεί γι΄αυτή την τιμωρία.  Αναρωτιέται τι  έκανε το μωρό και βρίσκεται αιχμάλωτο ξαπλωμένο στο σαμάρι και με δράστη την ίδια του τη μάνα.
Αυτά σκέφτεται όταν τον πλησιάζει η δική του μάνα και του  λέει.
-      Ήντα  ξανοίγεις, ετσά σε φάσκιωνα και σένα
-      Και δε μου λες στο σωμάρι του γαϊδάρου με έβαζες και μένα για ύπνο;
-      Κιαμέ, ίδια ετσά.
Το Γιωργιό αμφιβάλει, δεν το θυμάται καθόλου !!!

ΘΕΡΟΣ



Αρχίζει ο θερισμός, όλοι με τα δρεπάνια στο χέρι και με μαεστρία  κόβουν τα στάχυα  και  σε λίγη ώρα έχουν θερίσει αρκετά σπαρτά. Τότε χωρίζονται σε ομάδες και άλλοι θερίζουν, άλλοι  δένουν δεμάτια τα στάχυα έτοιμα για φόρτωμα και μεταφορά στο αλώνι. Φορτώνουν το γάιδαρο μέχρι που ο κακομοίρης  εξαφανίζεται,  μόνο η μούρη του προεξέχει λίγο ίσα για να θωρεί το δρόμο.
Το Γιωργιό αναλαμβάνει τη μεταφορά στο αλώνι. Πίσω από το μεταφορικό τραγουδά πού και πού, σέρνει τα πόδια στο χώμα και σηκώνει σύννεφα σκόνης. Έχει όμως το νου του να μη ξεστρατίσει ο γάιδαρος  και αναγκαστεί να  τρέχει για επαναφορά. Στο  δρόμο συναντά και άλλα κοπέλια που χαιρετιούνται και κάνουν πειράγματα μεταξύ τους και δε ξεχνούν να ορίσουν τη βραδινή συνάντηση. Στο αλώνι λύνουν τα σχοινιά και πέφτουν κάτω τα δεμάτια. Μετά τη λήξη του ωραρίου θα πάνε να κάνουν θημωνιές  (το ένα δεμάτι πάνω στο άλλο) και να είναι έτοιμα για αλώνισμα.
Ο θερισμός κρατά μέρες και όλος ο κάμπος είναι σε συναγερμό. Οι μεγάλοι  στα χωράφια  θερίζουν και τα κοπέλια κάνουν τις μεταφορές. Όλο ζωντάνια  και κίνηση, χαρά και προσδοκίες των αφεντικών για τη σοδειά και για το μεροκάματο οι εργάτες.
Αρχίζει το αλώνισμα  και το μεγάλο μαρτύριο να κάνουν κύκλους στο στρωμένο με στάχυα αλώνι, οδηγώντας κατάλληλα τα βόδια που σέρνουν το βολόσυρο, καθισμένοι πάνω του σε καρέκλες και σκαμνιά.


















ΒΟΛΟΣΥΡΟΣ
 


Το αλώνισμα είναι σκληρή δουλειά και βασανιστική και μονότονη κάνοντας κύκλους επί ώρες στην ντάλα του ήλιου από το πρωί μέχρι το απόγευμα. Η δουλειά αυτή γινόταν εναλλάξ πότε ο ένας και πότε ο άλλος για ξεκούραση και για την αποφυγή ηλίασης γιατί τα καπέλα ψαθάκια λίγο τους προστάτευαν.

Το Γιωργιό οδηγούσε με μαεστρία τα βόδια   και είχε καλά αποτελέσματα. Στα διαλείμματα ξεκουραζόταν κάτω από τη σκιά μιας ελιάς, έπινε λίγο νερό  και έχυνε άλλο τόσο στην κεφαλή του για να ξεπυρώσει.





ΣΤΟ ΑΛΩΝΙ



Κουρασμένο και ταλαιπωρημένο  προσπαθεί να συνέλθει  και  παρόλα αυτά ρίχνει και μια ματιά στα μπράτσα του να δει σε τί κατάσταση βρίσκονται.  Απογοητεύεται όταν διαπιστώνει πως αντί να ασπρίσει έχει μαυρίσει περισσότερο. Έχουν γίνει κατάμαυρα τόσες ώρες κάτω από τον ήλιο. Σκέφτεται πως  έχει γίνει πιο μαύρος και από τους ατσίγγανους.
Δίδει θάρρος στον εαυτό του μουρμουρίζοντας,  στο διάολο το ξεμαύρισμα. Τέρμα η προσπάθεια, μέχρι εδώ ήτανε.
Κάθε απόγευμα μάζευαν τα αλωνισμένα στάχυα, τα έκαναν σωρούς και τα λίχνιζαν με το θρινάκι, τη παλάμη και τα άλλα σύνεργα. Το λίχνισμα ήταν συναρπαστικό. Πετούσαν στον αέρα μια παλαμιά αλεσμένα στάχυα και ο αέρας έπαιρνε  παράμερα τα ελαφρά  άχυρα και ίσια κάτω έπεφτε  ο καρπός πάνω σε μια λινάτσα. Τσουβάλιασμα και μεταφορά στο σπίτι.
Έεεεε,  πού πας;  Έχομε και το μουλτεζίμη- το φορατζή (ενοικιαστή  εγγείων προσόδων).
Υπολόγιζαν το συνολικό βάρος της παραγωγής και  έπαιρνε το 10%.
Τα βράδια στα στέκια των κοπελιών το θέρος και το αλώνισμα ήταν το κύριο θέμα συζήτησης. Έλεγαν ιστορίες και διάφορα αστεία γεγονότα, αλλά δεν είχαν όρεξη για παιχνίδια. Ήταν πολύ κουρασμένα και την επόμενη πάλι δουλειά.  Όμως είχαν όρεξη για φαγητό και δεν τους ενδιέφερε το είδος του φαγητού. Από την πείνα τους και πίτσα  μπορούσανε  να φάνε ( πίτσα ;;;;;; πέτρες μωρέ, πέτρες! ).
Μια μέρα το Γιωργιό πάει στην αποθήκη να πάρει το τσουρί. Περιεργάζεται το περιεχόμενό της και νιώθει  ικανοποίηση. Παντού πιθάρια και βαρέλια γεμάτα λάδια, στάρια, κριθάρια και ταγή – βρώμη.  Κρασοβάρελα με το πολύτιμο περιεχόμενό τους. Σε άλλα υπήρχαν  ξερά κουκιά, ρεβίθια, φακές και σουσάμι, όλα δικής τους παραγωγής, που είχαν μαζευτεί  πριν το θέρος των δημητριακών.
67. Η ΘΑΛΑΣΣΑ
 Μετά το θέρος υπήρχε χαλάρωση μέχρι να έρθει πάλι ο δεκαπενταύγουστος και να αρχίσει ο αγώνας του τρυγητού για τη σταφίδα και το κρασί.
Τα κοπέλια το είχαν ρίξει στα  παιχνίδια και στις διαολιές που ήδη έχουν περιγραφεί και γενικά περνούσαν ζωή και κότα. Το κολύμπι στον ποταμό, το πότισμα των ζώων ήταν καθημερινή απασχόληση. Η μουρνιά τους πρόσφερε τον ίσκιο  και το φρούτο της παρέα με τις μύγες και τις σφίγγες.
Τα βράδια έπαιζαν χωστό – κρυφτό, κυνηγούσαν πουλιά και  νυχτερίδες, έκλεβαν αυγά και τα έκαναν σφουγγάτο με τα πουλιά.
Μια μέρα ήρθε η μεγάλη είδηση. Ο πατέρας θα τους πήγαινε στη θάλασσα, στον Τσούτσουρο. Χαράς ευαγγέλια, θα κολυμπούσαν στη θάλασσα, επιτέλους.
Το Γιωργιό, όπως και τα άλλα κοπέλια, είχε ακουστά για τη θάλασσα και  τα βαπόρια,  αλλά  τα είχαν δει μόνο στα βιβλία.
Ανυπομονεί να έρθει εκείνη η μέρα και από περιέργεια ρωτά τη μάνα του.
-      Μάνα, έχει πολύ νερό η θάλασσα;
-      Μπόλικο.
-      Πόσοι γάιδαροι μπορούνε να το πιούνε;
Η μάνα του σκα στα γέλια  και του δίδει ανάλογη απάντηση.
-      Ούτε χίλιοι δεν μπορούνε να το πιούνε.
-      Και το χρώμα τζη είναι μπλάβο, όπως φαίνεται στο βιβλίο μου;
-      Ναι, μπλάβο.
-      Και πού το κατέχεις εσύ;
-      Εδά και πολλά χρόνια, πριν παντρευτώ τον πατέρα σου, με είχε πάει ο παππούς σου στσι Τρεις Εκκλησές και εκειά την είδα.
Αφού είχαν γίνει όλες οι ετοιμασίες από την προηγούμενη μέρα, κυρίως σε τρόφιμα, πρωί - πρωί φορτώνουν το γάιδαρο και παίρνουν το δρόμο για την ευτυχία. Πέρασαν το κάμπο, έφτασαν στην ανηφόρα του βουνού και άρχισε η δύσκολη ανάβαση από το στενό μονοπάτι. Μπροστά ο γάιδαρος και πίσω οι ανθρώποι. Φτάνουν στην κορυφή του βουνού και κατηφορίζουν. Ανάσα για όλους, ήταν πιο εύκολη η διαδρομή της κατηφόρας.
Σε μια στροφή φάνηκε η θάλασσα. Το Γιωργιό έμεινε άφωνο, δε περίμενε να είναι τόσο μεγάλη, δεν είχε τελειωμό, απέραντη και μπλάβο το χρώμα.
Πλησιάζουν σιγά σιγά μέχρι που φτάνουν στην παραλία. Ξεφορτώνουν το γάιδαρο  και βάζουν τα πράματα σε ένα δωμάτιο που τους νοίκιασε ένας Τσουτσουριανός.
Το Γιωργιό τρέχει στην παραλία να κολυμπήσει για πρώτη φορά στη θάλασσα. Ετοιμάζεται να τα βγάλει όλα, μα  φρενάρει τις κινήσεις του, βλέποντας τους ανθρώπους να φορούνε ρούχα. Οι άντρες φορούνε σώβρακο, οι γυναίκες τα μεσοφόρια τους και από μέσα το κάλυμμα της αχλάδας, τα κοπέλια σωβρακάκια ή τα κοντά τους παντελονάκια.
Μένει κόκκαλο, απορεί με τα όσα βλέπει και δεν ξέρει πώς θα συνεχίσει. Εκείνο που καταλαβαίνει είναι ότι δεν πρέπει να κάνει μπάνιο τσίτσιδος, θα τον πάρουν με τις πέτρες.
-      Ήντα διαόλου πράματα είναι που θωρώ, πώς θα κολυμπήσω γω επαέ;
Πίσω στη μάνα, που της λέει αυτά που συμβαίνουν στην παραλία. Τον καθησυχάζει και του δίδει ένα κοντό παντελονάκι που το έφερε γι’ αυτό το λόγο. Γδύνεται, το φορά και τρεχάλα για τη θάλασσα.
Φτάνει στην παραλία, αλλά διστάζει, του φαίνεται πως  το νερό  φουσκώνει και κάνει λακκούβες. Φουσκώνει, τρέχει με φόρα και  ξεφουσκώνει στην άμμο της παραλίας και βγάζει αφρούς. 
Πιο πέρα βλέπει ένα κοπέλι που παίρνει φόρα και βουτά. Ξεθαρρεύει και κάνει το ίδιο μα, για κακή του τύχει την ώρα που βουτά ένα κύμα σκάει στη μούρη του. Ξαφνιάζεται και χωρίς να το καταλάβει πίνει μια γουλιά νερό. Παραλίγο να ξεράσει, γιατί το νερό  που ήπιε ήταν αλμυρό.
Βγαίνει έξω προβληματισμένος και απογοητευμένος με τη συμπεριφορά της θάλασσας. Σε λίγη ώρα αποφασίζει να ξαναμπεί, αλλά είναι προσεχτικός να μην πάθει τα ίδια. Αφού χόρτασε κολύμπι πηγαίνει σε ένα μεγάλο βράχο και κάθεται στην κορυφή. Αγναντεύει το απέραντο μπλάβο πέλαγος, χαζεύει τα κύματα και γοητεύεται όταν ξεπροβάλει ένα καράβι. Του φαίνεται τεράστιο. Καπνοί βγαίνουν από τις καμινάδες του  και αυτό σκίζει το νερό που αφρίζει στα πλαϊνά του.
Σκέφτεται πόσο τυχεροί είναι αυτοί που είναι μέσα στο καράβι και ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο.  Ήθελε να είναι ο καπετάνιος του καραβιού και να ταξιδεύει στα πέρατα του κόσμου, που τον άκουγε μα δεν ήξερε προς πού πέφτει.
Ακουμπά την πλάτη στο βράχο, κλείνει τα μάτια και για μια στιγμή γίνεται ο καπετάνιος του καραβιού. Ταξιδεύει  χωρίς  προορισμό, προσπερνά τα τεράστια κύματα κουμαντάροντας το τιμόνι με τα σιδερένια μπράτσα του. Ο καιρός αγριεύει, τα κύματα είναι τεράστια. Σκάνε πάνω στο κατάστρωμα και το καράβι  βρίσκεται πότε στην κορφή και πότε στο βάθος του κύματος.
Σε λίγο ακούει φωνές, προσευχές και παρακάλια στην Παναγία και τον Άι Νικόλα και δεν μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει. Τον πλησιάζει ο δεύτερος καπετάνιος και του λέει τη φοβερή είδηση, βρίσκονται στο Τρίγωνο του Διαβόλου.
Δεν προλαβαίνουν να τελειώσουν τη συζήτηση όταν εμφανίζεται μπροστά τους μια τεράστια ρουφήχτρα. Είναι στα πενήντα μέτρα και το καράβι αρχίζει να στριφογυρίζει με κατεύθυνση τη ρουφήχτρα. Πέφτει  στην τρύπα της ρουφήχτρας και εξαφανίζεται στην άβυσσο. Την ώρα που κλείνει η τρύπα και τσακίζει το καράβι, ο φόβος και η αγωνία φτάνουν στο κατακόρυφο, με αποτέλεσμα να ξυπνήσει ο καπετάνιος, το Γιωργιό.

Δεν είναι σε καράβι, δεν είναι καθισμένος σε βράχο, δε βλέπει θάλασσα και δε φορά παντελόνι μπάνιου.
Κάθεται σε μια καρέκλα. Μπροστά του βλέπει μια τηλεόραση, δίπλα ένα τηλέφωνο, ρολόι κρεμασμένο στον τοίχο και στο χέρι του.
Συνέρχεται λίγο και καταλαβαίνει τι έχει γίνει και βάζει τα γέλια.
Εσύ κατάλαβες τι είχε γίνει ; Όχι  ;;; 
Άκου λοιπόν,

Όπως ήταν καθισμένος στην πολυθρόνα του, έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια, βυθίστηκε στο παρελθόν  και  έζησε για λίγο, με τη σκέψη, τα παιδικά του χρόνια.













ΙΙΙ. ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ
1.Τα ελεύθερα κοπέλια
Όπως φάνηκε από τα προηγούμενα, τα κοπέλια ένιωθαν ελεύθερα σε μεγάλο βαθμό.
Έτρεχαν ξυπόλυτα και πήγαιναν όπου ήθελαν, μέρα και νύχτα.
Κολυμπούσαν γυμνά χωρίς να αισθάνονται τη γύμνια τους ως προσβολή της δημοσίας αιδούς !!
Καβαλούσαν και έτρεχαν χαρούμενα με τα μουλάρια, τις φοράδες και τους γαϊδάρους χωρίς να φοβούνται την ταχύτητα και το πέσιμο. Σωστοί Καουμπόηδες.
Είχαν δικά τους φάρματα (καβαλίνα, χώμα και   λάσπη ούρων), για πρώτες βοήθειες.
Τα βράδια κοιμόντουσαν στα δώματα παρέα με τα άστρα, το φεγγάρι, τη σκόλοπα και τις νυχτερίδες, χωρίς να φοβούνται.
Έπαιζαν παιχνίδια δικής τους έμπνευσης και τα έφτιαχναν χωρίς κόστος, από πρώτες ύλες παρμένες από τη φύση.
Είχαν το δικό τους βασικό εξοπλισμό, για τις ανάγκες της καθημερινότητάς τους (Τσακάκι, Λάστιχο, Φακό κλπ) .
Έτρωγαν φαγητά που όλα ήταν οικογενειακής παραγωγής και αυτά, τα κοπέλια, όταν χρειαζόταν, συμπλήρωναν τη διατροφή τους από προϊόντα της φύσης.
Είχαν ζωντανό μεταφορικό μέσο, το Γάιδαρο και ζωντανά μέσα οργώματος, τα Βόδια.
Είχαν τον πιο απλό φωτισμό, το Λύχνο.                               
Δεν είχαν τεχνολογικά όργανα μέτρησης του χρόνου, όμως είχαν τον ήλιο, τον ουρανό με τα άστρα και το κακάρισμα του πετεινού.
Ήταν μέσα σε όλα, συμμετείχαν στα πάντα και είχαν τεράστιες αντοχές και υπομονή.
Όλη η φύση ήταν δική τους και την απολάμβαναν  καθημερινά.
Ήταν ελεύθερα, γιατί δεν φοβόντουσαν και δεν ήλπιζαν σε τίποτα. ΑΠΟΛΥΤΩΣ.




2. Πότε χάθηκε η ελευθερία
Τα κοπέλια άρχισαν να χάνουν την ελευθερία τους,
Όταν τους φόρεσαν παπούτσια. Έχασαν την άμεση επαφή με το χώμα, το νερό, τη σκόνη, τη λάσπη και τα αγκάθια.
Όταν έχασαν το φως του λύχνου. Αυτό το απαλό φως που τους κρατούσε συντροφιά και τα ηρεμούσε, κρεμασμένος στον τοίχο, δίπλα τους. Τον έφαγε η Λάμπα πετρελαίου και αυτή την έφαγε το Λουξ και αυτό ο ηλεκτρισμός. Με λίγα λόγια, όταν η τεχνολογία εισέβαλε στη ζωή τους, χάθηκε η ελευθερία όχι μόνο των κοπελιών, χάθηκε για όλους.
Δεν το πιστεύετε;;;;; Συνεχίστε το διάβασμα και θα καταλάβετε.
Η τεχνολογία είναι το μέσο εκμετάλλευσης των ανθρώπων από ανθρώπους.
Εκμεταλλευτές οι κατέχοντες την τεχνολογία και εκμεταλλευόμενοι οι χρήστες της.
Πάλι δεν καταλαβαίνετε;;
Πρώτο παράδειγμα ο Λύχνος.
Χρειαζόταν λίγο λαδάκι και ένα μπαμπακερό φιτίλι. Κόστος ελάχιστο και φως απαλό. Μέχρι που ήρθε η Λάμπα.
Η Λάμπα, τεχνολογικό θαύμα της εποχής. Περισσότερο φως και καλύτερο για τα μάτια σας. Έτσι έλεγαν οι διαφημιστές της εποχής. Η Λάμπα είχε μεγαλύτερο κόστος αγοράς και ήθελε κάθε τόσο πετρέλαιο, γυαλί, μολυβήθρα και φυτίλι ειδικό. Τεράστιο το κόστος λειτουργίας, ασύγκριτο με αυτό του Λύχνου.
Δηλαδή, περισσότερα χρήματα για τη Λάμπα, άρα λιγότερα για τις άλλες ανάγκες. Και δε σε άφηνε να κάνεις πίσω. Δέσμιος αυτής της απλής τεχνολογίας ο κάθε αγοραστής.
Γελάς;; Σου φαίνεται απλοϊκό παράδειγμα; Άντε  παρακάτω.
Δεύτερο παράδειγμα ο Γάιδαρος
Δωρεάν απόκτηση από την αναπαραγωγή αλλά και η αγορά του κόστιζε ελάχιστα.
Κόστος συντήρησης σχεδόν μηδενικό. Λίγα άχυρα και μπόλικο χορταράκι. Και τα δυο από τη φύση. Χωρίς τέλη κυκλοφορίας και ρύπανση μηδενική. Αντίθετα, έδιδε λίπασμα  στη γη με τις καβαλίνες του, που ήταν και αιμοστατικό για τα τραύματα των κοπελιών.
Ήρθε το φορτηγό και το αγροτικό αυτοκίνητο. Κόστος αγοράς ξέρετε πόσο, τεράστιο, δυο με τρία χρόνια δουλειάς. Όποιος αγόραζε με δόσεις προεξοφλούσε το αβέβαιο μελλοντικό του εισόδημα.
Κόστος συντήρησης αβάσταχτο. Δίπλωμα οδήγησης, καύσιμα, ορυκτέλαια, λάδια, λάστιχα, ασφάλιστρα, τέλη κυκλοφορίας, τεκμήριο και στο τέλος ρύπανση!!!
Για όλα αυτά δεν έμενε φράγκο στην τσέπη για τις άλλες ανάγκες. Τους πρόσφεραν όμως λύσεις. Πάρτε καταναλωτικά δάνεια, κάθε είδους δάνεια. Πάρε κόσμε, είναι καλά και φτηνά τα δάνειά μας, έλεγαν όλες οι τράπεζες. Μέχρι που τους έβαζαν στο χέρι.
Χρεωμένοι μέχρι το λαιμό και δεν μπορούν να κάνουν πίσω, είναι λένε απαραίτητο, δεν κάνουν χωρίς αυτό. Πολλοί λέγανε πως πήγαιναν με το αυτοκίνητο στο περίπτερο για τσιγάρα.
Τώρα που χρεοκόπησαν και τα δάνεια είναι στο κόκκινο, περιμένουν ρυθμίσεις για να σωθούν.
Τώρα τι λέτε, αυτοί οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι;
Έχασαν την ελευθερία τους χωρίς να το καταλάβουν και τώρα  δεν ξέρουν πώς και πότε θα την  ξαναβρούν.

Συμπέρασμα: Η τεχνολογία έκλεψε την ελευθερία των ανθρώπων.
ΙV. Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ
Ο Λύχνος και οι διάδοχοί του, η Λάμπα και το Λουξ. Όλα τα έφαγε ο ηλεκτρισμός και η τεχνολογία που αναπτύχθηκε γύρω από αυτόν.
Το Δρεπάνι, ο Βλοσυρός, το Θρινάκι και η Παλάμη. Τα διαολόστειλε η θεριζοαλωνιστική μηχανή.
Οι Φάμπρικες, οι Μυλόπετρες και οι Μποξάδες. Τα κατάστρεψαν τα μηχανοκίνητα ελαιουργεία.
Ο Νερόμυλος. Τον  ξήλωσε  η αλευροβιομηχανία.  
Ο Ανεμόμυλος, το Μαγκάνι και το Γεράνι. Τα ξεπάτωσαν οι μηχανές άντλησης του νερού.
Το Αλέτρι, ο Ζυγός, η Ζέβλα  και το Βουκέντρι. Ήρθε το τρακτέρ, φύγανε αυτά.
Τα πατητήρια βούλιαξαν. Ήρθαν τα μηχανήματα τις οινοποιίας.
Ο Ξυλόφουρνος του σπιτιού. Ήρθε η βιομηχανοποιημένη φρατζόλα, άσπρη και μαλακή.
Τιιιιιι;;;;  Ναι, έχεις δίκιο, τα παιχνίδια.
Το Τόπι με την κάλτσα, ο Ντελιμάς με δύο ξύλα, οι Αμάδες με μια πέτρα, τα Τσιγκάκια με δέκα κομμάτια από σκουριασμένο τσίγκο.  
Το Θιαμπόλι και η Μαντούρα, μουσικά όργανα από καλάμι.
Το Νεροπίστολο από κλαδί πικροδάφνης. 
Το ηρωικό Τσουρί. Από τσέρκι κρασοβάρελου.
Και τόσα άλλα, αμέτρητα είδη. Μαζί τους χάθηκαν οι τέχνες και οι τεχνίτες τους.
V. Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΖΩΩΝ
Ο Γάιδαρος.  Πριν από εκατό χρόνια τα χωράφια και οι καλαμιές ήταν γεμάτες από αυτούς. Τώρα, σε όλη την κτηματική περιφέρεια του χωριού δεν υπάρχει ούτε ένας για δείγμα. Δε θα βρείτε ούτε μια προτομή του σε πλατεία χωριού όλης της περιφέρειας.
Ναι, σύμφωνοι. Οι προτομές και τα αγάλματα είναι για τους Ήρωες και τα σημαντικά πρόσωπα.
Όμως, ο Γάιδαρος υπήρξε σημαντικό είδος του ζωικού βασιλείου που πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα. Αδιαμαρτύρητα, με ταπεινοφροσύνη,  με απεριόριστη υπομονή και αξιοθαύμαστη αντοχή. Ήταν και  λιτοδίαιτος. Δεν του άξιζε μια ανάμνηση;  Έτσι, για την ιστορία, που να πάρει ο διάολος (τον έβαλαν όμως στο Internet).

ΓΑΊΔΑΡΟΣ

Μαζί του εξαφανίστηκαν οι φοράδες και τα Μουλάρια, από την ίδια αιτία.

Το Βόδι. Χάθηκε από την πιάτσα, γιατί δεν χρησιμεύει πια  στο όργωμα και στον αλωνισμό. Τώρα είναι τα μηχανήματα.
Όμως, θα τα βρείτε μαντρισμένα σε ομαδικούς στάβλους (τάφους), βουστάσια τα λένε. Τα έχουν εκεί για πάχυνση, σφαγή και επεξεργασία. Να γίνει το κρέας  τροφή για τους ανθρώπους και τα κόκκαλα για τους σκύλους.
Αν τύχει και δείτε κανένα βόδι να βόσκει στην ύπαιθρο, μη ξεγελαστείτε, κι αυτό για φάγωμα θα είναι.

ΒΟΥΙ= ΑΓΕΛΑΔΑ  για φάγωμα




Μαζί με το γάιδαρο, το βόδι, τη φοράδα και το μουλάρι χάθηκαν οι καβαλίνες και οι βουτσές, το φυσικό λίπασμα της γης.
Η πιο σπουδαία απώλεια ήταν η κουλτούρα  και ο πολιτισμός, τα ήθη και τα έθιμα, η αλληλεγγύη και ο σεβασμός, τα γνήσια αισθήματα και τα συναισθήματα, οι εκδηλώσεις χαράς και λύπης. Οι μικροαπολαύσεις και οι μικροχαρές που πλημμύριζαν με ευτυχία τις καρδιές και τις ψυχές των ανθρώπων, κάποιες στιγμές της ζωής τους, και αυτό τους έφτανε.
Χάθηκαν οι χαρές, τα γέλια και τα παιχνίδια των κοπελιών. Η εφευρετικότητα, η εργατικότητα και οι αντοχές τους. Χάθηκε η επαφή με τη γη. Δεν περπατούν πια ξυπόλητα στις σκόνες, στις λάσπες και στα παγωμένα νερά.
Το πιο σπουδαίο, δεν κολυμπούν πια γυμνά και δεν τρώνε γνήσια γεννήματα της φύσης. 
Στη ζωή τους έχει εισβάλει η τεχνολογία και η χημεία. Τα έχει καταστρέψει και δεν έχουν πάρει χαμπάρι ούτε αυτά ούτε οι δημιουργοί τους. Καημένα παιδιά του σήμερα, καημένοι άνθρωποι του σήμερα, νομίζετε πως ζείτε σε περιβάλλον πολιτισμού και απόλαυσης.
Νομίζετε, δεν είναι έτσι, αλλά δεν μπορείτε να κάνετε διαφορετικά, όπως και εγώ, το Γιωργιό της Παρασκευούλας.   
VI. ΤΑ ΚΟΠΕΛΙΑ: Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥΣ
Όταν μεγάλωσαν τα κοπέλια ακολούθησαν διαφορετικές διαδρομές στη ζωή τους.
Μερικά παρέμειναν στο χωριό και ασχολήθηκαν με τη γεωργία. Εφάρμοσαν νέες μεθόδους και συστήματα με μεγάλη επιτυχία στην παραγωγή και αύξησαν σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημα και βελτίωσαν το βιοτικό τους επίπεδο.
Άλλα  έφυγαν από το χωριό για το Ηράκλειο και την Αθήνα. Ασχολήθηκαν με τέχνες και άλλα επαγγέλματα, με επιτυχία.
Τα περισσότερα δεν προχώρησαν σε σπουδές. Τελείωσαν μόνο το Δημοτικό.
Ένα, δυστυχώς ξέφυγε επειδή ο πατέρας του λάδωσε (κυριολεκτικά) και πέρασε στη μέση εκπαίδευση. Ποιο ήταν; Το Γιωργιό της Παρασκευούλας και του Νικολή.
Αυτό το κοπέλι που γνωρίσατε στα προηγούμενα, πήγε και στο Πανεπιστήμιο, χωρίς λάδωμα αυτή τη φορά.  Έχει πολλή πλάκα η υπόθεση.
Η πιο μεγάλη πλάκα είναι ότι αυτό το κοπέλι έγινε Δημόσιος Υπάλληλος, όπως ήθελε ο πατέρας του, παρά την αντίθετη δική του  φιλοσοφική προσέγγιση των πραγμάτων. Το μηνιάτικο έπεφτε στην τσέπη κάθε μήνα και δεν έφερνε αντίρρηση.
Μη γελάσετε, το κοπέλι που στο Δημοτικό  ήξερε μόνο τη μισή προπαίδεια και δεν ήξερε να κάνει διαίρεση, έγινε και Διευθυντής Υπουργείου, αν έχετε το θεό σας, χριστιανοί. Μα γίνονται αυτά τα πράγματα και αν γίνονται, πώς γίνεται να γίνονται. Μυστήριο.
Θα πείτε, μπράβο σ’ αυτό το κοπέλι, προόδευσε. Λάθος, δεν είναι έτσι.
Ή, μάλλον, έτσι νόμιζε και αυτό το κοπέλι, ότι προόδευσε και ότι ο πατέρας του είχε δίκιο που λάτρευε την πρόοδο και την εξέλιξη της τεχνολογίας.
Έγινε μανιώδης πελάτης της τεχνολογίας και αγόραζε και αγόραζε κάθε νέο προϊόν της τεχνολογίας. Υποδουλώθηκε και δεν το κατάλαβε, του άρεσε αυτή η κατάσταση και δε σκεφτόταν τίποτε άλλο παρά μόνο να τα αποκτήσει όλα, να περνά καλά και να μην υστερεί από τους άλλους ανόητους σαν  τον ίδιο.
Σήμερα, αυτό το κοπέλι είναι συνταξιούχος του Δημοσίου. Έχει ασήμαντη αποταμίευση για κάθε ενδεχόμενο και είναι απόλυτα εξαρτημένος από τις διαθέσεις ντόπιων και ξένων  αρχόντων. Κάθε τόσο του κουτσουρεύουν τη σύνταξη, τον έχουν ξεπατώσει στους φόρους, χωρίς να τον ρωτούν και να του δίδουν λογαριασμό, να του εξηγήσουν γιατί του κάνουν όλα αυτά τα κόλπα. Γιατί του κόβουν από τα δικά του και τα δίδουν στους παγκόσμιους πιστωτές μας.
Σκέφτεται σήμερα, σήμερα όμως, ότι είχε δίκιο στην παιδική του φιλοσοφία για την πρόοδο και την τεχνολογία, ότι αυτή θα μας ξεκάνει. Ναι, είχε δίκιο τότε το κοπέλι. Αλλά το ξέχασε μια ολόκληρη ζωή και πορεύτηκε αντίθετα με τις πεποιθήσεις του.
Προσέξτε τα παρακάτω.
Πήγε στη μέση εκπαίδευση και στο πανεπιστήμιο. Είχε αφεντικά πάνω από το κεφάλι του τους καθηγητές.
Στη συνέχεια έγινε ιδιωτικός υπάλληλος και είχε τα αφεντικά της επιχείρησης που του έδιδαν διαταγές.
Έγινε δημόσιος υπάλληλος και είχε αφεντικά τους προϊσταμένους του. Ακόμα και όταν έγινε διευθυντής είχε αφεντικά, τους πολιτικούς του προϊσταμένους.
Βέβαια το DNA που διαμορφώθηκε στην παιδική του ηλικία και το κληρονομικό, τον έκαναν να μην είναι εύκολος στην εκτέλεση των εντολών  και αντιδρούσε θέλοντας να κάνει το δικό του, να επιβάλει τη δική του θέση και άποψη. Λίγες φορές τα κατάφερε και, όταν γινόταν, δεν έπαυε να είναι κάτω από διαταγές ανωτέρων.
Μια ζωή κάτω από αφεντικά, μια ζωή αιχμάλωτος και δούλος της τεχνολογίας.
Και τι να έκανε, αφού όλοι έτσι κάνουν; Σύμφωνοι, αλλά όλοι βρίσκονται σε λάθος δρόμο.
Ποιο δρόμο να ακολουθήσουν; Ας τον βρουν μόνοι τους, είναι δύσκολο, όχι όμως ακατόρθωτο.

VII.ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΑ ΚΟΠΕΛΙΑ ;
Τα περισσότερα από αυτά  φιλοξενούνται στη Φάρμα του Πέτρου, μαζί τους και ο Παυλής. Τα υπόλοιπα έχουν ήδη βγάλει εισιτήριο για τον ίδιο προορισμό. Βρίσκονται σε διαφορετικές στάσεις και περιμένουν να περάσει το λεωφορείο της δικής τους  γραμμής, προς  τη Φάρμα του Πέτρου.

VIIι. Η ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ  ΕΠΟΧΩΝ
Να παρακολουθήσετε με προσοχή  τις αλλαγές που πέρασαν από τη ζωή του Γιωργιού.
Πέρασε από την εποχή
·         Του Λίχνου, της Λάμπας, του Λουξ μέχρι την εποχή του ηλεκτρισμού, που να μην έφτανε αυτή η εποχή…
·         Του Γαϊδάρου, του Ποδήλατου, του Πατινιού, του Μοτοποδήλατου  και του Αυτοκινήτου.
·         Του τηλεφώνου με τη μανιβέλα, του Τηλέφωνου του Ο.Τ.Ε. και του ινητού τηλεφώνου πολλών γενεών  μέχρι τώρα.
·         Του ξύλινου μολυβιού, του μολυβιού με μελάνι (στυλό), του μολυβιού διαρκείας (Bic)  και του Computer όλων των ειδών.
·         Της σκαλίδας (σκάψιμο), του Βοδιού (όργωμα), της Μπουλντόζας, της Φρέζας και του Τρακτεριού.
·         Του ξυπόλητου, του πάνινου Παπουτσιού, του δερμάτινου Παπουτσιού, του λαστιχένιου Παπουτσιού, του Nike, Reebok, Addidas και άλλων ειδών παπουτσιών.
·         Της ζωντανής Μουσικής, του Γραμμόφωνου και της Λατέρνας, της ηλεκτρικής και της ηλεκτρονικής Μουσικής, της στερεοφωνικής και της υψηλής τεχνολογίας Μουσικής.
·         Του φρέσκου Γάλατος της κατσίκας και του προβάτου, του Τυριού και της Μυζήθρας, των τυποποιημένων  βιομηχανικής παραγωγής.
·         Της πραγματικά υγιεινής διατροφής με φρέσκα προϊόντα του κήπου και της φύσης, των προϊόντων βιομηχανικής και χημικής παραγωγής.
·         Του Ρόκας και του Αδραχτιού, της Ανέμης και του  Αργαλειού, της βιομηχανικής παραγωγής μάλλινων και συνθετικών υφασμάτων και ενδυμάτων.
·         Του Καφέ με ρεβίθι, του Καφέ της Αφρικής και της Βραζιλίας, του Φραπέ, του Γαλλικού, του Cappuccino, του Fredo Cappuccino και των λοιπών αμέτρητων ειδών καφέ.
·         Της παραστιάς, της γκαζιέρας, της ηλεκτρικής κουζίνας και του φούρνου μικροκυμάτων.
Και τόσα άλλα που δεν έχουν τελειωμό.



















IX. ΣΕ  ΠΟΙΑ  ΕΠΟΧΗ  ΖΟΥΜΕ  ΣΗΜΕΡΑ

Πιστεύω  ότι  σήμερα ζούμε στην εποχή  
Της πιο άγριας εκμετάλλευσης ανθρώπου από  άνθρωπο.
Της κυριαρχίας του χρήματος και της υποχώρησης του σεβασμού στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Της αντικατάστασης της  αξίας της ανθρώπινης ζωής με την αξία του κέρδους.

Της στατιστικής του αποτελέσματος
χωρίς ανθρώπινη παράμετρο.


ΤΕΛΟΣ;;;

Comments

  1. Γεια σας, Έχετε προβλήματα στην επιχείρησή σας, Γάμος, Έχετε προκλήσεις υγείας που φαίνονται αδύνατες; Wasμουν ακριβώς όπως εσείς που μπερδευτήκατε πολύ για τη ζωή, αλλά εδώ είμαι πανηγυρισμένος, ο γάμος και η επιχείρησή μου είναι επιτυχημένοι και η υγεία μου είναι σε καλή κατάσταση. Δεν υπάρχει τίποτα που κάνω που δεν ευημερεί. Επικοινωνήστε με τον DR WALE που έχει λύση σε όλα τα πνευματικά και ιατρικά προβλήματα. Μπορεί να σε θεραπεύσει από οποιαδήποτε ασθένεια και να σπάσει κάθε ξόρκι.
    Επικοινωνήστε με τον Πνευματικό με τις παρακάτω πληροφορίες: WhatsApp/Viber/Telegram: +2347054019402
    E-mail: drwalespellhome@gmail.com

    ReplyDelete

Post a Comment