ΤΑ ΚΟΠΕΛΙΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ


ΑΘΗΝΑ 2014

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν.  ΚΕΦΑΛΑΚΗΣ





Τ Α
Κ Ο Π Ε Λ Ι Α








Έκδοση  δεύτερη  
Αθήνα 2015






Τα κοπέλια που θα γνωρίσετε
δεν είχαν  τίποτα
Αλλά
δεν τους  έλλειπε
τίποτα




***





ΕΞΗΓΗΣΗ
ΔΕΝ   ΕΙΜΑΙ  ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
ΔΕΝ  ΔΙΕΚΔΙΚΩ  ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ  ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
**
ΤΟ  ΕΓΡΑΨΑ
ΓΙΑ  ΝΑ  ΑΚΟΥΜΠΗΣΩ  ΚΑΠΟΥ  ΜΕΡΙΚΕΣ
από ΤΙΣ ΠΑΙΔΙΚΕΣ  ΜΟΥ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
**













ΔΕΝ  ΠΟΥΛΙΕΤΑΙ      
ΧΑΡΙΖΕΤΑΙ
ΣΤΟΥΣ   ΔΙΚΟΥΣ  ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
**
ΠΟΥ  ΕΙΝΑΙ
ΤΑ  ΠΑΙΔΙΑ,   ΤΑ  ΕΓΓΟΝΙΑ  
ΟΙ  ΚΑΛΟΙ  ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ
ΚΑΙ   ΤΑ  ΦΙΛΙΚΑ  ΜΟΥ  ΠΡΟΣΩΠΑ
ΔΙΑΒΑΣΕ  - ΑΝΑΛΥΣΕ – ΦΙΛΟΣΟΦΗΣΕ
Πάρε το, σου το χαρίζω, 
γιατί είσαι δικός μου άνθρωπος


















Όμως θέλω μια χάρη από σένα

Να το διαβάσεις με προσοχή,
Να κατανοήσεις το περιεχόμενό του,
Να συγκρίνεις την εποχή εκείνη με το σήμερα,
Να φιλοσοφήσεις και να βγάλεις συμπεράσματα.
Να αξιολογήσεις τον τρόπο ζωής διαχρονικά, την εξέλιξη
της τεχνολογίας και του πολιτισμού.




























Αν μπορείς, κάνε και κάποια άλλα μαζί με τα κοπέλια

Παίξε  Ντελιμά, Αμάδες, Χωστό και Τσουρί
Πήγαινε  και κυνήγησε φίδια, κοράκους, πουλιά και νυχτερίδες.
Κάνε τους παρέα και δοκίμασε το φαγητό τους,
θα διαπιστώσεις πως είναι νοστιμότατο και υγιεινό.
Πήγαινε στα χωράφια για το θέρος και στα αμπέλια για τον
Τρύγο αλλά μη βάλεις ρούχα Lacoste και παπούτσια Nike,
να είσαι ξυπόλυτος και γυμνός από τη μέση και πάνω. 
Στο λιομάζωμα που θα πας, βάλε  σακάκι και παπούτσια,
γιατί εσύ θα κρυολογήσεις.
Αν σου πέσει ο κλήρος να κλέψεις αυγά από κοτέτσι,
μη διστάσεις, δοκίμασε, είναι απίστευτη εμπειρία. 
Γδύσου  και κάνε μπάνιο στους κολύμπους του ποταμού
και μη σου κακοφανεί αν σου βάλουνε καζούρα για
το σχήμα και το μέγεθος του ανδρικού σου εργαλείου,
τα κάνουνε αυτά τα κοπέλια.                       
Τέλος  μη ξεχάσεις να κοιμηθείς παρέα τους  στο δώμα,
ένα Αυγουστιάτικο βράδυ, να απολαύσεις τη μαγεία
του ουρανού και το ξύπνημα του πετεινού.
Αν τα κάνεις θα νιώσεις  καλύτερα
 Άντε, ξεκίνα, τα κοπέλια σε περιμένουν.











Αφιερώνεται

Σε όλα τα   κοπέλια  του κόσμου που  έζησαν και  ζούνε  σε ίδιες ή και  σε πιο  δύσκολες  συνθήκες από  αυτές που περιγράφονται
σ΄ αυτό το γραφτό.











***




Ο  ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ
Τεράστιος,  
δεμένος σε ένα μικρό  πάσσαλο .
Ρωτούν τον ιδιοκτήτη  του πώς είναι δυνατό να τον συγκρατεί   αυτό το μικρό ξύλΟ, αφού με  ελάχιστη  προσπάθεια  θα μπορούσε  να ελευθερωθεί ;
Εκείνος απαντά:    Οταν ήταν μικρό  και  αδύναμο ελεφαντάκι προσπάθησε δυο με τρεις φορές και δεν τα κατάφερε.
Από   τότε ΔΕΝ  ξαναπροσπάθησε.             

 Ιστορία  με  νόημα







I. ΓΕΝΙΚΗ  ΑΝΑΦΟΡΑ
Α. ΤΟ  ΧΘΕΣ  ΚΑΙ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
Στους σημερινούς καιρούς που όλα είναι στραβά και ανάποδα,  που κυριαρχεί η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια, η απελπισία και η κατάσταση αυτή δεν φαίνεται να έχει σύντομο τελείωμα.
Τώρα που χάθηκαν τα όνειρα και οι προοπτικές , θα επιχειρήσω να σας μεταφέρω σε μια άλλη εποχή όπου οι άνθρωποι τότε  ζούσαν ήρεμοι, ευχαριστημένοι με χαμόγελο  και που, με απλά όνειρα και επιθυμίες περνούσαν τον καιρό τους.
Τότε οι άνθρωποι πάλευαν για το καθημερινό τους φαγητό, για ένα απλό ντύσιμο και για τα στοιχειώδη  της καθημερινότητάς τους.
Θα σας μεταφέρω  στην εποχή αυτή και σε ένα συγκεκριμένο τόπο, σε ένα χωριό όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια.
Η προσπάθεια  αυτή επικεντρώνεται στο να παρουσιάσω  τη ζωή των παιδιών της ηλικίας μου σ΄  αυτό τον τόπο εκείνη την εποχή. Το κάνω αυτό  γιατί πολλά έχουν γραφτεί για  όλες σχεδόν τις περιόδους της ανθρωπότητας, για  τη ζωή των πολιτών, για προσωπικότητες, για επιστήμονες, φιλόσοφους και στρατηλάτες, κατακτήσεις και λάφυρα. Για τις  εφευρέσεις και την τεχνολογία κάθε εποχής και  τα κάθε λογής επιτεύγματα της  επιστήμης και της ανθρώπινης  ικανότητας.
Ελάχιστα όμως έχουν γραφτεί  για τα παιδιά της κάθε εποχής. Ποια ήταν η διατροφή τους, η εκπαίδευση και η ψυχαγωγία τους. Για τα ρούχα που φορούσαν και τα παιχνίδια που έπαιζαν και γενικά το ρόλο  που είχαν τα παιδιά αυτά  μέσα στις κοινωνίες που ζούσαν και ποια μέσα τους προσφέρονταν για να μπορούν  να έχουν όνειρα και προοπτική.

Δεν μπορώ να περιγράψω για όλους τους  τόπους και για όλα τα παιδιά. Μπορώ όμως  να σας περιγράψω τη δική μου ζωή και μέσα από αυτή   για όλα  τα παιδιά του τόπου μου, του χωριού μου, γιατί όσα έζησα τα έζησα εκεί μαζί με αυτά τα παιδιά..
Η ηλικία μας ήταν από 6 μέχρι 12 και μερικά λίγο παραπάνω. Σ΄ αυτές τις  παιδικές καρδιές, στα μυαλά και  στα  κορμιά τους συνέβαινα πολλά και ενδιαφέροντα που στα σημερινά παιδιά θα φαίνονται σαν ωραία παραμύθια. Και όμως ήταν πραγματικότητα.    
Β. ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ
Πρέπει να θυμάστε ότι τα πάντα διαδραματίζονται σε ένα συγκεκριμένο τόπο, στην περιοχή του χωριού  Πραιτώρια και μέσα στις συνθήκες που επικρατούσαν  σ΄εκείνη  την περιοχή.   Τα  παιδιά δεν είχαν καμία δυνατότητα επικοινωνίας και  επαφής με άλλους τόπους  και ανθρώπους επειδή δεν υπήρχε, εκτός των άλλων και η  δυνατότητα μετακίνησης.
Εξαίρεση αποτελούσαν τα χωριά,
Ασήμι, επειδή  κάθε Πέμπτη γινόταν και γίνεται ακόμη, παζάρι.
Πύργος, επειδή και σ΄ αυτό είχε και έχει παζάρι κάθε Τρίτη.
Τα παιδιά  πήγαιναν σε άλλο χωριό μόνο αν είχαν συγγενείς σ΄ αυτό, λόγω  καταγωγής της μάνας ή του πατέρα.
Το δικό μου άλλο χωριό ήταν ο Χάρακας,  της μητέρας μου και είχα εκεί τον παππού μου, τη γιαγιά μου, τέσσερις θείες και πέντε θείους .
Τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους και χρησιμοποιούσαν, δεν ήταν τα μοναδικά της εποχής. Στις πόλεις και σε άλλα χωριά της Κρήτης υπήρχαν πιο εξελιγμένα μέσα επικοινωνίας, μετακίνησης, καλλιέργειας της γης και γενικά περισσότερη και ανώτερη τεχνολογία και πολιτισμό. Στο χωριό μου δεν υπήρχαν, αλλά ξέραμε ότι υπήρχαν αλλού. Για παράδειγμα, βλέπαμε  λεωφορεία που μετέφεραν επιβάτες στη χώρα (Ηράκλειο) και φορτηγά που εκτελούσαν τις εμπορευματικές μεταφορές. Βλέπαμε αυτοκίνητα (κούρσες) να περνούν από τους χωματόδρομους και να σηκώνουν σύννεφα σκόνης, καθώς και αεροπλάνα που περνούσαν από ψηλά. Καράβια ακούγαμε ότι υπήρχαν αλλά δεν τα είχαμε δει ποτέ, ούτε τη θάλασσα, μόνο  σαν ζωγραφιές στα βιβλία.
Σε επόμενα χρόνια πολλά από αυτά τα μέσα πέρασαν στη ζωή μας, τα χρησιμοποιούσαμε και έτσι άρχισε η καταστροφή του παιδικού μας  κόσμου, χωρίς να το καταλάβουμε και αυτό γιατί τα θεωρούσαμε πρόοδο, όπως και τώρα θεωρούμε πρόοδο την εξέλιξη της τεχνολογίας.
Αυτή η πρόοδος κατέστρεψε την ψυχή και τα αισθήματά μας και δεν το έχουμε καταλάβει ακόμα.
Δεν καταλάβαμε  ότι η τεχνολογία μας έδεσε στο άρμα των εκμεταλλευτών της.
Μια απέραντη και ατέλειωτων διαστάσεων απληστία για την απόκτηση των μέσων του πολιτισμού κατέλαβε τους ανθρώπους. Να τα αποκτήσω όλα, να τα έχω όλα στη διάθεσή μου, να έχω περισσότερα από το διπλανό, το συγγενή, το γείτονα . Αν πρέπει να δουλέψω περισσότερο και αν, παρά ταύτα δεν φτάνουν τα λεφτά, ε, ας πάρω ένα, δυο και τρία δάνεια, δυο με τρεις πιστωτικές, ας κάνω και καμιά απατεωνιά, ας κλέψω  βρε αδερφέ, και τι έγινε;. Καταλάβατε επίδειξη, εγωισμός, εμπάθεια, και υπερκαταναλωτισμός.
Στο μικρό μου το χωριό η  απλότητα, η λιτότητα , ο μόχθος, το φιλότιμο και η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα, η χαρά και της παραμικρής διασκέδασης και του σπάνιου αλλά συγκρατημένου ξεφαντώματος, πήγαιναν πακέτο και δημιουργούσαν αρμονικές ανθρώπινες σχέσεις, ψυχική ισορροπία και ικανοποίηση ζωής


Μαζί με τα κοπέλια έζησα όσα θα διαβάσετε, για λίγα χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 μέχρι το 1952. Παιδιά του  δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, της γερμανικής κατοχής και του εμφύλιου. Ελάχιστα από αυτά πήραμε χαμπάρι, βιώσαμε όμως τις συνέπειες τους.








Γ. ΟΙ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ
Για να γίνουν κατανοητά όσα θα διαβάσετε παρακάτω, πρέπει να σας δώσω τις παραμέτρους:
1.   Το χωριό  Πραιτώρια
Βρίσκεται στη μέση του κάμπου της Μεσσαράς, στη επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Οι κάτοικοι λίγοι, μέχρι 250 άτομα και αρκετά παιδιά, γύρω στα 30  όλων των ηλικιών.
Οι κάτοικοι είχαν κύρια απασχόληση ΜΟΝΟ  τη γεωργία και κανείς Πραιτωριανός δεν είχε τεχνικό επάγγελμα.
2.   Τα σπίτια
Τα περισσότερα σπίτια πρόχειρης κατασκευής με σκεπή χωμάτινη ή με τσίγκο και ελάχιστα με κεραμίδια. Το εσωτερικό τους απλό με λίγα  έπιπλα καθημερινής χρήσης. Ορισμένα είχαν φούρνο για ψήσιμο του ψωμιού, και τζάκι με παραστιά για το μαγείρεμα και για ζεστασιά.
Τουαλέτες δεν υπήρχαν, τα έκαναν στους στάβλους μαζί με τα ζώα και στην ύπαιθρο οι περισσότεροι, στον καθαρό αέρα !!!!!!!
3.   Υποδομές-Τεχνολογία
Οι δρόμοι χωμάτινοι (χωματόδρομοι), που το χειμώνα ήταν γεμάτοι λάσπες και το καλοκαίρι με μπόλικη σκόνη.
Φωτισμός δεν υπήρχε, δεν υπήρχε ούτε ένα τροχοφόρο όχημα παρά μόνο ένα ποδήλατο. Ένα κοινοτικό χειροκίνητο τηλέφωνο ( με μανιβέλα), εγκαταστημένο  σε  σπίτι του χωριού, που σου έβγαζε το λάδι για να επικοινωνήσεις με άλλο χωριό. 
Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα με όλες τις συνέπειες αυτής τη  έλλειψης.
Με λίγα λόγια, ούτε ηλεκτρισμός, ούτε τροχός, ούτε   άλλα αγαθά της τεχνολογίας υπήρχαν στο χωριό μου. Υπήρχαν όμως εργαλεία για τις καλλιέργειες, καθώς και σκεύη για τις ανάγκες της μαγειρικής, του πλυσίματος και της καθημερινότητας. Υπήρχαν νερόμυλοι για το άλεσμα των δημητριακών και φάμπρικες (ελαιοτριβεία) για το άλεσμα των ελιών. Σκαλίδες και σκαπέτια για σκάψιμο, τσαπράζα για κλάδεμα, απειριάστρες για τα αμπέλια και τους κήπους.
Το πότισμα γινόταν από πηγάδια με κουβάδες, μαγκάνια και ανεμόμυλους.


ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΣ




4.Υγειονομική περίθαλψη, κοινωνική ασφάλεια, φάρμακα.
Δεν υπήρχε δημόσια υγειονομική περίθαλψη αλλά ούτε και σοβαρή ιδιωτική. Ένας γιατρός κάθε τόσο, περαστικός. Σουλφαμίδες και κινίνο τα φάρμακά τους. Ας   είναι καλά η περιποίηση της μάνας  με τις βεντούζες και την εντριβή με τσικουδιά.  Όσο για οδοντογιατρό, τα χαλασμένα δόντια τα βγάζανε μόνοι τους. Τα παιδιά είχαν μια προωθημένη υγειονομική πρακτική για τα τραύματά τους, την  ξερή καβαλίνα – τα  σκατά του γαϊδάρου και  το χώμα.
Δ. ΤΑ  ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥΣ
Τα κοπέλια ήταν  ζωηρά, ευέλικτα, έξυπνα, σκανταλιάρικα, χαρούμενα, παιχνιδιάρικα, εφευρέτες και δημιουργοί. Καλαμπουρτζήδες, ταραξίες, πειραχτήρια και κλεφτρόνια. Τα είχαν όλα, αλλά φοβόντουσαν  τα φαντάσματα.
Αμέριμνοι, υπομονετικοί, εργατικοί. Δεν  είχαν όνειρα ούτε προοπτική για το μέλλον και αυτό γιατί δεν ήξεραν  και ούτε είχαν ακούσει για τέτοια.
Αν ρωτούσε κάποιος αυτά τα κοπέλια για το μέλλον τους θα του απαντούσαν, ηντά ΄ναι εκειονά μπάρμπα, τρώεται; Και θα σκούσαν στα γέλια.
Και αν η ερώτηση ήταν για τα όνειρά τους θα έλεγαν πως, κάπου κάπου βλέπουν στον ύπνο τους.
Γι’ αυτά τα κοπέλια αξίζει να γράψει κανείς δυο λόγια πώς ήταν, τι έκαναν, τι έτρωγαν, ποια παιχνίδια έπαιζαν, πού τα έβρισκαν και πώς περνούσαν τον καιρό τους.
E. ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ  ΤΟΥΣ
Ντελιμάς
Απλό στην κατασκευή. Χρειαζόταν ένα ξύλο δεκαπέντε πόντους και ένα άλλο του ενός μέτρου. Στερέωναν το μικρό πάνω σε δύο πέτρες, με το μεγάλο το σήκωναν ψηλά και το χτυπούσαν με το ίδιο για να πάει το μικρό όσο γίνεται πιο μακριά. Μετρούσαν την απόσταση με το μεγάλο ξύλο και ανάλογα έγραφαν πόντους. Ο παίχτης έχανε αν δεν κατάφερνε να χτυπήσει το μικρό ξύλο ή αν το έπιανε στον αέρα ο αντίπαλος.







ΝΤΕΛΙΜΑΣ





ΑμάδεςΜια στρογγυλή πλακέ  πέτρα ήταν το εργαλείο. Έβαζαν σημάδι και όποιος πλησίαζε πιο κοντά την αμάδα στο στόχο, κέρδιζε το στοίχημα.

Τσουρί
Ένα τσέρκι από κρασοβάρελο ήταν ΤΟ εργαλείο.
Με ένα κατάλληλα διαμορφωμένο χοντρό σύρμα
Σπρώχνοντας του έδιδαν κίνηση. Έτρεχαν χιλιόμετρα.
Χάνονταν στους χωματόδρομους του χωριού και  του
κάμπου. Όποιος δεν έχε ιοδηγήσει τσουρί, δεν μπορεί να
καταλάβει την ευχαρίστηση της κίνηση αυτής, ήταν  η
Ferrari τους .

ΤΣΟΥΡΙ



Τόπι            
Το κυρίαρχο παιχνίδι. Ήταν δική τους κατασκευής με
πρώτη ύλη μια ανδρική κάλτσα και κουρέλια.
Άρχοντας ο ιδιοκτήτης του.

Μαντούρα και Θιαμπόλι
Μουσικά όργανα κατασκευασμένα από καλάμι μήκους 
δεκαπέντε με  είκοσι πόντους μάκρος. Στο πάνω μέρος
έφτιαχναν τη γλώσσα που  φυσώντας τη έβγαζε τον ήχο.
Κατά μήκος άνοιγαν τρύπες, για τη μελωδική μετατροπή
του ήχου με κατάλληλους χειρισμούς των δαχτύλων.

Όπλο
Φτιαγμένο από μακρύ καλάμι  με προσαρμοσμένο
μηχανισμό από λάστιχο και σύρμα για την εκτόξευση της
σφαίρας ( μικρό πετραδάκι)

Νεροπίστολο
Απλή αλλά δύσκολη κατασκευή. Χρειαζόταν δεξιοτεχνία
και λεπτούς χειρισμούς από τον κατασκευαστή.
Χρειαζόταν ένα ίσιο κλαδί σφάκας – πικροδάφνης. Με
κατάλληλους χειρισμούς των χεριών έβγαζαν ολόκληρη τη
φλούδα, δεν έπρεπε να σκιστεί γιατί θα έχανε τη
στεγανότητά της. Έμενε το ξύλινο μέρος του
κλαδιού που χρησίμευε σαν τρόμπα για να πιέζει το νερό
που έβαζαν μέσα στη φλούδα, στο στόμιο της οποίας
προσάρμοζαν μια τάπα από το ίδιο ξύλο της σφάκας.
ΣΤ. Ο ΒΑΣΙΚΟΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥΣ
Η δράση των κοπελιών  υποστηριζόταν από διάφορα εξαρτήματα, απαραίτητα  για να φέρνουν σε πέρας τις αποστολές, τα παιχνίδια, τις κατασκευές, το κυνήγι και τις άλλες δραστηριότητές τους. 
Τσακάκι:Το σουγιαδάκι,  για όλες της ανάγκες κοπής, σφαγής πουλιών κλπ.
Τσακουμάκι και Πυρόβολος:Αναπτήρας με τσακμακόπετρα και φυτίλι που ήταν μέσα σε μια θήκη με μπαμπάκι  ποτισμένο με καθαρό πετρέλαιο. Χρησίμευε για άναμμα  της φωτιάς και των τσιγάρων  τους.
Φακός:Στρογγυλός και πλακέ με μπαταρία. Για τις νυχτερινές διαδρομές τους και το κυνήγι των πουλιών τα βράδια.
Λάστιχο: Η περίφημη σφεντόνα. Δικής τους κατασκευής από ένα διχαλωτό  ξύλο ελιάς ή από  οποιοδήποτε άλλο ξύλο, ένα κομμάτι μαλακό πετσί και λάστιχο που αγόραζαν από τον μπακάλη του χωριού.
Λίγα κοπέλια είχαν πλήρη εξοπλισμό. Όμως το τσακάκι και το λάστιχο ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Ήταν δηλαδή εργαλεία απαραίτητα για την επιβίωσή τους.
Ζ. ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ
 Τι ι ι ι ι ι ι, δεν το πιστεύετε;; Να το πιστέψετε, τα κοπέλια κάπνιζαν, περιστασιακά όχι μόνιμα και δεν κατάπιναν τον καπνό. Είχαν στη διάθεσή τους άφθονο καπνό από τα καπνοχώραφα και από τα καπνοσάκουλα των παππούδων τους. Άλλες φορές χρησιμοποιούσαν ξερά αμπελόφυλλα ή ξερά φύλλα ευκαλύπτου. Για τσιγαρόχαρτο χρησιμοποιούσαν παλιές εφημερίδες. Έκαναν την πλάκα τους όταν το καλούσε η περίσταση.

Ας γνωρίσουμε αυτά τα  κοπέλια.
Έλα  μαζί μου,
 θα σε πάω κοντά τους, να τα χαρείς.






















ΙΙ. ΕΡΓΑ  ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ
1. ΤΟ  ΓΙΩΡΓΙΟ
Κοντεύει μεσημέρι, μήνας Ιούνιος, μεγάλη κάψα. Έχει τελειώσει ο θερισμός και τα ζώα στις καλαμιές τρώνε τα υπολείμματά του.
Ένα κοπέλι κατεβαίνει από την Παπούρα (τοποθεσία), καβάλα στο γάιδαρό του σταυροπόδι πάνω στο σαμάρι και δίπλα του η χαχαλόβεργα – δίχαλη βέργα,  κοντά δύο μέτρα μάκρος. Στην κωλότσεπη το λάστιχο – τη σφεντόνα και στο πλάι του παντελονιού κρέμεται το τσακάκι – το σουγιαδάκι. Είναι  γυμνός από τη μέση και πάνω, μαυρισμένος από τον ήλιο και ξυπόλυτος.   Είναι το Γιωργιό.
Προχωρεί αργά με την ταχύτητα του γαϊδάρου, υπομονετικά, γιατί δεν μπορεί να κάνει τίποτα παραπάνω, αφού το τετράποδό του δεν έχει γκάζι.
Σφυρολογά μια μαντινάδα και πότε πότε λέει και μερικά λόγια.
Φαίνεται να μη βιάζεται παρά να απολαμβάνει τη φύση. Πότε κοιτάζει  στον ουρανό, πότε δεξιά, πότε αριστερά και  επίμονα κάτω στη γη. Όμως, αυτός ο τύπος δεν είναι καθόλου αμέριμνος, ούτε υπομονετικός, είναι ανήσυχος, ανυπόμονος και ερευνητικός.
Κοιτάζει στον ουρανό για να δει τον ήλιο, αν κοντεύει η ώρα για φαγητό.
Κοιτάζει δεξιά και αριστερά στα δέντρα μήπως δει καμιά φωλιά πουλιών. Στο έδαφος  άραγε τί γυρεύει;

Μόλις έχει περάσει τη γέφυρα του ποταμού Αναποδάρη και ξαφνικά κάτι βλέπει και καρφώνει το βλέμμα του σε ένα σημείο του χωραφιού και τα μάτια του βγάζουν σπίθες. Πιάνει τη χαχαλόβεργα, δίδει ένα σάλτο, κατεβαίνει από το γάιδαρο  και αρχίζει να τρέχει πάνω στα ξερά χόρτα και τα αγκάθια χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα. Τρέχει σαν σφαίρα. Σηκώνει τη βέργα και δίδει δύο με τρία χτυπήματα σε κάτι που κινείται. Είναι ένας όφις – φίδι, που σφαδάζει στο χώμα. Άλλες δυο βεργιές και τέζα ο όφις.
Τα μάτια του λάμπουν και χαμογελά. Τον σκότωσε. Περιμένει λίγο να βεβαιωθεί ότι ψόφησε και μετά κόβει ένα βούρλο το μαλακώνει  με το χέρι του πάνω στη χαχαλόβεργα. Σκύβει τον πιάνει, τον τυλίγει στη μέση του και δένει τα δύο άκρα του  μπροστά  στο σημείο που είναι το φάλι- ο αφαλός του.
Κάνει σκέψεις και σχέδια. Σε λίγα λεπτά έχει έτοιμα τα σχέδιά του. Θα πάει στο ποταμό που κολυμπούν τα κοπέλια να τον δουν με τον όφη στη μέση.
Θα τους πει, με ύφος αδιάφορο, πως πέρασε να ποτίσει το γάιδαρο του. Μετά θα πάρει το δρόμο για το χωριό να τον δουν οι χωριανοί,  να τον θαυμάσουν μερικοί και άλλοι να φοβηθούν.
Ανεβαίνει πάλι στο γάιδαρο και κατευθύνεται στον κόλυμπο που είναι τα άλλα κοπέλια.
Κατεβαίνει τη μικρή κατηφόρα και φτάνει στο νερό. Ο γάιδαρος αρχίζει να πίνει και αυτός κάθεται πάνω του  με τέτοιο τρόπο που να φαίνεται ο όφις στη μέση του. Ξαφνικά ένα κοπέλι βλέπει τον όφη και φωνάζει στα άλλα,
Ξανοίξετε, έχει στη μέση ζωσμένο όφη.
Κοιτάζουν με θαυμασμό προς το μέρος του και όλα μαζί αναφωνούν Σκότωσε Όφη, σκότωσε Όφη . Μερικά μιλούν χαμηλόφωνα και λένε ποιος τον πιάνει τώρα, θα μας κάνει τον παλληκαρά και δεν θα μπορούμε να πούμε και πράμα. Ήτανε τυχερός που βρήκε Όφη.
Στρίβει το γάιδαρο και παίρνει το δρόμο για το χωριό. Από μακριά βλέπει άλλα κοπέλια να είναι πάνω σε άλογα, γαϊδάρους και μουλάρια, πηγαίνουν να τα ποτίσουν στον ποταμό. Δεν είναι δικά τους μα επειδή θέλουν να τρέχουν με αυτά, τα πάνε κάθε   μεσημέρι για πότισμα. Οι ιδιοκτήτες των ζώων ξέρουν ότι θα πάνε τα κοπέλια και δεν ανησυχούν για το πότισμά τους. Από μακριά  βλέπει  μια φοράδα να τρέχει σα δαιμονισμένη και ο καβαλάρης να είναι σκυφτός στη ράχη της και γαντζωμένος στα πλευρά της. Όταν φτάνει εκεί κοντά του  βλέπει το κοπέλι να τινάζεται στον αέρα και να σκα κάτω στην καλαμιά.
-      Μωρέ Παυλή, ηντά ΄παθε η φοράδα;
-      Ήντα  να σου πω, μυγιάστηκε η  αναθεματισμένη, ήπεσα  και σβολώθηκα-τραυματίστηκα. Πάω να την νε γιαγύρω- να τη γυρίσω πίσω.
Έχει χτυπήσει στο γόνατο  και τρέχει αίμα. Καθίζει κάτω, παίρνει μια καβαλίνα, τη βάζει πάνω στην πληγή για … αιμοστατικό και στη συνέχεια  μια χούφτα χώμα  για … απολύμανση.
-      Έλα μωρέ να κάτσεις στη καπούλα του γαϊδάρου να σε πάω στο χωριό.
-      Όι, όι,  να πάω θέλει στο ποταμό να γιαγύρω τη φοράδα στη καλαμιά.
Κουτσαίνοντας απομακρύνθηκε ο Παυλής, πήρε το δρόμο για το ποταμό.
Παρακάτω βλέπει ένα άλλο κοπέλι να μαζεύει  και να  βάζει σε ένα  τσουβάλι πράγματα.
-      Ήντα μαζώνεις μωρέ Αθανάση;
-      Ξερές βουτσές και καβαλίνες να ανάψει φωθιά η μάνα μου να μαγερέψει.
-      Α, καλά. Κάνε γερά γερά-γρήγορα γρήγορα, και έλα στη μουρνιά. Να πεις σε  όσα κοπέλια δεις  να έρθουνε και αυτά γιατί σας σε θέλω.
Μετά  σκουντά το γάιδαρο  για να φτάσει πιο γρήγορα στο χωριό, τον έχει κάψει ο ήλιος.
2. ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ
 Προχωρούσε και κόντευε να φτάσει στο χωριό. Αποφάσισε να πει τη μαντινάδα που σφυρολογούσε όταν κατέβαινε από την Παπούρα.
-      Αμάν, αμάν, έλα, έλα μααααα   ήθελα να΄χα τρεις καρδιές η μια να βγάνει ρύζι, η άλλη αααααμμμ  ………
Ένας δυνατός θόρυβος αποσπά την προσοχή του, γυρίζει και βλέπει από μακριά  ένα αεροπλάνο και του φαινόταν πως ερχόταν καταπάνω του.
-      Ανάθεμά σε σοφέρη  σάικα- σίγουρα θα με κουτουλήσεις
Το αεροπλάνο  πλησιάζει πολύ γρήγορα και χωρίς να το πολυσκεφτεί πηδά από το γάιδαρο, πέφτει μπρούμυτα και βάζει τα δυο χέρια πάνω στο κεφάλι για προστασία. Σε λίγα δευτερόλεπτα ακούει το βζούουουν του αεροπλάνου να περνά από πάνω του και να απομακρύνεται. Ανασηκώνει λίγο το κεφάλι, βλέπει πως έχει περάσει ο κίνδυνος ,  παίρνει θάρρος, σηκώνεται και δεν παραλείπει να ρίξει άλλη μια βρισιά στο σοφέρη.
-      Άμε στο διάολο κι ακόμα παραπέρα, ατζαμή, κόντεψε να με σκοτώσεις.
Η καρδιά του βρίσκει τους κανονικούς  της ρυθμούς μα όπως πιάνει τη μέση του βλέπει να λείπει ο όφις. Από τις απότομες κινήσεις που έκανε για να αποφύγει το μοιραίο, είχε λυθεί. Κοιτάζει γύρω του, τον βρίσκει, τον πιάνει και τον δένει πάλι στη μέση.
 Όμως ο γάιδαρος  φοβήθηκε από το θόρυβο του αεροπλάνου και πήρε δρόμο για το χωριό. Καλύτερα σκέφτεται, θα πάω με τα πόδια χωρίς  άλλα παρατράγουδα.
Φτάνοντας στο χωριό περνά μπροστά  από το σπίτι του Μπάρμπα Βασίλη που εκείνη την ώρα είναι στη αυλή και ποτίζει τα φυτά του.
Το Γιωργιό  ξέρει πως φοβάται τα φίδια και θέλει να σπάσει πλάκα. Για να του αποσπάσει την προσοχή φωνάζει μεγαλόφωνα,
-      Γεια σου Μπάρμπα Βασίλη.
Γυρνώντας αργά το κεφάλι του λέει κι αυτός γεια σου παιδί μου. Όμως σαν ολοκληρώνει τη στροφή του κεφαλιού βλέπει τον όφη στη μέση του και ανατριχιάζει,
-      Πάλι μωρέ τα ίδια; Δε κατέχεις πως φοβούμαι τσι όφιδες;
-      Μα γιάντα – γιατί φοβάσαι το δικό μου, αφού είναι σκοτωμένος;
-      Και ήντα μωρέ πως είναι σκοτωμένος, εγώ τσι φοβούμαι ζωντανούς και σκοτωμένους. Άντε χάσου, ναλέτι να΄χεις (έκφραση αποδοκιμασίας).
Το Γιωργιό ικανοποιημένο που έκανε την πλάκα του προχωρά λίγα μέτρα και φτάνει στο σπίτι του. Λύνει από τη μέση τον όφη και τον αφήνει μέσα στη γούρνα που είναι αριστερά στην είσοδο δίπλα στο πηγάδι. Φοβάται  τη μάνα του γιατί αν τον δει θα τον κατσαδιάσει.
Εκείνη είναι στο βάθος της αυλής, έχει βάλει το πήλινο τσουκάλι στην παραστιά, από κάτω ανάβει φωτιά και χοχλακά – βράζει το φαί.
-      Γεια σου μάνα.
-      Καλώς το  αντράκι μου.
Γυρνά, τον βλέπει και αμέσως καταλαβαίνει πως κάτι έχει.
-      Ηντά ΄χεις και είσαι κατσουφιασμένος ;
-      Πράμα δεν έχω.
-      Λέγε, δε με γελάς εμένα.
-      Ε, καλά. Ήκουσες το αεροπλάνο που πέρασε πάνω από το χωριό ;
-      Ναι, το΄κουσα. Μα  ηντά ΄χεις εσύ με το αερόπλανο;
-      Γροίκα μάνα, ο σοφέρης όπως κατέβαινε από τη Λιγόρτυνο
       ( χωριό), εξάμωνε στην κεφαλή μου και αν δεν έπεφτα  
          από το    γάιδαρο χάμε θα με είχε σκοτώσει.
-      Ε μωρέ φοβητσάρη, αυτό πέρασε ψηλά, πώς θα σε κουτουλούσε;
-      Μάνα, δε με πιστεύγεις; Άμα ήσουνα εκειά που ήμουνα εγώ  θα  θώριες πως έχω δίκιο. Ας τα αφήσουμε δα αυτά και πες μου ήντα μαγερεύγεις ;
-      Πατάτες με κολοκυθάκια και χοντροχοχλιούς που σου αρέσουνε.
-      Ναι, μάνα, μου αρέσουνε. Αργούνε να ψηθούνε ;
-      Θένε μια ολιά -λίγο ακόμα,   μόλις τα΄στεσα.
-      Καλά, θα πάω δίπλα στη μουρνιά που έχουνε μαζωχτεί τα κοπέλια και άμα ετοιμαστεί βάλε μια φωνή.
Σηκώνεται, πηγαίνει στη γούρνα. Με τρόπο παίρνει τον όφη και τον βάζει πάλι στη μέση του. Στο διπλανό οικόπεδο, κάτω από τη μουρνιά έχουν μαζευτεί  τέσσερα άλλα κοπέλια που έχουν ειδοποιηθεί από το Θανάση. Μόλις τον βλέπουν  βάζουν τις φωνές και με χαρά υποδέχονται το Γιωργιό με το θήραμά του. Θαυμασμός και έκπληξη. Παρακαλούν και πετυχαίνουν να βάλουν και αυτοί τον όφη στη μέση τους και να νιώσουν την ανατριχίλα της διαδικασίας. Σε λίγο ο όφις έχει περάσει  από τη μέση όλων και αφού τελείωσε η τελετή  τον πετούν σε ένα τρόχαλο από πέτρες,  γνωρίζοντας ότι σε λίγο θα τον φάνε οι γάτες.


3. ΤΑ ΜΟΥΡΝΑ
Ήταν η εποχή που είχαν γίνει τα μούρνα και πάνω στη μουρνιά ήταν εκατομμύρια μύγες και σφίγγες που τα έγλυφαν με λαιμαργία. Τα κοπέλια πάνω στη συζήτηση τα έκοβαν δύο  δύο , τα  φυσούσαν για να φύγουν οι  μύγες και τα έτρωγαν με ευχαρίστηση.  Δεν πάθαιναν τίποτα που και που τα έπιανε τσιλιό- κόψιμο μα δεν έδιδαν σημασία γιατί τους περνούσε γρήγορα.
Αφού έδωσαν ραντεβού για το βράδυ έφυγαν για τα σπίτια τους. Το Γιωργιό πήγε στο δικό του, το φαγητό ήταν έτοιμο και όλοι κάθισαν στο τραπέζι για να φάνε. Με ένα  στραβό πιρούνι, κατάλληλο για τους χοχλιούς, αρχίζει να τρώει το φαγητό που τόσο του άρεσε και κάθε τόσο ρουφούσε το χοχλιό πριν τον βγάλει με το πιρούνι και τον καταβροχθίσει.
4. ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
Το απόγευμα τον φωνάζει η μάνα του και του λέει να πάει στο περιβόλι του Αφραθιά (τοποθεσία δυο χιλιόμετρα μακριά), να φέρει γλιστρίδα, να κόψει δυο ντομάτες, λίγη γλιστρίδα-αντράκλα και να μη ξεχάσει να ξεπατώσει και δυο κρομμύδια για τη σαλάτα.

















ΓΛΙΣΤΡΙΔΑ-ΑΝΤΡΑΚΛΑ



Φεύγει τρέχοντας, και  ξυπόλυτος όπως ήταν τραβούσε τα πόδια του κάτω και σήκωνε σύννεφο τη σκόνη. Πλησιάζοντας προς το αμπέλι του Κωσταντή επιβραδύνει γιατί οι χωριανοί λένε  πως είναι στοιχειωμένο και βγαίνουν φαντάσματα. Για να νικήσει το φόβο του σκέφτηκε να πει τη μεσημεριανή μαντινάδα.
-      Έλα, έλα, μάααα  ήθελα να΄χα ….. και σταματά.
Αποφασίζει να αφήσει τις μαντινάδες και να τρέξει όσο γίνεται πιο γρήγορα για να ξεφύγει από τα φαντάσματα. Έτσι έγινε και σε λίγο βρίσκεται στο περιβόλι, μαζεύει αυτά που του παράγγειλε η μάνα, γεμίζει τις τσέπες και αρχίζει να τρέχει προς τα πίσω για να φτάσει όσο γίνεται πιο γρήγορα γιατί άρχισε να σουρουπώνει και όπως λένε οι χωριανοί, αυτή την ώρα βγαίνουν τα φαντάσματα. ‘Όταν πλησίαζε στο αμπέλι με τα φαντάσματα γυρίζει το κεφάλι του από την άλλη μεριά για να μη βλέπει. Όπως προχωρούσε ακούει φτερούγισμα και όπως έστριψε, ασυναίσθητα, το κεφάλι, βλέπει να φεύγει ένα πουλί από το απέναντι αμπέλι και να κάθεται σε ένα κυπαρίσσι, ακριβώς στη μέση του. Ξεχνά το φόβο των φαντασμάτων και εκπονεί σχέδιο πώς να πιάσει το πουλί. Αποφασίζει να ανεβεί εσωτερικά το κυπαρίσσι και να το πιάσει χωρίς αυτό να πάρει χαμπάρι. ‘Έτσι και έγινε. Με κόπο σκαρφαλώνει μέχρι το σημείο που υπολόγισε να είναι, κοιτάζει μα δεν το βλέπει, είχε φύγει μόλις άρχισε να σκαρφαλώνει και αυτός δεν είχε πάρει χαμπάρι. Νευριάζει και του ρίχνει μια βρισιά,  κολόπουλο, στο διάολο να πας.
5. ΤΟ ΟΡΤΥΚΙ
Έχει ξεφύγει από την περιοχή των φαντασμάτων και πιο ήρεμος προχωρά αργά και ερευνά τα πέριξ. Στο δέτη - ανάχωμα του παρακάτω χωραφιού αντιλαμβάνεται ένα Ορτύκι και χωρίς να χάσει χρόνο βγάζει το λάστιχο –  τη σφεντόνα από  την κολότσεπη, πιάνει ένα μικρό πετραδάκι από χάμω, οπλίζει και σημαδεύει. Αφήνει το βόλι και σε λίγο ακούει τον υπέροχο ήχο του χτυπήματος της πέτρας  στο σώμα του πουλιού. Το είχε σκοτώσει. Μεγάλη χαρά, πρώτη φορά έπιανε τόσο μεγάλο πουλί. Φτάνει στο σπίτι αδειάζει τα πράματα στο τραπέζι και λέει:
-      Μάνα ήφερα τα πράματα και ένα ορτύκι που σκότωσα με το λάστιχο.
-      Μπράβο αντράκι μου. Εσύ σάσε τη σαλάτα και εγώ θα σου το ψήσω μαζί με τσι πατάτες που τηγανίζω. Βρέξε και δυο  ντάγκους.
Με χαρά ακούει για το φαγητό και στο πι και φι ετοιμάζει τη σαλάτα. Πηγαίνει  ρίχνει το κουβά  στο πηγάδι ( βάθος 4 μέτρα) και τον ανεβάζει γεμάτο. Δεν κρατιέται, διψά πολύ. Χώνει τη μούρη του στο νερό και πίνει όπως ο γάιδαρος, με πολλή ευχαρίστηση. Στο τέλος βάζει όλο το κεφάλι μέσα για να ξεπυρώσει από το ολοήμερο σφυροκόπημα του ήλιου.  Ξαναρίχνει το κουβά,  βγάζει κι άλλο νερό για να βρέξει τους  ντάγκους.
Οι πατάτες και το ορτύκι ήταν έτοιμα. Παρακαλεί να του βάλει να φάει γιατί θέλει να πάει στα κοπέλια. Έφαγε τις πατάτες και το μισό ορτύκι, άφησε το υπόλοιπο για τους άλλους στο σπίτι.
Μόλις άρχισε να βραδιάζει και σε λίγο βρέθηκε στο σημείο συνάντησης. Η συζήτηση αφορούσε τα πεπραγμένα της ημέρας και ο καθένας έλεγε τα δικά του. Το Γιωργιό τους είπε για το πουλί στο κυπαρίσσι και όλοι έσκασαν  στα γέλια με την αφέλειά του. Όταν όμως περιέγραψε τη περίπτωση του ορτυκιού σοβαρεύτηκαν αλλά δεν τον πίστεψαν.
-      Μα ήντα παραμύθια μας σε λες μωρέ. Ψευθιές μας σε λες. Πας να σκεπάσεις τη στραβή με το πουλί στο κυπαρίσσι, έεε; Άμα λες αλήθεια, πού είναι το πουλί να το δούμε ;
-      Η μάνα μου το τηγάνισε και ήφαγα το μισό, πάμε να δείτε το άλλο μισό.
Επειδή ήταν βέβαιοι ότι λέει ψέματα και για να τον εκθέσουν, του λένε να πάνε. Ξεκινούν και το Γιωργιό εύχεται, από μέσα του, να μην έχει φαγωθεί το μισό πουλί. Ευτυχώς, είναι στο πιάτο και η καρδιά του μπαίνει στη θέση της. Πιάνει το πιάτο και το βάζει στη μούρη του αμφισβητία.
-      Άλλη φορά να με πιστεύγεις, για θα σε πάρει ο διάολος. Πε μου μωρέ, αν είχε φαωθεί ήντα ξεγηβέντισμα θα μου ‘κανες;  Άντε, φάε μια πατάτα και σκάσε.
Ο άλλος, κόκκαλο και με σκυμμένο κεφάλι, χωρίς να πει κουβέντα, γυρίζει και απομακρύνεται.
6. Η ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ
Επιστρέφουν στο σημείο συνάντησης και αρχίζουν τη συζήτηση για τον προγραμματισμό της βραδιάς και της επόμενης ημέρας. Το λόγο παίρνει το Γιωργουλιό και προτείνει να παίξουνε χωστό- κρυφτό, το Νικολιό προτείνει να  πάνε για νυχτερίδες και το Γιωργιό να πάνε για ατσελέγους- σπουργίτια με τους φακούς και τα λάστιχα. Κάθε κοπέλι έχει τη δική του άποψη και τελικά διαφωνούν ριζικά. Είχε πια νυχτώσει, είναι έτοιμοι να διαλυθούν και τότε το λόγο παίρνει ο Μήτσος.
-      Εγώ λέω να κάτσουμε επαέ και να δούμε  ποιoς μπορεί να κάμει τα πράματα που θα του πούμε.
Συμφωνούν και ο Μήτσος αρχίζει το τεστ.
-      Αθανάση, μπορείς να πας  μέχρι τον αμαξωτό και να φέρεις δυο χαλίκια;
-      Όι, εγώ φοβούμαι. Ξεκάθαρη δήλωση
-      Καλά, εσένα σε κατέχουμε πως είσαι φοβητσιάρης
-      Εσύ Νικολή μπορείς να πας στο πυργιανό καμαράκι και να φέρεις αφράτο – χόρτο.
-      Κιαμέ,  μπορώ και πάω ίδια δα – τώρα αμέσως.
-      Ποιός μπορεί να πάει στο νεκροταφείο και να μας σε φέρει μια νεκροκεφαλή από το κοιμητήρι;
-      Εγώ, φωνάζει δυνατά το Γιωργιό.
Πετάγεται  όρθιος και φαινόταν πως ήταν έτοιμος να εκτελέσει τη δοκιμασία αυτή. Τον κοιτάζουν περίεργα, φαίνεται να μην τον πιστεύουν. Ξέρουν πως δε φοβάται αλλά αυτό πάει πολύ. Επειδή φοβούνταν και αυτοί να δουν νυχτιάτικα νεκροκεφαλή, δεν του είπαν να πάει στο νεκροταφείο.
Φαινόταν πως ήταν  έτοιμος για τη δοκιμασία αλλά δεν ήταν έτσι. Μόλις άκουσε  για νεκροταφείο και νεκροκεφαλή ανατρίχιασε και πετάχτηκε πάνω από την τρομάρα του και είπε ό,τι είπε.
Ευτυχώς, τη γλύτωσες Γιωργιό.                           
-      Ποιός άλλος μπορεί να πάει στο νεκροταφείο, ρωτά ο Μήτσος.
Τσιμουδιά όλοι. Το τεστ τελείωσε και αρχίζει η συζήτηση για τον αυριανό προγραμματισμό.
Πολλές ιδέες  και η τελική  απόφαση είναι να πάνε το πρωί να στήσουν  αβρουχάδες – παγίδες για πουλιά μετά  να πάνε για κορακοφωλιές και κατά το μεσημέρι να μαζέψουν τα πουλιά από τις αβρουχάδες.
Είχε νυχτώσει για καλά, η παρέα διαλύεται και ο καθένας τραβά για το σπίτι του.
Το Γιωργιό  βλέπει πως η βραδιά είναι καλή έχει ξαστεριά και φεγγαράδα. Αποφασίζει να κοιμηθεί στο δώμα της αποθήκης να απολαύσει τη θέα του ουρανού. Ανεβαίνει και ξαπλωμένος ρεμβάζει τον ουρανό με τα άστρα και το φεγγάρι. Σκέφτεται να τραγουδήσει τη μαντινάδα του μα, πριν καν αρχίσει, τον έχει πάρει ο ύπνος.



7. ΑΒΡΟΥΧΑΔΕΣ-ΚΟΡΑΚΟΦΩΛΙΕΣ
Το ξημέρωμα κατεβαίνει. H μάνα του είναι στην κουζίνα  απασχολημένη με διάφορα.
-      Καλημέρα, ήντα θα φάω;
-      Άρμεξε μια αίγα να πιείς γάλα.
Το Γιωργιό ξέρει να αρμέγει με το ένα χέρι και σε λίγο έχει γεμίσει ένα δοχείο. Γεμίζει  ένα μεταλλικό ντενεκάκι- κυπελάκι, τρίβει μέσα  ένα ντάγκο και την κάνει ταράτσα.
Τις προηγούμενες ημέρες είχε ετοιμάσει οχτώ αβρουχάδες. Είχε κόψει δυο ξερά καλάμια του ενός μέτρου και τα είχε χωρίσει στα τέσσερα. Στη μία άκρη είχε κάνει μύτη για να καρφώνεται στο χώμα και στην άλλη μια εγκοπή για δέσιμο του σπάγκου. Στη μέση του σπάγκου είχε δέσει ένα μικρό  ξυλάκι και στην άκρη του σπάγκου μια θελιά για να πιάνει και να πνίγει τα πουλιά. Μια τέλεια αγχόνη με αριστοτεχνικό  και αλάνθαστο μηχανισμό.
Πηγαίνει στην αποθήκη, παίρνει τις αβρουχάδες και λίγο στάρι για δόλωμα  και τρέχει στη συνάντηση .
Μαζεύονται όλοι και αποφασίζουν να πάνε σε ένα κοντινό καπνοχώραφο να τις στήσουν. Σε λίγη ώρα έχουν τελειώσει  και συνεχίζουν για τις κορακοφωλιές.
Πάνε στα λιόφυτα του Αφραθιά και αρχίζουν το έργο. Εντοπίζουν  τις κορακοφωλιές. Σκαρφαλώνουν στις ελιές και αρχίζουν να χαλούν  όποια φωλιά βρίσκουν μπροστά τους. Σε λίγο ένα σμήνος κοράκων καταφτάνει και αρχίζουν να κράζουν απελπισμένα για τις φωλιές και τα αυγά τους. Το μεγάλο πλήθος  φοβίζει τα κοπέλια μα δεν εγκαταλείπουν. Χαλούνε κοντά στις είκοσι φωλιές και έχουν μαζέψει περίπου  ογδόντα αυγά. Στο δρόμο της επιστροφής παίζουν σκοποβολή με τα αυγά στα σημάδια που βάζουν στη διαδρομή τους.
Έχει περάσει αρκετή ώρα κρίνοντας από τη θέση του ήλιου. Πάνε για τις αβρουχάδες. Από μακριά βλέπουν να είναι σηκωμένες πολλές και καταλαβαίνουν ότι θα έχουν πιάσει αρκετά πουλιά. Πραγματικά, έχουν πιάσει εφτά κελάιδες και τρεις  ασκορδαλούς. Είναι ευχαριστημένοι και αποφασίζουν να τα φάνε το βράδυ σφουγγάτο. Τα παραδίδουν στο Γιωργουλιό να τα ετοιμάσει για τηγάνισμα και αναθέτουν στο Γιωργιό να φέρει πέντε αυγά από τις όρνιθές τους.
Συμφωνούν και παίρνουν δρόμο για τις καλαμιές. Είναι ώρα να ποτίσουν τα ζώα που είναι η καθημερινή τους φροντίδα. Ο καθένας διαλέγει από ένα και το Γιωργιό μια γοργή φοράδα που του αρέσει το τρέξιμό της. Ο Παυλής  ήταν απών, τον πονούσε ακόμα το πόδι του. Η φοράδα του Γιωργιού έτρεχε πολύ και ενθουσιασμένος που τους έχει περάσει όλους δεν έλαβε τα μέτρα του και χωρίς να το καταλάβει γλιστρά και βρίσκεται καθισμένο στο λαιμό της. Μόλις φτάνουν στο νερό σκύβει η φοράδα να πιεί  και με μια ακούσια τούμπα, το Γιωργιό  βρίσκεται ανάσκελα στο ποταμό. Νευριασμένος θέλει να βρίσει τη φοράδα, μα σα σκέφτεται ότι δεν φταίει αυτή, τα βάζει με τον εαυτό του, γιατί άλλη μια φορά την είχε πάθει με το γάιδαρό του.  Αφού είπε μερικές βρισιές γυρνά το χέρι του και δίδει και μια μούτζα στα μούτρα του.
-      Να μπουνταλά, καλά να πάθεις.
Αφού τελείωσε και αυτή η αποστολή γύρισαν στα σπίτια τους για φαγητό. Το φαγητό ήταν μπαμιέδες με πατάτες και το Γιωργιό έφαγε με όρεξη, του άρεσαν οι μπαμιέδες.
8. ΤΟ ΜΕΤΑΞΙ
Η μάνα του είχε σε ένα τραπέζι μουρνόφυλλα και πάνω τους σέρνονταν μεταξοσκώληκες. Ήθελε λέει να βγάλει μετάξι να στέσει ανυφαντήρι για μεταξωτά υφάσματα  του  κεντήματος. 
Μόλις έφαγε του φώναξε να πάει κοντά της και του λέει,
-      Να πας στσι μουρνιές να φέρεις φρέσκα φύλλα για τσι μεταξοσκούληκες.
-      Αμάν  μπρε μάνα, θα με σκάσετε, όλη μέρα δουλειές  δεν έχω σταματημό και εδά μου λες να φέρω μουρνόφυλλα, ήντα  θες τσι σκουλήκους και δε τσι πετάς στσι όρνιθες; 
-      Μα ήντα λες εκειά, μόνο τσι αίγες πότισες.
-      Ναι μα εμείς εστέσαμε αβρουχάδες, χαλάσαμε κορακοφωλιές και ποτίσαμε τσι φοράδες, δεν είναι αυτές δουλειές;
-      Ναι, είναι, μα πού έχεις τα πουλιά;
-      Τα δώσαμε στο Γιωργουλιό να τα ετοιμάσει για σφουγγάτο και εγώ ανάλαβα να πάω πέντε αυγά, θα μου τα δώσεις;
-      Ναιαιαι, γιέ μου, χαλώ σου εγώ χατίρι;
Χάρηκε γιατί ήξερε πόσο τον αγαπούσε η μάνα του και το διαπίστωνε άλλη μια φορά. Κι αυτός πήγε και έφερε μπόλικα μουρνόφυλλα για τους σκουλήκους, όπως τους έλεγε. Όμως ποτέ δεν πήρε χαμπάρι αν η μάνα του έφτιαξε μεταξωτά.





























ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ


9. ΟΙ ΜΑΝΤΡΕΣ
Στην απογευματινή συνάντηση αποφάσισαν να πάνε να βοηθήσουν του βοσκούς να αρμέξουν τις κατσίκες και τα πρόβατα. Θα πήγαιναν στις Χαρακιανές μάντρες στον κάμπο.  Ξεκινούν, από μακριά νιώθουν τη μυρωδιά της προβατσουλιάς και της τραγίλας που την εισπνέουν με ευχαρίστηση.
Υπέροχη μυρωδιά.    
Βοηθούν τους βοσκούς να βάλουν στις μάντρες τα ζώα και στη συνέχεια τα στριμώχνουν σε ένα πέρασμα, τα πιάνουν  οι βοσκοί και ένα  ένα τα αρμέγουν. Η δουλειά τελειώνει σε δυο περίπου ώρες και είναι κουραστική για τα κοπέλια αλλά, και για τους βοσκούς, που χρειάζονται τη βοήθεια που τους προσφέρουν. Για τα κοπέλια είναι μια απασχόληση που τους συναρπάζει. Είναι ανάμεσα στα ζώα, παίζουν μαζί τους, νιώθουν τη μυρωδιά τους αλλά φοβούνται τους τράγους όταν παίρνουν φόρα να κουτουλήσουν κάποιο αντίπαλο, αλίμονο αν βρεθείς στη διαδρομή του. Η αμοιβή τους είναι το γάλα, τους δίδουν να πιούν όσο θέλουν  με ένα ντενεκεδάκι. Πίνουν και δεν δίδουν σημασία που μερικές κατσίκες τα έχουν κάνει μέσα στα δοχεία με το γάλα ούτε οι τρίχες που έχουν πέσει μέσα. Ψιλοπράματα γι αυτούς. Γελούν όμως όταν ο αφρός από το γάλα τους κάνει άσπρα μουστάκια. Γέλια, γέλια και πειράγματα σε όλη τη διαδρομή της επιστροφής.
Το Γιωργιό πήγε στο σπίτι για τα αυγά. Έβαλε τρία στη μια τσέπη και με δύο στα χέρια  φτάνει στο σημείο συνάντησης. Το Γιωργουλιό είχε έτοιμα τα πουλιά και περιμένει τα αυγά. Έχουν καταφτάσει και τα υπόλοιπα κοπέλια, πεινούν και περιμένουν με ανυπομονησία το σφουγγάτο.
-      Άντε, φέρε τα, ετόση να ώρα σε ανημένω με αναμμένη τη φωθιά. Βρέξε τσι ντάγκους να είναι έτοιμοι.
 Σε λίγο είναι έτοιμο το φαγητό, παίρνουν από ένα θεόστραβο γανωμένο πιρούνι και αρχίζουν να καταβροχθίζουν μέσα από το τηγάνι το περιεχόμενό του. Στο τέλος πανίζουν και το τηγανόλαδο, για συμπλήρωμα.
Ικανοποιημένοι από το φαγητό αποφασίζουν να παίξουν χωστό- κρυφτό, για να περάσει η ώρα και να χωνέψουν. Χωρίζονται σε δυο ομάδες, η μία θα κρυφτεί και η άλλη θα  κυνηγά . Το Γιωργιό είναι στην ομάδα που θα κρυφτεί. Τράβηξε προς το περιβόλι του Περικλιδάκη. Για κακή του τύχη, όπως έτρεχε μπήκε σε ένα χωράφι με ξερά κατσούλια στρογγυλά αγκάθια και μια ντουζίνα από αυτά καρφώθηκαν στις πατούχες του. Κάθεται κάτω, τους  ρίχνει δυο βρισιές  και αρχίζει να τα βγάζει. Αυτή η διαδικασία τον καθυστερεί με αποτέλεσμα να είναι το πρώτο θύμα των κυνηγών και δέχτηκε την ανάλογη γιούχα της σύλληψής του. Καταστροφή.
Αυτό του έγινε μάθημα και μια άλλη φορά αντί να κρυφτεί στα χωράφια πήγε στο δώμα και κοιμήθηκε, χωρίς να τον πάρει χαμπάρι κανείς. Πονηριά αλλά και παραβίαση των κανόνων. Ντροπή Γιωργιό. Το πρωί έγινε κριτική του παιχνιδιού και  το Γιωργιό  δεν έβγαλε τσιμουδιά για την απατεωνιά του.
10. Ο ΧΑΡΑΚΑΣ και ΟΙ ΤΣΟΥΛΗΘΡΕΣ
Ένα πρωί  σομαρώνει το γάιδαρο και ενημερώνει τη μάνα του ότι θα πάει στο Χάρακα για να κάνει τσουλήθρες στους λόφους με τα φιλαράκια του. Ο Χάρακας είναι το χωριό της μάνας του. Εκεί  πηγαίνει τακτικά γιατί  έχει και καλούς φίλους.
Ξεκινά  με το μεταφορικό του μέσο που κινείται με την ιλιγγιώδη ταχύτητα των πέντε χιλιομέτρων την ώρα. Δεν τον απασχολούσε όμως η ώρα γιατί, μη γελάσετε, δεν ήξερε τι θα πει ώρα. Γι αυτόν, ήθελε ακόμα δυο μπόγια ήλιο για να φτάσει, έτσι υπολόγισε με το μάτι  ( είπαμε, δεν υπήρχαν ρολόγια).
Φτάνει, αλλά πρώτα περνά από το Χωνί που είναι το περιβόλι του παππού του, είχε όρεξη να φάει αγγούρι, όπως και έγινε.
Ήξερε που θα βρει τα κοπέλια, στους πρόποδες του λόφου πίσω από το μεγάλο χαράκι. Ήταν εκεί, άλλα είχαν τελειώσει και άλλα συνέχιζαν το παιχνίδι.
-      Γεια σας κοπέλια, ήντα κάνετε;
-      Καλώς το Γιωργιό, ήρθες για  τσουλήθρα;
-      Ναι, περισσεύει κιανένας τσίγκος να κάμω δυο τρεις κατεβασές ;
-      Να, πάρε το δικό μου, μα να προσέχεις μη σβολωθείς- τραυματιστείς.
Παίρνει το τσίγκο ( διαστάσεων 1,50χ1,00μ.) και ανεβαίνει το λόφο μαζί με τα άλλα κοπέλια. Φτάνουν στην αφετηρία και δίδεται το σήμα εκκίνησης.
Ξεκινούν και η απότομη κατηφόρα βοηθά να αναπτύσσεται μεγάλη ταχύτητα, που αρέσει στα κοπέλια, νιώθουν μεγάλη ικανοποίηση από τον ίλιγγο της ταχύτητας. Μερικά ανατράπηκαν και τη γλύτωσαν με λίγες γρατζουνιές, το Γιωργιό τα κατάφερε τρεις φορές. Έμεινε ικανοποιημένος, χαιρέτησε τα κοπέλια, καβάλησε το γάιδαρό του και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Του άρεσαν οι δρόμοι του χωριού, λιθόστρωτοι με τρεχούμενα νερά σε πέτρινα αυλάκια, από  πηγές των βουνών, από τα Αστερούσια Όρη.
Στην επιστροφή αλλάζει κατεύθυνση για ένα δρόμο που περνά μπροστά από μια αυλή με μια  μπουρνελιά κορομηλιά που ένας κλάδος προεξέχει προς το δρόμο. Μόλις βρίσκεται κάτω από το κλαδί σταματά το γάιδαρο, ανασηκώνεται και σε χρόνο μηδέν έχει γεμίσει τις τσέπες του με λαχταριστές ώριμες μπουρνέλες – κορόμηλα, χωρίς να τον πάρει είδηση κανείς (κλεψιά δηλαδή). Μέχρι να φτάσει στη μέση της διαδρομής για το χωριό, τις έχει φάει όλες. Αφού τελείωσε με τις μπουρνέλες αποφασίζει, επιτέλους να τελειώσει την αγαπημένη του μαντινάδα,  και αρχίζει.
Αμάν, αμάν, έλα πουλί μου έλα, μάααα,
ήθελα  να΄χα τρεις καρδιές η μια να βγάνει ρύζι,
η άλλη αμπελόφυλλα και η τρίτη να στρουφίζει.
( Αν δεν καταλάβατε, η τρίτη θα τύλιγε τα ντολμαδάκια).
11. ΝΥΧΤΕΡΙΔΕΣ ΚΑΙ ΑΤΣΕΛΕΓΟΙ
Ο καιρός περνούσε και όλο τον Ιούλιο τα κοπέλια είχαν απασχόληση σε αγροτικές εργασίες και έπαιζαν τις ελεύθερες ώρες. Τα βράδια κυνηγούσαν νυχτερίδες και ατσελέγους.
Για το κυνήγι της νυχτερίδας χρησιμοποιούσαν καλάμια μάκρους τριών μέτρων που στη μία άκρη έδεναν ένα μαύρο πανί. Πήγαιναν στα σημεία που πετούσαν, σήκωναν το καλάμι μέσα στο πλήθος, αυτές νόμιζαν ότι το πανί  είναι νυχτερίδα και όταν πλησίαζαν τις χτυπούσαν. Κάποιες φορές σκότωναν μερικές και τις έκαναν σκιάχτρα. 
Για τους ατσελέγους χρησιμοποιούσαν φακό και λάστιχο – σφεντόνα. Πήγαιναν το βράδυ στα δέντρα, έριχναν το φως πάνω στα πουλιά, τα σημάδευαν με το λάστιχο και οι καλοί σκοπευτές σκότωναν αρκετά. Μερικά πουλιά τα πήγαιναν στα σπίτια τους και ένα μερίδιο πήγαινε για το κοινό συμπόσιο.
12. ΤΟ ΚΟΛΥΜΠΙ
Η πιο καλή καλοκαιρινή απόλαυση ήταν το κολύμπι στον ποταμό. Όλα ήξεραν καλό κολύμπι.
Αν φορούσαν μαγιό ;;
Ε όχι και μαγιό, τσίτσιδοι ήταν και καμάρωναν γι αυτό δείχνοντας την κορμοστασιά τους, γυμνιστές παιδί μου, από τους πρώτους και καλύτερους.
Βουτούσαν από μεγάλο ύψος, έκαναν αγώνες και γενικά το γλεντούσαν σχεδόν καθημερινά. Στα διαλείμματα ξάπλωναν στη λιγοστή άμμο και έκαναν αστεία. Το πιο διασκεδαστικό ήταν όταν σύγκριναν τα ανδρικά τους εργαλεία και εκεί να δεις πλάκα.
Αμέ, το άλλο ; Κάποιες φορές από την πολλή ζέστη σηκωνότανε όρθιο κάποιο εργαλείο και τότε άρχιζε η μεγάλη πλάκα, τα πειράγματα και η κοροϊδία.
-      Ηντά ΄παθε μωρέ η ψωλή σου,  πρόσεχε να μη σου φύγει.
-      Εγώ λέω πως επείνασε κακομοίρη μου.
-      Ρίξε τση μια ολιά νερό να σουφρώσει.
Και τα χάχανα δεν είχαν τελειωμό. Τότε ο θιγόμενος ξεσπούσε με διάφορες δικαιολογίες,
-      Ανάθεμά σας, εγώ δεν τζη καμα πράμα, μοναχή τζη τεντώθηκε, μόνο να σκάσετε.
Η πλάκα τελείωνε με ένα μακροβούτι για να καθαρίσουν από την άμμο και να ντυθούν.
Όχι, όχι , δεν είχαν πετσέτα για σκούπισμα, σιγά μη σήκωναν τέτοιο μπελά, αφού ήταν μεσημέρι και θα πήγαιναν να ποτίσουν τις φοράδες και τα άλλα ζώα, το ξεχάσατε ;
13. ΧΟΧΛΙΟΙ - FAST FOOD
Το πρωί έρχεται ο Παυλής στο σπίτι του Γιωργιού, κρατώντας ένα καλαθάκι με ένα δρεπάνι μέσα και του προτείνει να πάνε για χοχλιούς.
-      Μωρέ Γιωργιό, πάμε να βρούμε  δυο τρεις χαχαλιές-χούφτες χοχλιούς για τα σπίθια μας;
-      Αμέ, να΄ρθω θέλει. Περίμενε να πάρω τα εργαλεία μου και έρχομαι ντελόγο-αμέσως. Και δε μου λες πού θα πάμε ;
-      Λέω να πάμε στη Παπούρα. Εκειά έχει θύμους, βάτους  αστιβίδες και αχινοπόδια, θα βρούμε πολλούς.
Παίρνουν το δρόμο για την καμάρα του ποταμού και δεν παραλείπουν κάθε φορά που βλέπουν πουλί να κάθεται στο έδαφος ή σε δέντρο, να χρησιμοποιούν το λάστιχο για να σκοτώσουν.
Φτάνοντας στη Καμάρα βλέπουν γυναίκες από το χωριό τους  να πλένουν ρούχα στον ποταμό και να τα χτυπούν με τις κοπανίδες.
-      Ξάνοιξε μωρέ με ήντα μανία κοπανίζουνε τα ρούχα.
-      Έ ε ε ε, μόνο ετσά καθαρίζουνε  καλά οι πατανίες,  δεν το κατέχεις;
Προχωρώντας αποφασίζουν να μαζέψουν κόλλα – μαστίχα από κάτι αγκάθια που όταν τους κόβεις το στρογγυλό τους κεφάλι βγάζουν  υγρό. Όταν αυτό ξεραθεί γίνεται σαν μαστίχα. Τέτοια μαστίχα μασούνε οι περισσότεροι στο χωριό, κυρίως τα κοπέλια και οι γυναίκες. 
Στο σημείο που πήγαν ήταν βέβαιοι ότι θα βρουν κόλλα γιατί τις προηγούμενες μέρες είχαν κόψει τις κεφαλές από τις κολλιές. Πράγματι βρίσκουν αρκετή, βάζουν στις τσέπες τους και ένα κομμάτι στο στόμα για να περνά η ώρα.
Φτάνουν στα χωράφια με τους θύμους – τα θυμάρια, τις αστιβίδες και τα αχινοπόδια (άγριοι αγκαθωτοί θάμνοι). Με τα δρεπάνια ανασηκώνουν τους θάμνους και σε λίγη ώρα έχουν μαζέψει αρκετούς.
-      Μωρέ Παυλή, να φάμε μωρέ χοχλιούς γιατί πεινώ; Και ανάθεμά το δε πήραμε κιανένα ντάγκο να κουκαλίσουμε.
-      Και πώς μωρέ θα τσι φάμε, ανήψητους;
-      Όι, θα βάλω φωθιά με το πυρόβολο σε δυο βάτους να ψηθούνε όσοι είναι μέσα.
-      Και ήντα το λες μωρέ  και δεν το κάνεις; 
Μαζεύουν λίγα ξερά χόρτα, τους βάζουν φωτιά και τα ρίχνουν στους βάτους που αμέσως ανάβουν. Σε λίγη ώρα η φωτιά έχει σβήσει και με δυο ξύλα σκαλίζουν τα αποκαΐδια ψάχνοντας για ψημένους χοχλιούς. Οι πιο πολλοί έχουν γίνει κάρβουνο αλλά καμιά εικοσαριά είναι ό,τι πρέπει. Σπάνε δυο λεπτά ξυλαράκια από ένα κλαδί και τα χρησιμοποιούν σαν πιρούνια  για να βγάζουν τους χοχλιούς από το κέλυφό τους. Αρχίζουν να τρώνε το δικό τους  γρήγορο fast  φαγητό food.
-      Νόστιμοι, ε ε ;
-      Τσι παντέρμοι, νόστιμοι που είναι. Να΄χαμε κι άλλους, ήντα καλά που θα΄τανε.
-      Πάμε να φύγουμε γιατί κοντεύγει μεσημέρι.
-      Όι, εγώ πεινώ ακόμα και θέλω να φάω και πράμα άλλο γιατί δεν κατέχω αν έχει μαγερέψει η μάνα μου.
-      Καλά, πάμε πιο κάτω στο χωράφι του παππού μου. Έχει απιδιές και μια κάνει δροσάπιδα – κοντούλες.
Είναι τυχεροί γιατί οι απιδιές του παππού του Γιωργιού, έχουν ακόμα κάμποσα και μπορούν να φάνε όσα θέλουν. Κόβουν  και αρχίζουν να  τρώνε χωρίς να τα πλύνουν και χωρίς να τα καθαρίσουν. Ψιλολεπτομέρειες γι’ αυτούς, αφού ορισμένα με σημάδια ύπαρξης σκουληκιών, τα καταβροχθίζουν κι αυτά χωρίς δεύτερη σκέψη. Σκασίλα τους, αυτοί δεν έχουν  πρόβλημα, πρόβλημα έχουν τα σκουλήκια. Γελάτε εεεε;;
                                  14.  Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ                     
Επιστρέφοντας στο χωριό αντιλαμβάνονται πρωτοφανή αναστάτωση και κινητικότητα. Γυναίκες και κορίτσια έτρεχαν πάνω κάτω, από σπίτι σε σπίτι και όποιον συναντούσαν του έλεγαν τη μεγάλη είδηση,
Η  Βασίλισσα, η Βασίλισσα.
-      Ποια Βασίλισσα, μωρή, ρωτά μια γειτόνισσα.
-      Ειδοποιήσανε πως η Βασίλισσα θα  δώσει  τση κόρης μου Βιβλιάριο Απόρων Κορασίδων με ένα χιλιάρικο. Θα το δώσει η ίδια η Βασίλισσα στα κορίτσα την ερχόμενη Δευτέρα που θα΄ρθει στη Χώρα (Ηράκλειο)
Τα δυο κοπέλια άκουσαν μα δεν κατάλαβαν τίποτε, γι αυτό ρωτά ο Παυλής.
-      Ήντα μωρέ θα πει κορασίδες;
-      Δεν κατέω κι εγώ. Να ρωτήξουμε το δάσκαλο ή το παππά, αυτοί θα κατέχουνε σάικα - σίγουρα.
-      Καλά, μα πε μου, ηντά ΄ναι η  Βασίλισσα;
-      Ντα δεν έχεις ακούσει παραμύθια με Βασίλισσες και Βασιλιάδες ;
-      Όι, γιαγιά δε γνώρισα και η μάνα μου δε κατέχει παραμύθια ή δε θέλει να μου πει, μόνο κατακεφαλιές  κατέχει να μου δίδει (ήταν μητριά του)
-      Εγώ, μωρέ Παυλή, από τα παραμύθια που έχω ακούσει θαρρώ πως είναι μια ψηλή γυναίκα, νταρντάνα, με ξομπλιαστά φυστάνια – φουστάνια και φορεί ένα γυαλιστερό τσίγκο στη κεφαλή που το λένε στέμμα.
-      Με φώτισες, δεν κατάλαβα πράμα, στο διάολο η Βασίλισσα και ο Βασιλιάς μαζί.
Τον ακούει μια περαστική και του βάζει κατσάδα για τις προσβλητικές εκφράσεις προς τους … θεσμούς του κράτους.
-      Δε ντρέπεσαι, μωρέ, να βλαστημάς τη Βασίλισσα ; Ήντα σου΄καμε, δεν ήκουσες πως θα μοιράσει λεφτά στα φτωχά κορίτσα ; Γροίκα – άκου, αν το ξανακάμεις θα πάω στη αστυνομία στο Πύργο να σε καταγγείλω  να πας φυλακή.
-      Θεια, μη με φοβερίζεις, γιατί δε φοβούμαι πράμα και κιανένα. Και για να καταλάβεις, μωρέ θεια, ξαναλέω, στο διάολο η Βασίλισσα και ας έρθει ο χωροφύλακας να με πιάσει. Μέχρι να πας εσύ στο Πύργο και να΄ρθει ο χωροφύλακας θα΄χω γενεί καπνός και άντε να με βρει, κατάλαβες;
-      Ήντα να σου πω, μωρέ μεσκίνη – καταραμένε που δεν έχεις ούτε ιερό ούτε όσιο.
-      Ετσά ΄μαι εγώ, θεια, και οποιανού αρέσει, άντε να μη σε πέψω στον αγύριστο.
Απομακρύνονται, μα ο Παυλής έχει πάρει φόρα και με δυνατή φωνή συνεχίζει το τροπάριό του. Στο διάολο η Βασίλισσα, στο διάολο η Βασίλισσα, στο διάολο η Βασίλισσα.
Μερικοί περαστικοί τον βρίζουν και άλλοι χαμογελούν με νόημα και του λένε, πιο δυνατά μωρέ Παυλή, μπας και ξυπνήσουν τα ζωντόβολα.
                                  15. ΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ            
Στα δέκα βήματα πιο κάτω βρίσκουν ένα κομμάτι εφημερίδας που έχει σκαλώσει σε ένα σωρό λιόκλαδα. Κοιτάζονται με νόημα και την παίρνουν με προσοχή να μη σκιστεί, τη χρειάζονται για τα τσιγάρα τους. Η εφημερίδα έχει μια παράξενη φωτογραφία, πολλοί άνθρωποι μαζί φαίνεται να ζητωκραυγάζουν και να χοροπηδούν. Ένας από αυτούς κρατά ένα κοντάρι και στην κορυφή είναι καρφωμένο ένα κεφάλι ανθρώπου μέσα στα αίματα. Σαστίζουν και τρομάζουν.
-      Ποιανού  να΄ ναι μωρέ η κεφαλή ;
-      Και ηντά ’ καμε και του τη νε κόψανε;
-      Πότε του τη νε κόψανε και δεν πήραμε χαμπάρι; Διάβασε μωρέ Παυλή να μάθουμε.
-      Δεν τα καταφέρνω, διάβασε εσύ.
-      Ρε διάολε, έχτη τάξη πας και δε κατέχεις να διαβάζεις; Καλά, θα διαβάσω εγώ.
Όχι βέβαια ότι ήξερε αυτός να διαβάζει καλύτερα αλλά από περιέργεια πήρε την απόφαση και άρχισε να διαβάζει τα κεφαλαία γράμματα.
-      Ο αποκεφαλίσμος του Ποδία.
Όταν πέρασε στα μικρά γράμματα με τόνους τα πράγματα έγιναν υποφερτά. Έγραφε η εφημερίδα,
Το πρωί της Τετάρτης, στην Πλατεία Ελευθερίας
εκτελέστηκε ο αντάρτης και συμμορίτης Ποδιάς. Ο λαός,
εκφράζοντας  αυθόρμητα τα αισθήματά του, του έκοψε το
κεφάλι, το έμπηξε σε ένα κοντάρι και το περιέφερε στους 
δρόμους της πόλεως.
Η ανάγνωση έγινε με μεγάλη δυσκολία αλλά έχουν μείνει άφωνοι και είναι φοβισμένοι.
-      Και τονε σκοτώσανε λέει γιατί ήτανε αντάρτης; Ντα εμένα η μάνα μου κάθε μέρα με λέει  αντάρτη, λες μωρέ να με αποκεφαλίσουνε και μένα; Και πότε μωρέ τον αποκεφαλίσανε, λέει;
Κοιτάζουν την εφημερίδα, ήταν παλιά, πριν από δύο χρόνια περίπου.
-      Ζωή σε λόγου του, αυτός εδά θα’ ναι λειωμένος. Πάμε, δώσε μου όμως την εφημερίδα να τη δείξω τση μάνας μου να μη με ξαναπεί αντάρτη και την πάθω στα καλά του καθουμένου.
-      Καλά λες, μωρέ Παυλή, θα το πω κι εγώ  τση δικής μου να μη τση ξεφύγει και με πει αντάρτη.
Τραβά προς το σπίτι του ο Παυλής που τώρα αλλάζει ρεπερτόριο και φωνάζει, σκοτώσανε το Ποδιά, σκοτώσανε το Ποδιά. Τον ακούει μια γερόντισσα και τον ρωτά.
-Μα ήντα λες μωρέ Παυλή, εσκοτώσανε το Ποδιά;
-Ναι θειά, τον εσκοτώσανε και του κόψανε τη κεφαλή.
-Ντα-μα  αυτό τον εσκοτώσανε εδά και δυο χρόνους.
-Θειά, εγώ εδά το΄μαθα εδά το λέω, κατάλαβες;
-Είπα και γω η κακομοίρα, εξανασκοτώσανε τον άθρωπο  !!!!!

























Ο  Γιάννης  Ποδιάς
Ηγετικό στέλεχος του Δημοκρατικού Στρατού στην Ανατολική Κρήτη.



16. ΤΟ ΛΟΥΣΙΜΟ
Ο Παυλής πλησιάζει στο σπίτι με αργά βήματα. Η μάνα του έχει στέσει το μπουγαδοτσίκαλο και περιμένει να τον λούσει.
-      Πού ήσουνα μωρέ και σε γύρευγα όλη μέρα;
-      Είχα πάει στσι χοχλιούς και έφερα μισό καλάθι.
-      Γδύσου και έλα να λουστείς.
-      Γιάντα, ηντά καμα και θες να με λούσεις.
-      Μωρέ, αύριο είναι Κυριακή και θα πας άλουστος στην εκκλησία;
-      Εγώ δε λούζομαι και ούτε στην εκκλησία θα πάω μόνο ξεφορτώσουμε-άφησέ με ήσυχο.
Ορμά η μάνα του, τον αρπάζει, τον βάζει ανάμεσα στα πόδια της και αρχίζει να τον λούζει. Εκείνος διαμαρτύρεται ότι τον έκαψε το ζεστό νερό, βλαστημά και απαιτεί απελευθέρωση. Μάταιη προσπάθεια.
-      Κάτσε καλά για θα σου μαδήσω την κεφαλή σαν του χοίρου, γροικάς ήντα σου λέω;;
Τελείωσε το λούσιμο και το μαρτύριο του Παυλή. Δηλώνει κατηγορηματικά πως δε θα ξαναλουστεί.
Το Γιωργιό έχει φτάσει στο σπίτι  και βλέπει τη μάνα του να χτενίζει τα μακριά μαύρα μαλλιά της με μια μεγάλη σιδερένια χτένα. Είχε μόλις λουστεί. Τον βλέπει, του χαμογελά και τον καλεί για λούσιμο.
-      Έλα αντράκι μου να σε λούσω.
-      Μάνα, δεν πάνε δέκα μέρες που μ’ έλουσες, πάλι τα ίδια;
-      Μα έχεις γεμίσει κόνιδες και ψείρες.
Πραγματικά, κάθε φορά που ξύνει το κεφάλι του γεμίζουν τα νύχια με κόνιδα και καμιά ψείρα κάπου κάπου. Έχει δίκιο, σκέφτεται.
Πλησιάζει, σκύβει ταπεινά  απέναντι από τη μάνα του, δίπλα στο μπουγαδοτσίκαλο και αρχίζει το λούσιμο χωρίς διαμαρτυρίες.
Μπράβο σου Γιωργιό. Σε νικήσανε οι ψείρες μωρέ ;;

17. Ο ΦΕΤΣΑΣ
Μια και το λούσιμο γινόταν με πράσινο σαπούνι, πρέπει να μάθετε πως γινόταν αυτό το σαπούνι. Βέβαια, το χωριό είχε το φετσά του, τον κατασκευαστή του σαπουνιού.
Έπαιρνε τη μούργα από τα λάδια- και υπήρχε πολλή επειδή δεν ήταν καλή η διαδικασία διαχωρισμού του λαδιού από τον κατσίγαρο. Έτσι, τα υπολείμματα  στα πιθάρια περιείχαν αρκετή ποσότητα λαδιού ανάμειχτη με κατσίγαρο. Αυτό το μείγμα το έλεγαν φέτσα.
Ο Φετσάς διαχώριζε το μείγμα και έπαιρνε μόνο το λάδι. Έκανε ανάμειξη με καυστική ποτάσα και άλλα χημικά και έφτιαχνε μια πράσινη κρέμα. Την έβαζε μέσα σε καλούπια και την ξέραινε στον ήλιο. Κάθε κομμάτι που έβγαινε από το καλούπι ήταν και μια πλάκα πράσινου σαπουνιού.
18. Η ΓΙΑΓΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΞΑΔΕΡΦΙΑ
Πληροφορήθηκε πως είχαν έρθει τα δυο του πρώτα ξαδέρφια, το ένα από το Ασήμι και το άλλο από τη Χώρα – το Ηράκλειο. Και οι δύο είχαν το όνομα του παππού τους του Γιώργη (του Ξεφλουδογιώργη).
-      Μάνα, πάω στση γιαγιάς που ήρθαν τα ξαδέρφια μου.
-      Δε θα κάτσεις να φας;
-      Όι, γιατί δε μ΄αρέσουνε οι μελιτζάνες που΄ψησες.
Εκεί συνάντησε τα ξαδέρφια του και άρχισαν τη συζήτηση για διάφορα. Η γιαγιά τηγάνιζε αυγά  για τα δυο εγγόνια της και της ζητά να ψήσει και γι αυτόν.
-      Γιαγιά, να  ψήσεις και για μένα δυο αυγά;
-      Εσύ να πας να φας στο σπίτι σου. Αυτοί είναι μουσαφίρηδες.
Πολύ πικράθηκε με τη γιαγιά του, μα δεν έβγαλε μιλιά. Εξάλλου, δεν ήτανε η πρώτη φορά που αρνιόταν να του δώσει αυτό που της ζητούσε.  Για αυτό το λόγο οι σχέσεις τους δεν ήταν καθόλου καλές. Ενώ έτρωγαν οι άλλοι πήρε ένα ντάγκο από το τραπέζι, χωρίς να ρωτήσει αυτή τη φορά και άρχισε να τον ροκανίζει. Περιμένοντας να τελειώσουν οι άλλοι το φαγητό σκεφτόταν πως έκανε καλά που την έκλεβε. Και τι δεν είχε κάτω από τον οντά. Κάστανα, καρύδια, πορτοκάλια, μανταρίνια και πολλά άλλα ανάλογα με την εποχή. Πάνω στον οντά, σε μια γωνιά, είχε τις κονσέρβες που έφερνε ένας θείος, μια από αυτές είχε γλυκό κρέας και του άρεσε πολύ.
Αφού δεν του έδιδε η γιαγιά αυτός είχε σχεδιάσει και έθετε σε εφαρμογή, όταν ήταν κατάλληλες οι συνθήκες , το σχέδιο κλοπής που είχε εκπονήσει από καιρό τώρα. Πήγαινε από το στάβλο, που ήταν σε επαφή με το σπίτι και επικοινωνούσαν με μια μεσόπορτα.  Έμπαινε ελεύθερα στο στάβλο από την ανοιχτή πόρτα του δρόμου. Με ένα κατάλληλο ξύλο  άνοιγε το εσωτερικό μάνταλο ασφαλείας και σε χρόνο μηδέν βρισκόταν μέσα στο σπίτι. Γέμιζε στα γρήγορα τις τσέπες , έπαιρνε  μια ή δυο κονσέρβες και Λούης, χωρίς να τον πάρει κανείς χαμπάρι. Δεν ξεχνούσε να βάλει το μάνταλο ασφαλείας για να μη γίνεται αντιληπτή η παραβίαση και η κλοπή. Ποτέ δεν τον  έπιασε να κλέβει και ούτε τον υποπτεύθηκε.  Ε  όχι  που θα της τη χάριζε. Αυτά ήταν σοβαρά παραπτώματα της γιαγιάς και της άξιζε αυτή η αντιμετώπιση.
Τα ξαδέρφια τελείωσαν το φαγητό και ο Γιώργης ο Ασημιανός ήθελε να φύγει. Καβαλά το γάιδαρο και παίρνει το δρόμο για το χωριό του.
Οι δυο Γιώργηδες που έμειναν αποφάσισαν να δουν και τον παππού, είχαν το λόγο τους.
-      Γεια σου παππού.
-      Καλώς τα τα κοπέλια. Κάτσετε να σας σε δω.
Τα ξαδέρφια συνεννοούνται με τα μάτια και του απευθύνουν τη γνωστή ερώτηση.
-      Παππού, είναι αλήθεια πως κατέχεις απόξω τον Ερωτόκριτο;
-      Κιαμέ, κατέω τόνε.
-      Να μας σε πεις δυο τρία στιχάκια να μάθουμε και εμείς;
-      Αμέ, να σας σε πω .
Αρχίζει ο παππούς να λέει στιχάκια από τον Ερωτόκριτο και σαν φτάνει στο σημείο που η Αρετούσα δίδει τον όρκο πίστης και αγάπης,
« … αμνώγω σου στον  ουρανό, στον ήλιο στο φεγγάρι,
πως όσο ζω άλλος κιανείς ταίρι να μη με πάρει ….. »   
βουρκώνουνε τα μάτια του  και τα κοπέλια αρχίζουν τους μορφασμούς της κοροϊδίας. Τους παίρνει χαμπάρι και με την κατσούνα του- το μπαστούνι του τους απειλεί με τιμωρία. Εκείνοι φεύγουν τρέχοντας ικανοποιημένοι που πείραξαν το παππού. Την επόμενη φορά ο παππούς ξεχνούσε τα πειράγματα και τους έλεγε πάλι στιχάκια από αυτό  το ποίημα του Βιτζέντζου Κορνάρου.
19. ΤΑ ΣΥΚΑ
Βγήκαν έξω στο δρόμο και το Γιωργιό ρωτά το Γιώργη από το Ηράκλειο.
-      Ήφερες μωρέ γυαλένια (μπίλιες από γυαλί);
-      Ναι, μπόλικα, μια τσέπη γεμάτη.
-      Να μου δώσεις κι εμένα, να΄χω να παίζω.
-      Ναι, μα πρώτα να πάμε για σύκα. Κατέχεις κιαμιά συκιά ;
-      Κατέχω μια και είναι  μια ολιά - λίγο πιο πέρα από το αμπέλι του Τζερνιά.
Προχώρησαν τρακόσια μέτρα και φτάνουν σε μια τεράστια συκιά με λίγα σύκα αλλά αρκετά για να ικανοποιήσουν την όρεξή τους.
Σκαρφαλώνουν και με το πρώτο σύκο που τρώνε βλέπουν δυο γεροντάκια να πλησιάζουν καβάλα στα γαϊδούρια τους  φορτωμένα με δυο κόφες-μεγάλα κοφίνια. Φτάνουν και σταματούν κάτω από τη συκιά. Κατεβαίνουν. Ο γέρος κρατά την κατσούνα του και με αυστηρό ύφος τους λέει.
-      Εσείς μωρέ μου τρώτε τα σύκα κάθε χρόνο και όταν έρχομαι δε βρίσκω ούτε ένα;
-      Όι μπάρμπα, πρώτη φορά ήρθαμε και έχομε φάει μόνο ένα.
-      Κατεβείτε κάτω και θα σας  σε δείξω γω.
-      Δε κατεβαίνομε μπάρμπα κι  άμα θες έλα εσύ απάνω να μας σε πιάσεις.
-      Αν δε κατεβείτε θα πέψω τη γυναίκα να φωνάξει τον αγροφύλακα να σας σε κάμω μήνυση.
Ακούγοντας τα κοπέλια πως θα φωνάξει τον αγροφύλακα τους πιάνει φόβος και τρόμος. Άρχισαν να πηδούν από κλαδί σε κλαδί για να ξεφύγουν και κάποια στιγμή τα καταφέρνουν και με ένα σάλτο κατεβαίνουν και αρχίζουν να τρέχουν. Ο γέρος τους πετά την κατσούνα να τους χτυπήσει μα δεν τους πέτυχε, έτρεχαν πιο γρήγορα από την κατσούνα  και πηδούσαν τις περιφράξεις των αμπελιών σαν πρωταθλητές δρόμου 110 μ. με εμπόδια.
Αφού απομακρύνθηκαν σε απόσταση ασφάλειας σταμάτησαν κάτω από μια ελιά λαχανιασμένοι και φοβισμένοι …. σφόδρα.
-      Ο διαολεμένος, εδά μωρέ βρήκε να΄ρθει ο κερατάς; Στην τόκα- πάνω στην ώρα
-      Και ήθελε λέει να μας σε πιάσει, γροίκα κουβέντες.
Αρχίζουν τα χάχανα κοροϊδεύοντας τα γεροντάκια.
 Συνήλθαν και άρχισαν να σχεδιάζουν πάλι.
20. Ο ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
Το Γιωργιό  λέει στο Γιώργη.
- Αφού δε φάγαμε σύκα πάμε να φάμε ένα πεπόνι;
- Και που θα το βρούμε;
- Γροίκα-άκουσε, δίπλα στο αμπέλι μας στο Χαλίκι είναι ένα μποστάνι με χιλιάδες πεπόνια. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα ο ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΑΣ.
- Εγώ τον είδα να κάθεται στο καφενείο. Πάμε να δούμε αν είναι ακόμα εκειά.
Πάνε στο καφενείο μα ο αγροφύλακας έχει φύγει. Ρωτούν το καφετζή αν τον είδε και τους λέει πως έφυγε και τράβηξε κατά το κάμπο.
Ο καφετζής ρωτά τα κοπέλια τί τον θέλουν μα εκείνα κάνουν πως δεν άκουσαν και έφυγαν ικανοποιημένα. Ο δρόμος για τα πεπόνια ήταν ελεύθερος, ζήτωωω!
Τράβηξαν προς το Χαλίκι μα ο φόβος του αγροφύλακα δεν έχει φύγει από μέσα τους.
-      Εγώ μωρέ Γιώργη φοβούμαι, δεν κατέχεις  ήντα διάολος είναι ο αγροφύλακας, εκειά που δεν τον περιμένεις  να΄τονε μπροστά σου.
-      Μη φοβάσαι, θα καταστρώσουμε σχέδιο και θα πετύχει.
Του εξηγεί το σχέδιο, μα το Γιωργιό έχει τις επιφυλάξεις του.
-      Άντε, μπακαλούμου – άραγε θα πετύχει;
 Σύμφωνα με το σχέδιο, πηγαίνουν στο αμπέλι και κάθονται αρκετή ώρα κάτω από μια μεγάλη κουτσούρα, για να χαθούν τα ίχνη τους.
Η ώρα περνά μα δεν αποφασίζουν να δράσουν, ακόμα φοβούνται και περιμένουν.
-      Μωρέ Γιώργη, να φουμάρουμε ένα τζίγαρο να περάσει η ώρα;
-      Και πού θα βρούμε μωρέ τσιγάρα;
-      Έχω ένα κομμάτι εφημερίδα και για καπνό θα τρίψουμε ξερά αμπελόφυλλα.
Ο άλλος συμφωνεί, τρίβουν με τα χέρια τα ξερά αμπελόφυλλα και στο πι και φι ετοιμάζονται δυο τσιγάρα είκοσι πόντους μάκρος. Τα ανάβουν με τον αναπτήρα και αρχίζουν να καπνίζουν φυσώντας τον καπνό στα μούτρα ο ένας του άλλου,  σκούνε στα γέλια και κάπου κάπου βήχουν. Έχει ντουμανιάσει ο τόπος από τον καπνό, ολόκληρο σύννεφο αδερφέ μου, και αυτοί γελούν με τα κατορθώματά τους.
Σε λίγη ώρα αποφασίζουν να δράσουν. Σύμφωνα πάντα με το σχέδιο, σέρνονται με την κοιλιά και φτάνουν στο διπλανό μποστάνι. Κόβουν ένα μουλκέικο πεπόνι και με τον ίδιο τρόπο επιστρέφουν στο αμπέλι στην ίδια κουτσούρα. Με το τσακάκι το κόβουν φέτες και σε χρόνο μηδέν το έχουν κατασπαράξει, γλύφουν και τις  πεπονόφλουδες.
Θυμούνται τον αγροφύλακα, κοροϊδεύουν που του την έφεραν και σκούνε από τα γέλια, χάχανα να δούνε τα μάτια σου.
Εκεί που χαχάνιζαν και ήθελαν να κόψουν και άλλο πεπόνι, έγινε το κακό. Μια δυνατή, φωνή, που τους φάνηκε σαν χειμωνιάτικη βροντή, τους κόβει τη χολή.
-      Ήντα κάνετε μωρέ επαέ ;;
Ποιος ήταν;  Ο Αγροφύλακας. Χριστιανοί μου ναι, ο Αγροφύλακας. Σαν να είδαν το χάρο που ετοιμαζόταν να τους πάρει την ψυχή, κόπηκαν τα πόδια τους για μια στιγμή, μα έπρεπε να αντιδράσουν να μην τους πιάσει γιατί, αλλοίμονο στα πάθη τους.
Σηκώνονται και αρχίζουν να τρέχουν σα βολίδες χωρίς να κοιτάζουν πίσω τους. Σίγουρα θα κατάρριψαν παγκόσμιο ρεκόρ. Απομακρύνθηκαν αλλά δεν πήγαν στα σπίτια τους από το φόβο του Αγροφύλακα, να μην έρθει και τους συλλάβει. Μόλις άρχισε να βραδιάζει επιστρέφουν και δέχονται τις δικαιολογημένες παρατηρήσεις.
-      Πού ήσουνα μωρέ Γιωργιό  όλη μέρα;
-      Είχαμε πάει για φωλιές.
-      Και πού είναι τα πουλιά;
-      Δε πιάσαμε γιατί οι φωλιές ήτανε αδειανές, τα πουλιά είχανε πετάξει.
-      Καλά, έλα να φας.
-      Δεν πεινώ μάνα, φάγαμε ξυλάγγουρα και χορτάσαμε. Δε μου λες, με γύρεψε κιανείς;
-      ‘Οι, μα ποιος ήθελε να σε γυρέψει ;
-      Ετσά ρώτηξα μπρε μάνα, κακό είναι; Εγώ νυστάζω και πάω στο δώμα να κοιμηθώ. Καληνύχτα.
Ανέβηκε στο δώμα, ξάπλωσε μα πού ύπνος. Ο φόβος του Αγροφύλακα του κόβει την όρεξη. Νομίζει πως από στιγμή σε στιγμή θα έρθει να τον πιάσει. Γι αυτό ανέβηκε στο δώμα, μόλις θα΄ρχόταν  να το σκάσει, να μην πιαστεί στη φάκα.
Εκτός από την αγωνία που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί είχε και τις φωνές της σκλόπας - κουκουβάγιας που κάθε βράδυ ξενυχτούσε στο διπλανό κυπαρίσσι. Δεν τον ενοχλούσαν τα κραξίματά της τα προηγούμενα βράδια, απόψε όμως ήταν διαφορετικά, τον ενοχλούσαν γι αυτό πέταξε μια πέτρα και εκείνη έφυγε.
Άρχισε να χαράζει και ο πετεινός  ανήγγειλε το ξημέρωμα με την υπέροχη βροντερή φωνή του.
Όλη την ημέρα δε φάνηκε ο Αγροφύλακας, ούτε τις επόμενες μέρες. Τι να είχε γίνει, σκεφτότανε το Γιωργιό, δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Αφού όμως δεν είχε τράβαλα τι τον ένοιαζαν τα άλλα;
Προέκταση
Όταν μεγάλωσε το Γιωργιό, βρέθηκε στο καφενείο  του χωριού με τον Αγροφύλακα, συνταξιούχος από καιρό. Κάθισε δίπλα του και συζητούσαν για διάφορα και αποφάσισε να λύσει το μυστήριο του επεισοδίου με το πεπόνι.
-      Δε μου λες, μπάρμπα Γιάννη, θέλω να μου πεις πώς μας ανακάλυψες στο αμπέλι μας στο  Χαλίκι. Σου λέω πως είχαμε κλέψει ένα πεπόνι από το διπλανό μποστάνι και το είχαμε φάει όταν ήρθες, πώς μας ανακάλυψες;
Τον κοιτάζει για λίγο  και μετά αρχίζει να γελά. Κάνει ώρα να σταματήσει μέχρι που δάκρυσαν τα μάτια του.
Το Γιωργιό τον κοιτάζει και δεν μπορεί να καταλάβει.
-      Γιάντα γελάς, μπάρμπα Γιάννη;
-      Μα είναι να μη γελώ ; Ήτανε το πιο ξεκαρδιστικό επεισόδιο στην αγροφυλακίστικη ζωή μου. Γροίκα - άκου, εγώ κάθε μέρα ξεγελούσα τσ΄αθρώπους. Αλλού φαινότανε πως πήγαινα και αλλού βρισκόμουνα. Εκείνη  τη μέρα τράβηξα για τον κάμπο αλλά έκανα ένα γύρο και βρέθηκα στην άλλη μπάντα, στα αμπέλια στο Χαλίκι. Όπως έκανα το γύρο θωρώ να βγαίνει καπνός από ένα σημείο του αμπελιού σας. Καταλαβαίνω πως κάποιος βρίσκεται εκειά. Πλησιάζω αθόρυβα και σας σε θωρώ να κάθεστε κάτω από την κουρμούλα, να καπνίζετε, να με κοροϊδεύετε και να γελάτε. Σας είδα να κόβετε το πεπόνι, να το πηγαίνετε στο αμπέλι και να το τρώτε. Άκουσα όλα όσα λέγατε και μαζί σας γελούσα και εγώ. Σκεφτόμουνα ήντα να σας σε κάμω να φοβηθείτε. Αποφάσισα να βάλω τσι φωνές, να σας σε ξιπάσω-τρομάξω και ξεκαρδίστηκα στα γέλια μόλις αρχίσατε να αγλακάτε- να τρέχετε σα λαγοί. Κατάλαβες τώρα, σας πρόδωσε ο καπνός των τσιγάρων, λες και έβγαινε από φουγάρο.
-      Κατάλαβα το λάθος μας, μα δε μου λες γιάντα δε είπες πράμα και δεν έκαμες μήνυση, ήτανε κλεψά αυτό που κάναμε.
-      Όι, γιατί σας είχα δει και σε άλλες κλεψές και δεν είπα ούτε ήκαμα πράμα και κατέχεις γιάντα ; Γιατί εκλέφτατε  για να φάτε, δεν εκάνατε ζημιές. Δυο απίδια, δυο ξυλάγγουρα ή ένα πεπόνι, δεν ήτανε ζημιές, κατάλαβες;;;;;;
Το Γιωργιό εντυπωσιασμένο και συγκινημένο  από τα λόγια του Αγροφύλακα  του απευθύνει ένα μεγάλο ευχαριστώ.
-      Σ’ ευχαριστώ μπάρμπα Γιάννη. Εγώ σε φοβούμουνα και σε απόφευγα σαν ο διάολος το λιβάνι, μα δεν είχα δίκιο.
Και ο Αγροφύλακας συγκινήθηκε.. Ένα δάκρυ βγήκε από τα μάθια του και έσταξε πάνω στο στιβάνι- στη μπότα του.
-      Σ΄ευχαριστώ παιδί μου Γιωργιό. Κιανείς δε μου΄πε ούτε ένα ευχαριστώ που τόσους χρόνους ήβλεπα-προστάτευα τσι περιουσίες τους. Ας είναι, βρέθηκες εσύ και αυτό μου φτάνει.
-      Ναι μπάρμπα, είναι το λιγότερο που μπορούσα να κάμω. Δε μου λες να παίξουμε κολιτσίνα;
-      Να παίξουμε, καφετζή φέρε τα χαρθιά.
Έπαιξαν κολιτσίνα και κέρδισε ο  ……… Αγροφύλακας !!!
21. ΟΙ ΔΟΥΛΕΣ
Την εποχή των κοπελιών υπήρχε αρκετή φτώχια σε μερικές οικογένειες. Αυτό τους ανάγκαζε να στέλνουν τα μικρά κορίτσια τους δούλες -  υπηρέτριες σε πλούσια σπίτια στο Ηράκλειο. Για τις οικογένειες αυτές ήταν καλή τύχη. Τα κορίτσια έτρωγαν καλά, τα έντυναν με καλά ρούχα και παπούτσια και με το μηνιάτικο βοηθούσαν τις οικογένειές τους.
Τα κορίτσια αυτά ερχόταν κάπου - κάπου στο χωριό για να δουν γονείς, αδέρφια και συγγενείς. Ήταν καλοντυμένα με ωραία εμφάνιση αλλά και αλλοιωμένη ομιλία. Μιλούσαν εξελιγμένα σαν τους Ηρακλειώτες, με διαφορετικό λεξιλόγιο.
Ένα βράδυ, στη βεγγέρα, ρωτούν ένα τέτοιο κορίτσι που είχε έρθει στο χωριό για λίγες μέρες.
-      Πώς περνάς, μωρή, στο σπίτι που είσαι, σε προσέχουνε, τρως καλά;
-      Ναιαιαιαι, με προσέχουνε, περνώ καλά, τρώω καλά μα δε μου αρέσει το πρωινό.
-      Γιάντα, μωρή;
-      Να, κόβουνε φέτες το ψωμί και από πάνω αλείβουνε βότυρο και ένα άλλο πράμα που το λένε μαρμελάδα.
-      Και ηντά ‘ναι μωρή το βότυρο;
-      Το βότυρο είναι αυτό που λέτε εσείς στο χωριό βούτυρο.
-      Και δε σου αρέσει μωρή;
-      Όι,  εγώ δεν το τρώγω, χάιμου (έκφραση αηδίας). Τρώω μόνο ψωμί με ελιές.
Αφού τελειώνει η συζήτηση το κορίτσι ρωτά μια γειτόνισσα.
-      Δε μου λες γειτόνισσα θα΄χεις αύριο φασόλες να μου δώσεις να μαγερέψω;
-      Ηντά ‘ναι μωρή οι φασόλες;
Γελά για λίγη ώρα και μετά τους εξηγεί.
-      Είναι οι φασούλες που λέτε εδώ στο χωριό. Στη χώρα άμα τσι πεις φασούλες καταλαβαίνουνε πως είσαι χωριάτης και σε κοροϊδεύουνε.
Αποτέλεσμα, οι φασούλες έγιναν φασόλες, το βούτυρο έγινε βότυρο, το πουκάμισο έγινε ποκάμισο, η ντουλάπα έγινε ντολάπα και δεν είχε τελειωμό  η γλωσσική μεταρρύθμιση.




22. Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
Ένα απόγευμα τα κοπέλια ακούνε το Γιαννιό να κάνει το ντελάλη και να φωνάζει,
-      Χωριανοί γροικάτε, το βράδυ θα παιχτεί καραγκιόζης στο καφενείο. Το έργο είναι, ο Καραγκιόζης Μάστορας, θα σκάσετε από τα γέλια. Ξέχασα να σας σε πω, θα΄χει και ταχυδαχτυλουργικά που θα σας σε φύγει το καφάσι. Να΄ρθετε όλοι. Το εισιτήριο έχει δυο δραχμές και όποιος δεν έχει λεφτά να φέρει δυο αυγά.
Τα κοπέλια είχαν εξασφαλίσει την είσοδο με τα δυο αυγά. Όσοι δεν είχαν όρνιθες, βολεύτηκαν από τους έχοντες και κατέχοντες. Δεν καταλάβατε; Όχι;  Κλέψιμο, από τα κοτέτσια των άλλων.  Αναστέναξαν οι κούμοι – τα κοτέτσια εκείνη την ημέρα.
Το έργο ήτανε καλό και όλοι οι χωριανοί, αυτοί που πήγαν, γέλασαν με την ψυχή τους. Τα κοπέλια διασκέδασαν αλλά εντυπωσιάστηκαν με τα ταχυδαχτυλουργικά και σχολίαζαν τον ταχυδαχτυλουργό  για τα κατορθώματά του. Πιο πολύ τους εντυπωσίασε το κόλπο που έτρωγε μπαμπάκι και μετά έβγαζε από το στόμα του χρωματιστές κορδέλες. Απίθανο και απίστευτο, έλεγαν για πολλή ώρα.
Σε μια βραδινή συγκέντρωση σχολιάζοντας τα του καραγκιόζη, αποφασίζουν να ασχοληθούν και αυτοί. Να κάνουν τις φιγούρες  και να παίζουν καραγκιόζη, για διασκέδαση και να περνά η ώρα τους .
Μετά από λίγες μέρες και αρκετή προσπάθεια έχουν βρει χαρτόνια και έχουν έτοιμες τις φιγούρες. Έστησαν το πλαίσιο του μπερντέ με  χοντρά καλάμια και ένα παλιό σεντόνι έγινε η οθόνη. Δυο λίχνοι στο πίσω μέρος του μπερντέ  φώτιζαν και σχηματίζονταν οι σκιές των πρωταγωνιστών.
Έπαιζαν κάθε βράδυ διάφορα αυτοσχέδια έργα, σάτρα πάτρα τα λόγια και οι κινήσεις  που ήταν απαραίτητες για να αποδοθεί η υπόθεση του έργου. Όμως, δεν έχαναν την όρεξη. Κάθε  βράδυ οι  μισοί ήταν παίχτες και οι μισοί θεατές. Με τον καιρό όλοι έμαθαν να παίζουν και είχαν βελτιωθεί ικανοποιητικά.
Τα βράδια οι χωριανοί που περνούσαν κοντοστέκονταν, έριχναν μια ματιά και δύο γέλια.
Σιγά  σιγά έγινε γνωστή η δραστηριότητα αυτή και κάθε βράδυ και πιο πολλοί παρακολουθούσαν τα έργα τους. Έφερναν σκαμνιά, καρέκλες και κάθε είδους καθίσματα και παρακολουθούσαν ανελλιπώς τις παραστάσεις, γελούσαν και διασκέδαζαν καλά.
Επιτυχία λοιπόν, πολιτιστικό γεγονός για το χωριό.
Ένα βράδυ, στις προετοιμασίες του έργου ένα κοπέλι ρίχνει την ιδέα.
-      Μωρέ σεις, εγώ λέω να βάλομε εισιτήριο, να πλερώνουν όσοι έρχονται, αφού θωρείτε πως τους αρέσουνε τα έργα μας και διασκεδάζουνε.
-      Να καλύψουμε τα έξοδά μας, λέει ένας άλλος.
-      Μωρέ γυρεύετε τη δουλειά σας που θα βάλουμε εισιτήριο, χαρά στους παίχτες και τα έργα.
Διαφωνίες, η ιδέα απορρίφτηκε αρχικά. Αλλά σε λίγες μέρες οι πλειοψηφία είχε αποδεχτεί την ιδέα. Το εισιτήριο μια δραχμή ή ένα αυγό.
Την επόμενη βραδιά είχε συγκεντρωθεί το μισό χωριό για την παράσταση. Πριν την έναρξη βγαίνει ο Νικολής και ανακοινώνει.
-      Χωριανοί, να κατέχετε πως εμείς για να παίζουμε τον καραγκιόζη έχουμε έξοδα. Γι’ αυτό τη Δευτέρα θα μπει εισιτήριο, μια δραχμή ή ένα αυγό ή ένα ντάγκο ή εκατό δράμια λάδι που το θέμε να ανάβουμε  τσι  λίχνους του μπερντέ.
Αναταραχή και σχόλια στους καραθεατές.
Καθ΄αργά και ένα αυγό και πού θα βρεθούνε ετόσα να αυγά ή ντάγκους ή τόσα να λάδια. Η θέση που επικράτησε στους καραθεατές,  ήταν πως δεν θα φέρουν τίποτα για εισιτήριο. Ούτε αυγό ούτε ντάγκο ούτε δράμι λάδι, έλεγαν οι περισσότεροι.
Έρχεται η Δευτέρα, γεμάτο το καραθέατρο, μα κανείς δεν έχει φέρει τίποτα, δεν έχουν δώσει εισιτήριο.
Βγαίνει ο Νικολής και ανακοινώνει.
-      Χωριανοί. Είπαμέ σας πως από σήμερο μπαίνει εισιτήριο. Κιανείς σας δεν ήφερε πράμα, ούτε ένα αυγό, ούτε ένα ντάγκο, ούτε δράμι λάδι. Σάικα –σίγουρα το ξεχάσατε, αυγιαργά - αύριο βράδυ όμως να φέρετε.
Δριμύ κατηγορητήριο για τους χωριανούς, τσιγκούνηδες, αχάριστοι και πολλά άλλα. Δηλαδή θένε να διασκεδάζουνε τζάμπα ;  Ήντα λογάτε, ο τζάμπας  επόθανε.
Περνούν τα βράδια και παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις, οι χωριανοί δεν έδιδαν εισιτήριο … εισόδου. 
Τα κοπέλια βρισκόταν σε αναβρασμό για τη συμπεριφορά των χωριανών. Μετά από αλλεπάλληλες συσκέψεις καταλήγουν σε μια γενικά αποδεχτή αντίδραση.
Ποια ήταν; Λίγη υπομονή και θα καταλάβετε.
Αρχίζουν την ανακατασκευή με πρόσθετα χαρακτηριστικά στις φιγούρες. Στις γυναικείες βάζουν μεγάλα βυζιά και στις ανδρικές τεράστια εξαρτήματα.
Η παράσταση θα άρχιζε σε λίγο και ο Νικολής ξαναβγαίνει στη … σκηνή και ζητά το εισιτήριο. Καμιά ανταπόκριση. Επιστρέφοντας στο καραπαιχτήριο μουρμουρίζει σιγανά.
-      Εδά θα σας σε δείξω γω.
Ανάβουν τους λίχνους και φωτίζεται ο μπερντές. Λένε  διάφορα προκαταρκτικά και σε λίγο εμφανίζεται η Βεζιροπούλα με τεράστια βυζιά. 
Μεγάλη αναταραχή στους καραθεατές, μουρμουρητά  και αντιδράσεις διάφορες. Αφού λέει τα δικά της η Βεζιροπούλα, εμφανίζεται ο Μπαρμπαγιώργος  και το Κολλητήρι με τα τεράστια εργαλεία τους. Πλησιάζουν με κακές διαθέσεις τη Βεζιροπούλα.
-      Έλα, Βεζιροπούλα μου,  να σου δείξω τα κάλλη μου.
-      Να δεις και τα δικά μου, λέει και το Κολλητήρι.
Δεν προλαβαίνουν να συνεχίσουν και οι καραθεατές σηκώνονται με φωνές και βρισιές.
-      Ανάθεμά σας, μαϊμούνια, ήντα ξεγηβεντίσματα - ρεζιλίκια  είναι μωρέ ετούτα να, φτου σας.
Ακολούθησε χαλασμός κυρίου. Μερικοί πιάνουν πέτρες και τις πετούν στο μπερντέ, άλλοι πετούν τα σκαμνιά, τις καρέκλες και ό, τι βρουν μπροστά τους.
Τα κοπέλια στον πανικό τους να γλυτώσουν σαλτάρουν προς τα πίσω και τρέχουν να φύγουν. Κάποιο κοπέλι άθελά του αναποδογυρίζει τους λίχνους και παίρνει φωτιά ο μπερντές. Πανικός αλλά μερικοί ψύχραιμοι ποδοπατούν το φλεγόμενο σεντόνι και σβήνουν τη φωτιά.
Οι  βλαστήμιες, οι κατάρες και  οι εξορκισμοί πέφτουν βροχή, μα ποιος τους ακούει. Τα κοπέλια έχουν εξαφανιστεί.
Έτσι άδοξα τελείωσε η παράσταση και η πολιτιστική τους επανάσταση, εκείνο το ιστορικό και επεισοδιακό βράδυ.
 Την άλλη μέρα βγήκαν δειλά από τα σπίτια και μαζεύτηκαν να συζητήσουν τα χθεσινά γεγονότα. Συμφώνησαν πως το παράκαναν αλλά το άξιζαν οι χωριανοί τους και ότι δε θα ξαναπαίξουν καραγκιόζη.
Αποφάσισαν να πάνε να σκοτώσουν  πουλιά το βράδυ στα δέντρα, με τους φακούς και τα λάστιχα- σφεντόνες. Ήθελαν αίμα, μετά τα χθεσινοβραδινά επεισόδια.
Το μεσημέρι πήγαν και πότισαν τις φοράδες, τα μουλάρια και τα άλλα ζώα. Το τι έγινε δε λέγεται. Τα έτρεχαν μέχρι σκασμού, έκαναν αγώνες πάνω κάτω, μέσα στις ελιές,  έκαναν κύκλους και από τα στόματα των ζώων έβγαιναν αφροί. Όποιος έπεφτε κάτω εγκατέλειπε τον αγώνα και πήγαινε για πότισμα. Στο τέλος είχανε μείνει τρεις και αυτοί σκασμένοι από την κούραση και τον πόνο στον πισινό τους, που όπως διαπίστωσαν αργότερα είχαν πάθει έγκαυμα από την πολλή καβάλα. Σταμάτησαν τα τρεχαλητά και πήγαν τα ζώα τους για πότισμα.
Το βράδυ βρέθηκαν στις μουρνιές και τους ευκαλύπτους για πουλιά. Είχαν τους φακούς και τα λάστιχα. Πήγαν τρία ζευγάρια γιατί ο ένας με το φακό εντόπιζε το πουλί και ο άλλος με το λάστιχο σημάδευε και χτυπούσε.
Είχαν επιτυχία εκείνο το βράδυ. Σκότωσαν δεκατρία. Πήγαν κατευθείαν για επεξεργασία και φάγωμα. Δεν είχαν αυγά και τα έφαγαν σκέτα τηγανιτά.
Για την επόμενη μέρα έδωσαν ραντεβού για σφαίρες.
Ήθελαν να ξεθυμάνουν από το ρεζιλίκι του Καραγκιόζη και βρήκαν τη λύση.   
23. ΟΙ ΣΦΑΙΡΕΣ
Ήταν τα υπολείμματα του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Κάποιοι είχαν κρύψει δεσμίδες άπαιχτες σφαίρες σε διάφορα  μέρη και στο χωριό τους βρισκόταν στις  βάγκες - στα χαντάκια. Τις είχαν ανακαλύψει τυχαία τα κοπέλια.
Έκαναν τις ανασκαφές τους το καλοκαίρι γιατί το χειμώνα είχε λάσπες και δεν ήταν εύκολη δουλειά.
Πρωί  πρωί  με σκαλίδες- με τσάπες στους ώμους τραβούν για τη βάγκα στο βορεινό σημείο του χωριού, σε απόσταση  εκατό μέτρων.
Πρώτα κοιτάζουν μήπως είναι κανείς στη βάγκα. Βλέπουν να προεξέχει ελάχιστα ένα κεφάλι και περιμένουν μέχρι να φύγει. Τι έκανε εκεί ο επισκέπτης; Θα το μάθετε  παρακάτω.
 Αφού σηκώθηκε ο επισκέπτης βλέπουν και όρνιθες να βγαίνουν έξω από τη βάγκα και να τρίβουν τις μύτες τους στο χώμα, για καθάρισμα, άραγε τι είχαν φάει; Θα το μάθετε κι αυτό.
 Αφού ήταν ελεύθερο το τοπίο πηγαίνουν δυτικά και αρχίζουν να σκάβουν. Σε λίγη ώρα εντοπίζουν μια δεσμίδα σφαίρες, τις αρπάζουν και φεύγουν για να τις επεξεργαστούν.
Στου Τζερνιά τα σπίτια είναι το κατάλληλο μέρος. Στα κενά που είχαν οι πέτρες του τοίχου έβαζαν  τη σφαίρα. Κουνούσαν πάνω κάτω τον κάλυκα, χαλάρωνε η σφαίρα και την αφαιρούσαν με ευκολία. Άδειαζαν το μπαρούτι και το φύλασσαν για τις ανάγκες της Λαμπρής. Με αυτό έφτιαχναν τα πλακατζίκια – τα βαρελότα τους.
Η επεξεργασία δεν τελείωνε με το μπαρούτι, ήθελαν και τα καψούλια. Άρχιζε η δεύτερη φάση. Χρειαζόταν προσοχή γιατί κάθε φορά ένα με δύο καψούλια έσκαγαν στα χέρια τους και όσοι δεν πρόσεχαν καρφωνόταν στις παλάμες τους  και δημιουργούσαν μικροτραυματισμούς. Πώς γινόταν η επεξεργασία; Γέμιζαν τους κάλυκες με νερό και με μια κατάλληλη πέτρα χτυπούσαν το στόμιο και το έκλειναν ώστε να στεγανοποιηθεί και να μη μπορεί να φύγει το νερό. Συνέχιζαν το χτύπημα και το δίπλωμα του κάλυκα μέχρι η πίεση του νερού να πετάξει έξω το καψούλι.
Εκείνη την ημέρα έσκασε ένα καψούλι του Γιωργιού, αλλά επειδή πρόσεχε  δεν τον χτύπησε.  Όμως με το μπαμ που έκανε το καψούλι ακούγεται ένα  ωωωωχ και κλάματα. Τι είχε γίνει; Το καψούλι είχε καρφωθεί στο πόδι ενός κοριτσιού, που με άλλα μαζί έπαιζαν κουτσό, λίγο πιο κάτω. Τρέχει το Γιωργιό πιάνει το πόδι του και εκεί που βλέπει το αίμα σκαλίζει με τα … πεντακάθαρα νύχια του ( γεμάτα χώμα και άλλες ουσίες από το σκάλισμα για τις σφαίρες), βγάζει το καψούλι και βάζει μια χούφτα χώμα στην πληγή για να σταματήσει το αίμα. Δε φτάνει που έκανε τη ζημιά αλλά βάζει κατσάδα στο κορίτσι.
-      Ήντα διάολο εγύρευγες επαέ ;
-      Έπαιζα κουτσό με τα άλλα κοπέλια (κορίτσια), εγώ φταίω;
-      Ντα δε θωρούσατε πως εβγάναμε καψούλια και να φύγετε;
Το κορίτσι σιγόκλαιγε παραπονιάρικα και δεν του απάντησε. Το Γιωργιό εντυπωσιασμένο από τον τρόπο που τον αντιμετώπισε, με πραότητα και ευγένεια αλλά και με το απλό επιχείρημά του «έπαιζα κουτσό - εγώ φταίω;». Αναγνωρίζοντας το δίκιο του κοπελιού, σκύβει το κεφάλι και ντροπιασμένος απομακρύνεται.
Το μπαρούτι ήταν αρκετό αλλά η προσπάθεια θα συνεχιζόταν τις επόμενες μέρες. Το βράδυ μαζεύτηκαν και άρχισε το μπαμ μπουμ με τα καψούλια που τα έσκαγαν για να σπάσουν πλάκα.
24. Η ΒΑΓΚΑ ΚΑΙ ΟΙ ΟΡΝΙΘΕΣ
Αυτά που θα διαβάσετε παρακάτω είναι πολύ … αηδιαστικά. Όσοι δεν αντέχουν παρακαλούνται να πάνε στο επόμενο κεφάλαιο.
Εσύ συνεχίζεις  εεεε;;  Καλά να πάθεις.
Η  ξακουστή ΒΑΓΚΑ – το χαντάκι του χωριού έχει τη δική της ιστορία. Ήταν το επίσημο αποπατήριο του χωριού. Δεν υπήρχε κανένας καμπινές, ναι, κανένας. Ορισμένες οικογένειες που είχαν στάβλους ικανοποιούσαν τις ανάγκες τους σ΄αυτούς μαζί με τα ζώα τους, οι υπόλοιποι στη Βάγκα. Δυτικά οι  άνδρες και ανατολικά οι γυναίκες.
Αφού τα έκαναν σκούπιζαν τον πισινό τους με ένα  κομμάτι εφημερίδας ή με μια μικρή πέτρα ή με ένα βόλο χώμα που φρόντιζαν να έχουν μαζί τους πριν κατέβουν. Μερικοί με τίποτα.
Στους στάβλους και στη βάγκα την καθαριότητα αναλάμβαναν οι όρνιθες. Μέχρι να πέσει κάτω το σκατό ορμούσαν και το καταβρόχθιζαν. Πολλές φορές γινόταν τέτοιος συνωστισμός από όρνιθες  που ο πελάτης τους σηκωνόταν και τις κλωτσούσε για να φύγουν.   
Ήταν τόπος ενημέρωσης για τα γεγονότα του χωριού και όχι μόνο. Η μεγάλη συγκέντρωση γινόταν το πρωί και λίγο πριν βραδιάσει. Όμως η βάγκα βρισκόταν σε εικοσιτετράωρη λειτουργία. Μαζευόντουσαν καμιά δεκαπενταριά γυναίκες και άρχιζε η ενημέρωση και το κουτσομπολιό. Ακούστε ένα ενημερωτικό διάλογο.
-      Καλημέρα Καλιό.
-      Καλημέρα Αννίκα. Ήμαθες, μωρή πως εκλέφτηκε η Δανάη ;
-      Ναι το΄μαθα. Λένε πως ο πατέρας και ο αδερφός τζη τσι γυρεύγουνε να τσι σκοτώσουνε.
-      Και εβρήκα τζι μωρή;
-      Όι, αυτοί έχουνε πάρει τα όρη- τα βουνά και σιγά να μη τζι βρούνε;
Οι άντρες μιλούσαν για κυνήγια, καλλιέργειες, για τον καιρό και άλλα πολλά. Δεν κουτσομπόλευαν, αυτό γινόταν σπάνια και για σοβαρά περιστατικά.
25. ΟΙ ΑΧΕΡΓΙΩΝΕΣ
 Μετά το θερισμό οι αγρότες μεταφέρουν τα άχυρα σε ειδικές αποθήκες, για να ταΐζουν τα ζώα τους το χειμώνα. Οι αποθήκες είχαν μια μόνο πόρτα  για να βγάζουν τα άχυρα και μία τρύπα στην οροφή για να τα ρίχνουν μέσα. Χρειαζόταν όμως πάτημα για να χωρέσει η αποθήκη όσο γίνεται περισσότερες ποσότητες.
 Αυτό το πάτημα το έκαναν τα κοπέλια. Ανέβαιναν στο δώμα και έπεφταν στο κενό πάνω στα άχυρα, ήταν γι αυτούς παιχνίδι μα βοηθούσαν και τους ανήμπορους.
26. Ο ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ
Όπως γύριζε στο σπίτι του, βλέπει να ‘ρχεται η αδερφή του τρέχοντας  και λαχανιασμένη του λέει.
-      Πού  ήσουνε μωρέ και σε γύρευγα  ετόση να  ώρα;
-      Πού να με βρεις, ήμουνα στον αχεργιώνα τση Φωτεινής και πατούσα άχερα με τ΄άλλα κοπέλια. Ήντα με θες;
-      Άμε να πλυθείς και να βάλεις άλλα ρούχα να βγάλουμε φωτογραφία γιατί ήρθε ο Φωτογράφος και θα φύγει όπου να΄ναι. 
-      Φωτογραφία; Πάω ντελόγο – αμέσως να αλλάξω.
Σε λίγο τα αδέρφια έχουν στηθεί μπροστά στο φακό και ποζάρουν, καμαρωτά. Κρατούν στα χέρια τους από ένα μάτσο αγριοχορτολούλουδα που μάζεψαν βιαστικά  από το κοντινό χωράφι.
Η φωτογραφική μηχανή ήταν ένα ξύλινο τετράγωνο κουτί στηριγμένο σε ένα τρίποδο. Μπροστά είχε ένα φακό, στη μέση ένα συρταράκι και πίσω ένα μαύρο πανί σα σωλήνα.
Ο φωτογράφος δίδει τις απαραίτητες οδηγίες για την … πόζα, βάζει τη μούρη του μέσα στο μαύρο πανί και με το δεξί χέρι ρυθμίζει το φακό.
-      Έτοιμοι, μη κουνιέστε, χαμογελάστε λίγο και να κοιτάζετε το φακό που θα βγει το πουλάκι.
Ανοίγει το φακό για λίγα δευτερόλεπτα και αυτό ήτανε. Στη συνέχεια ανοίγει το πλαϊνό συρταράκι, κουνά ένα χαρτί σε κάτι υγρά που είχε μέσα και να η φωτογραφία, έτοιμη.
Τα κοπέλια χαρήκανε πολύ που έβγαλαν φωτογραφία. Ακόμα την έχουν αυτή τη φωτογραφία.
Πολλοί χωριανοί έβγαλαν φωτογραφίες εκείνη την ημέρα. Σήμερα, αν πάτε στα σπίτια τους  θα  δείτε αυτές τις  φωτογραφίες να κρέμονται στους τοίχους,  κορνιζαρισμένες, λίγο ξεθωριασμένες, σε ανάμνηση του μακαρίτη.
27. ΟΙ ΚΑΡΑΜΕΛΕΣ
Γλυκά έφτιαχναν οι μανάδες από κυδώνι, σταφύλι και άλλα φρούτα της εποχής. Δηλαδή, τα κοπέλια έτρωγαν που και που γλυκό, όταν τους έδιδε η μάνα και όταν ξεμονάχιαζαν τα βάζα. Η αδυναμία τους όμως ήταν οι καραμέλες που είχε ο μπακάλης του χωριού. Με ένα ή δυο αυγά έπαιρναν κάμποσες και τις έτρωγαν με μεγάλη ευχαρίστηση.
Μια μέρα το Γιωργιό ήταν απασχολημένος φτιάχνοντας ένα καινούργιο λάστιχο – σφεντόνα και μαζί του ήταν ένα άλλο κοπέλι που παρακολουθούσε την κατασκευή.
Πάνω στη φούρια να τελειώσει του  ήρθε η όρεξη για καραμέλες. Τρέχει στο κούμο – κοτέτσι τους και παίρνει δυο αυγά από τη φωλιά. Τα δίδει στο άλλο κοπέλι για να πάει στο μπακάλη να πάρει καραμέλες.
Το κοπέλι αργεί να γυρίσει και  τον έχουν πιάσει τα νεύρα του. Μετά από αρκετή ώρα καταφτάνει και του δίδει τις καραμέλες τυλιγμένες σε ένα κομμάτι εφημερίδα. Ανοίγει και βλέπει μόνο δύο ενώ θα έπρεπε να είναι δέκα.
-      Μόνο δύο,  μωρέ;
-      Δυο μου δωσε, ήντα να σου κάμω  γω;.
Νευριασμένος πηγαίνει στο μπακάλη. Εκεί ήταν η γυναίκα του και τις δείχνει το χαρτί με τις δύο καραμέλες.
-      Θεια, εγώ σου΄πεψα δυο αυγά και εσύ ήδωσες  μόνο δυο καραμέλες.
-      Όι παιδί μου, εγώ του΄δωσα δέκα, μα κατέχεις ηντά γινε ; Αυτός έκατσε κάτω από τη μουρνιά και τσι΄τρωγε, εγώ  εθάρρουνα πως ήτανε δικές του.
 Το Γιωργιό καταλαβαίνει και πιο θυμωμένος τώρα πάει και συναντά το καραμελοφάγο. Τον πιάνει από το αυτί και του δίδει μια καρπαζά.
-      Έτσα   εεεε ; Μόνο δυο σου δωσε  εεεεεε ;  Λέγε, εσύ τσι φαες ;
Μυξοκλαίγοντας παραδέχτηκε την ενοχή του και στο Γιωργιό έγινε μάθημα, να κάνει μόνος του τις δουλειές του.
28. ΤΟ ΤΟΠΙ
Κυρίαρχο στη παιδοκοινωνία του χωριού. Ήταν πολύ δύσκολο να έχεις τόπι. Γιατί;  Γιατί το καλό τόπι ήθελε ανδρική κάλτσα και κουρέλια. Κάλτσες φορούσαν λίγοι και όσοι φορούσαν έκαναν καιρό να αντικαταστήσουν τις φθαρμένες.
Το Γιωργιό ήταν από τους τυχερούς γιατί ο πατέρας του φορούσε κάλτσες. Μια μέρα τον φωνάζει η μάνα του.
-      Γιωργιό, έλα που σε θέλω.
-      Ήντα θες μάνα;
-      Έλα να σου δώσω ένα καρτσόνι - κάλτσα του πατέρα σου. Δε παίρνει μπλιό ράψιμο. Το έχω συμμαζέψει λίγο και κάνει για τόπι, πάρε και κουρέλια που έχω στο ανυφαντήρι - στον αργαλειό , να το γεμίσεις.
-      Φχαριστώ μάνα, μου ‘καμες μεγάλο δώρο.
Σκύβει και τη φιλά  στο μάγουλο. Εκείνη  τον κοιτάζει και ένα γλυκό χαμόγελο  σχηματίζεται στα χείλια της. 
Το Γιωργιό ήξερε να φτιάξει το τόπι και σε λίγη ώρα το είχε έτοιμο.  Το βράδυ στη συνάντηση  ανακοινώνει το μεγάλο γεγονός.
-      Κοπέλια, να κάνετε ησυχία που σας έχω νέα.
-      Ήντα θα μας σε πεις και θες ησυχία;
-      Έχω τόπι μωρέ.
Και επαναλαμβάνει με πιο δυνατή φωνή.
-      Καινούργιο τόπι, καταλαβαίνετε;  
-      Έχεις καινούργιο τόπι; Και πού το ‘χεις να το δούμε;
-      Το ‘χω χωσμένο – κρυμμένο να μη μου το κλέψουνε.
Εξήγηση: Τόπια άλλα υπήρχαν, μα είχαν παλιώσει και δεν προσφέρονταν για αποτελεσματικό παιχνίδι. Το καινούργιο τόπι ήταν κάθε φορά η είδηση, το γεγονός. Αυτός που είχε το καινούργιο τόπι κανόνιζε ποιους θα πάρει στην ομάδα του και πολλά άλλα. Κυρίαρχος παιδί μου, όχι αστεία.
Η συζήτηση συνεχίζεται.                                                
-      Και ποιους θα πάρεις στην ομάδα σου;
-      Θα πάρω αυτούς που θα μου δώσουν ένα δικό τους πράμα.
Τα κοπέλια κατσουφιάσανε, μα ταυτόχρονα έπεσαν σε σκέψεις. Τελικά το συζητούνε.
-      Εγώ θα σου φέρω ένα πεπόνι, μουλκέϊκο.
-      Είσαι μέσα, μα θα φέρεις και ένα ξυλάγγουρο. Άλλος.
-      Εγώ θα σου φέρω δυο αυγά.
-      Δε θέλω αυγά, έχω. Να πουλήσεις τα αυγά και να μου φέρεις μια μπαταρία για το φακό μου και είσαι και εσύ μέσα. Άλλος.
-      Εγώ δεν έχω ούτε πεπόνια, ούτε αυγά, δεν έχω πράμα να σου δώσω.
-      Μη λες ψώματα, έχεις τσακάκι  και λάστιχο - σφεντόνα. Θα δώσεις ένα από τα δυο, αλλιώς δε μπαίνεις.
-      Και ήντα μωρέ θα κάμω χωρίς τσακάκι ή χωρίς λάστιχο ; Εγώ δε μπορώ να αγοράσω άλλα, κατάλαβες.
-      Καλά, κόψε είκοσι τσιγκάκια για τσι αμάδες και έλα.
-      Εσύ μωρέ Παυλή  ήντα θα φέρεις;
Γελά ο Παυλής  και με ένα θρασύ και προσβλητικό ύφος απευθύνεται στο Γιωργιό.

Εξήγηση: Το Γιωργιό ήτανε πέμπτο ή έχτο στην άτυπη ιεραρχία των κοπελιών. Προηγούνταν οι πιο μεγάλοι, οι πιο δυνατοί, οι πιο έξυπνοι και πονηροί, οι πιο τολμηροί και ριψοκίνδυνοι.  Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά το Γιωργιό ήταν περίπου έχτο στη σειρά, δεν ήταν δηλαδή ο πρώτος με αυτές τις ιδιότητες, ήταν μικρομεσαίος. Η εξήγηση γίνεται για να μη σας δημιουργηθεί η εντύπωση ότι το Γιωργιό ήταν αρχηγός των κοπελιών, όχι βέβαια. Για να μη παρεξηγηθούμε. Περιγράφουμε τη ζωή του, επειδή γι αυτό το κοπέλι υπάρχουν οι περισσότερες πληροφορίες. 
-      Σε μένα δε περνούνε αυτά Γιωργιό. Εγώ θέλω πλερωμή για να ΄ρθω στην ομάδα σου, να με πλερώσεις αδρά. Εκατάλαβες; Αλλιώς θα πάω στην άλλη ομάδα και άντε να νικήσει η δική σου.       
Ο Παυλής είναι ο καλίτερος παίχτης και αν πάει στην άλλη ομάδα θα έχει πρόβλημα η δική του.
-      Και ήντα πλερωμή θες μωρέ Παυλή ;
-      Όσα πάρεις από τσι άλλους θα τα δώσεις σε μένα.
-      Εκουζουλάθηκες μωρέ, είπαμε πως είσαι καλός παίχτης μα όχι να μας σε πάρεις τα έχει μας– ό,τι έχουμε ;
-      Ξάσου- κάμε ό,τι καταλαβαίνεις, εγώ δε συβάζομαι αλλιώς.
-      Παυλή, έλα στα συγκαλά σου. Ούτε εγώ κωλώνω, άμε όπου θες, σιγά που θα κάτσω να σκάσω.
Ο Παυλής  αντιλαμβάνεται πως μπορεί να χάσει τη διαπραγμάτευση και αποφασίζει να το παίξει διαφορετικά.
-      Γροίκα, συβάζομαι – συμφωνώ να μη με πλερώσεις, μα θα με κάνεις αρχηγό.
Συμφώνησαν και την επόμενη μέρα η ομάδα ήταν έτοιμη, χωρίς προπόνηση βέβαια.
Τα υπόλοιπα κοπέλια μαθαίνουν για το τόπι και την ομάδα του Γιωργιού. Φτιάχνουν και αυτά τη δική τους και την άλλη μέρα βρίσκονται στο δρόμο του σχολείου για να παίξουν.
29. ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΤΟΠΙ
Τα τέρματα σημαδεύονται με  δυο πέτρες στο πάνω και δύο στο κάτω μέρος του … γηπέδου, γίνεται σέντρα και αρχίζει το ματς. Δεν υπάρχουν κανόνες, μόνο αράουτ και γκολ.
Κλωτσάνε το τόπι, φωνάζουν, κάνουν παρατηρήσεις στους συμπαίχτες γιατί δεν τους δίδετε πάσα, γιατί  δε μπόρεσε κάποιος να βάλει γκολ και για άλλα πολλά.
Έχουν υπολογίσει το χρόνο στο περίπου και αποφασίζουν να λήξουν το πρώτο ημίχρονο. Είναι μηδέν με μηδέν οι δυο ομάδες.
Στο δεύτερο ημίχρονο και δύο ομάδες μπαίνουν αποφασισμένες να νικήσουν. Αγριεύουν τα πράγματα, όταν η αντίπαλη ομάδα βάζει γκολ, ζητωκραυγές και αγκαλιάσματα οι παίχτες.
Σε λίγη ώρα βάζει γκολ και η ομάδα του Γιωργιού, το έβαλε ο Παυλής, μπράβο σου  του λένε  οι άλλοι παίχτες. Κοντεύει να τελειώσει ο αγώνας και οι παίχτες των δύο ομάδων   γίνονται πιο επιθετικοί, τα δίδουν όλα για όλα.
Η  άλλη ομάδα έκανε αλλαγή και έβαλε το Γιώργη το ψηλό.  Καλός και φοβερός παίχτης. Τον έβαλαν μέσα αργά γιατί μόλις είχε επιστρέψει από μια δουλειά του πατέρα του. Επευφημίες  και ζητωκραυγές για το Γιώργη. Εκείνος θέλει να αποδείξει την ανωτερότητά του  και συμπεριφέρεται σαν κυρίαρχος, τρέχει πάνω κάτω, σπρώχνει τους αντίπαλους και ορμά ακάθεκτος για γκολ.  Από μια μπαλιά συμπαίχτη του το τόπι σταματά λίγα μέτρα πριν το τέρμα. Το βλέπει ο Γιώργης και παίρνει φόρα, κανείς δεν τολμά να μπει μπροστά του. Σηκώνει το πόδι και δίδει μια φοβερή κλοτσιά στο τόπι. Εκείνο πάει λίγους πόντους πιο πέρα και σταματά. Ταυτόχρονα με την κλωτσιά ακούγεται μια κραυγή πόνου. Ο Γιώργης κάθεται χάμω, πιάνει τα δάχτυλα του δεξιού του ποδιού που τρέχουν αίματα. Ζητά να του φέρουν μια καβαλίνα να σταματήσει το αίμα, μα δε βρίσκουν εκεί κοντά.  Βάλε χώμα, βάλε χώμα  του φωνάζουν τα κοπέλια και εκείνος πιάνει μια χούφτα και τη βάζει στην πληγή.

Μα τι είχε γίνει;
Ακούτε χριστιανοί, αν έχετε το Θεό σας. Το τόπι είχε σταματήσει μπροστά από μία πέτρα που ήταν καρφωμένη στο χώμα και προεξείχε περίπου τρεις άντε  τέσσερις   πόντους. Η προεξοχή δε φαινόταν γιατί την κάλυπτε το τόπι. Η κλωτσιά χτύπησε το  τόπι αλλά  ταυτόχρονα και την πέτρα. Γι αυτό το τόπι πήγε λίγους πόντους παραπέρα, η πέτρα ξεπατώθηκε και το πόδι τραυματίστηκε.
Οι  συμπαίχτες παίρνουν το Γιώργη και τον πάνε σπίτι του να τον περιθάλψουν οι δικοί του.
Το παιχνίδι όμως συνεχίζεται με την ίδια ένταση. Στη θέση του Γιώργη μπήκε ο Πανάγος. Ξεκούραστος τρέχει και αυτός ζωηρά και διεκδικεί το τόπι. Σε μια φάση διεκδικεί μια κεφαλιά από το Νίκο της αντίπαλης ομάδας. Και εδώ γίνεται το δεύτερο κακό. Τα κεφάλια των αντιπάλων συγκρούονται και ακούγεται ο υπόκωφος  ήχος της σύγκρουσης. Πέφτουν και οι δύο κάτω. Ο ένας έχει το χέρι  στην κεφαλή του και ο άλλος στο στόμα  και κάνουν γκριμάτσες πόνου.
Άντε πάλι, τι  είχε συμβεί αυτή τη φορά; 
Απλά πράματα. Ο Πανάγος είχε χτυπήσει με το στόμα το κεφάλι του Νίκου και του είχε ανοίξει μια τρύπα που έτρεχε  αίμα. Του Πανάγου, από το χτύπημα, του έσπασε ένα δόντι, αυτό που άνοιξε την τρύπα στο κεφάλι του άλλου.
Πανικός με τις πρώτες διαπιστώσεις, δεν τολμούν να αγγίξουν το κεφάλι του ενός ούτε το στόμα του άλλου, που και αυτό έτρεχε αίμα. Τους πηγαίνουν κατευθείαν στα σπίτια τους, εξηγούν  στους δικούς τους τι είχε γίνει  και φεύγουν στεναχωρημένοι και σκεφτικοί.
Το βράδυ γίνεται  θέμα συζήτησης  ο τραυματισμός του Νίκου και του Πανάγου.
-      Είδατε τη τρύπα στη κεφαλή του Νίκου, νααα μεγάλη.
-      Και το αντόντι του Πανάγου κομμένο σύριζα. Και δε βρήκαμε το σπασμένο  κομμάτι, λέτε να μπήκε μέσα στην κεφαλή του.
-      Αντεεεεεεεέ, αν έγινε ετσά και ανέ πάει στο μυαλό του σάικα - σίγουρα θα κουζουλαθεί ο κακομοίρης.
Κόκαλο τα κοπέλια, τους πιάνει η στεναχώρια μπας και ο Νίκος κουζουλαθεί. Για μέρες τον παρακολουθούσαν μήπως δουν συμπτώματα τρέλας.
Δε φάνηκαν τέτοια συμπτώματα για καιρό και ησύχασαν. Το δόντι είχε πέσει κάτω στο χώμα. Το βρήκε ένα κοπέλι όταν έπιασε μια χούφτα χώμα και το έβαλε σε μια πληγή του, από τραυματισμό σε ένα παιχνίδι  ποδοτοπισφαίρου. 
Το έδειξε στα άλλα κοπέλια και όλοι μαζί ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.

Επίλογος στο θέμα
Με το πέρασμα του καιρού εμφανίστηκαν πολλές κάλτσες στο χωριό, τα τόπια πλήθυναν και η συγκρότηση των ομάδων γινόταν πιο δύσκολη από μέρα σε μέρα.
Για να συγκροτήσει  ομάδα κάποιος τοπάς (αυτός που είχε τόπι), όχι μόνο δε ζητούσε αμοιβή, αλλά πλήρωνε για να πάρει  παίχτες. Έδιδε τσακάκια, λάστιχα, πυρόβολους, καραμέλες και άλλα χίλια δυο πράματα, χωρίς να είναι βέβαιος ότι θα τον έχει για καιρό, επειδή υπήρχε πιθανότητα οι αντίπαλοι να τον εξαγοράσουν με περισσότερα  ή καλύτερα πράματα. Φρίκη η κατάσταση.

30. ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ
Δεν υπήρχαν κάδοι απορριμμάτων, ούτε σκουπιδιάρηδες, ούτε απορριμματοφόρα και χωματερές.
Και όμως υπήρχε ανακύκλωση σε ποσοστό 90% και πάνω. Δεν το πιστεύετε εεεεεε ;; Λίγη υπομονή, άπιστοι Θωμάδες και θα μάθετε πως εκείνη την εποχή υπήρχε ζωντανή  τεχνολογία, μοναδική στο είδος της, που ένα μέρος από αυτή ήταν και φαγώσιμη.    
Λοιπόν, λοιπόν, η τεχνολογία:
Οι όρνιθες. Τρώνε τα ανθρώπινα  σκατά και δεν αφήνουν υπόλοιπο ούτε για δείγμα. Θυμάστε τις  περιπτώσεις με τη βάγκα.
      Τρώγονται ψητές με πατάτες ή με μακαρόνια και βραστές σούπα ή πιλάφι.
Τα γουρούνια.Δεν είναι ανάγκη να σας εξηγηθεί τι τρώνε τα γουρούνια. Κάθε είδους υπολείμματα φαγητών, χορταρικών, πεπονόφλουδες, καρπουζόφλουδες και κάθε τι φαγώσιμο ή μη.
      Τρώγονται στο φούρνο, στα κάρβουνα, στο τηγάνι, στο τσουκάλι, καπνιστό απάκι. Δε μένει ούτε δράμι.
Οι κατσίκες και τα πρόβατα:Όλα τα χορταρικά που περισσεύουν στο σπίτι και στα χωράφια.
      Τρώγονται όπως το γουρούνι. Δεν γίνονται απάκι.
Οι σκύλοι και οι γάτες. Τέλειοι καταναλωτές κοκάλων από κρέατα, ψάρια  και κάθε φαγώσιμου είδους.  Είναι φαγώσιμα είδη σε δύσκολους καιρούς.
      Ο σκύλος ψητός με πατάτες ή κοκκινιστός με μακαρόνια.
      Η γάτα γίνεται καλό στιφάδο.
Εκείνη την εποχή (μετά τη γερμανική κατοχή), ο σκύλος και η γάτα δεν αποτελούσε φαγώσιμο είδος. Μπορεί αύριο να το επιβάλει η Τρόικα.
Τα ελάχιστα στερεά υπολείμματα και αντικείμενα τα έκαιγαν στα χωράφια ή τα άφηναν και γινόταν λίπασμα.
Μάγκες, τι έχετε να πείτε τώρα; Γιατί δε μιλάτε; Άντε, πάμε παρακάτω.
31. ΧΕΙΡΟΜΥΛΟΣ  ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
Αποβραδίς  το Γιωργιό  ενημερώνεται από τη μάνα του ότι αύριο έχει δουλειές για να το ξέρει και να ξυπνήσει νωρίς.
-      Αύριο έχεις δυο δουλειές για να κατέχεις. Θα αλέσεις στάρι  στο χειρόμυλο γιατί θα κάμω ξινόχοντρο - ξινό τραχανά και θα πας στο Μπαραβάρη (τοποθεσία), να αλέσεις στάρι γιατί τελείωσε το αλεύρι και θέλω να ζυμώσω.
-      Καλά , να με ξυπνήσεις εσύ το πρωί.














ΧΕΙΡΟΜΥΛΟΣ




Ξημερώματα είναι στο πόδι. Πηγαίνει στην αποθήκη, παίρνει  τις δύο πέτρες του χειρόμυλου, πάχους πέντε πόντων, τις βγάζει στην αυλή και βάζει τη μία πάνω στην άλλη. Φέρνει  το στάρι δίπλα του και αρχίζει.
Με το αριστερό χέρι πιάνει το στάρι και το ρίχνει στην τρύπα που έχει η πάνω πέτρα και με το δεξί πιάνει την ξύλινη  λαβή  που είναι σφηνωμένη στην ίδια πέτρα και τη γυρίζει. Ρίχνει συνέχεια στάρι στη τρύπα και αυτό συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και βγαίνει από τα πλάγια σπασμένο σε μικρά κομμάτια, πάνω σε ένα πανί. Σε λίγη ώρα έχει τελειώσει.


-      Μάνα, τελείωσα.
-      Μπράβο, φέρε το γάιδαρο να φορτώσουμε το στάρι.
Φέρνει το γάιδαρο και φορτώνουν δυο μικρά τσουβάλια με στάρι, καθίζει στη καπούλα του και αρχίζει το ταξίδι, το μακρύ ταξίδι για το νερόμυλο του Μπαραβάρη, σε απόσταση περίπου τεσσάρων χιλιομέτρων και άλλη τόση η επιστροφή.
Στη διαδρομή μέσα από το χωριό  συναντά κοπέλια που τον ρωτούν πού πάει. Τους εξηγεί και εκείνα θυμωμένα του λένε:
-      Ντα δε θα παίξουμε τόπι σήμερο;
-      Να δούμε, αφήστε πρώτα να γιαγύρω – να γυρίσω και τα λέμε.
-      Ναι, μα εσύ μας σε πήρες πράματα για να παίζουμε και εδά μας σε λες να δούμε;
-      Καλά, μωρέ, εγώ θα πάω γερά γερά – γρήγορα γρήγορα και θα ‘μαι νωρίς επαέ.
Σε  λίγη ώρα βρίσκεται στο χωματόδρομο για το Μπαραβάρη. Σφυρολογά το σκοπό μιας μαντινάδας και κοιτάζει στα χωράφια μήπως βρει αγριολούλουδα να τα πάει της μάνας του. Στα χωράφια είναι δεμένα διάφορα ζώα που είναι ιδιοκτησίας ανθρώπων από άλλα χωριά, το Ρωτάσι και το Πύργο.
Πιο κάτω βλέπει ένα άνθρωπο να είναι σκυμμένος και να αρμέγει μια κατσίκα. Δε φαινόταν το πρόσωπό του. Μόλις σηκώθηκε βλέπει πως είναι από το Πύργο και τον γνώριζε. Σκύβει το κεφάλι και το γυρίζει από την άλλη μεριά, έχει το λόγο του.
Όμως δεν αποφεύγει αυτό που φοβόταν, ο άλλος τον αναγνωρίζει, χαμογελά πονηρά και με ειρωνικό ύφος του λέει.
-      Δε μου λες μωρέ φούσκη  εγεννήσανε  οι αφορδακοί – οι βάτραχοι που΄χεις στη κοιλιά σου; Και γελά δυνατά και κοροϊδευτικά.
Το Γιωργιό δε βγάζει μιλιά. Από μέσα του βράζει από θυμό για τη προσβολή του άλλου αλλά διστάζει να αντιδράσει γιατί τον φοβάται, είναι πιο μεγάλος και θα τον έσπαζε στο ξύλο. Δεν έχουν το θεό τους αυτοί οι Πυργιανοί. Απεχθάνονται τα παιδιά του χωριού γιατί, λένε, από τα πολλά νερά του κάμπου και του ποταμού είναι άρρωστα και  επικίνδυνα για τη … δημόσια υγεία. Όσο προχωρούσε θύμωνε περισσότερο γιατί ο άλλος συνέχιζε να γελά και να του λέει κουβέντες προσβλητικές.
Αφού απομακρύνθηκε κάμποσο, νηματίζει το γάιδαρο που αρχίζει να τρέχει και με δυνατή φωνή του απαντά.
-      Πυργιανέ, εγώ μωρέ δεν έχω αφορδακούς στη κοιλιά για να σου δώσω, άμα γεννήσει η αελιά μας – η αγελάδα μας  θα σου δώσω ένα μουσκαράκι να γίνετε ζευγάρι.
Δίδει άλλη μια στο γάιδαρο που αρχίζει να τρέχει με κίνδυνο ανατροπής. Ο άλλος βλέπει ότι δεν τον προλαβαίνει και αφρίζει από το κακό του. Βάζει ένα δάχτυλο ανάμεσα στα δόντια και με μανία του φωνάζει.
-      Μωρέ πού θα μου πας, δε θα σε ξαναβρώ, μια χαχαλόβεργα θα σπάσω στη κατίνα – στη πλάτη σου.
 Αφού διέφυγε τον κίνδυνο επιβραδύνει το περπάτημα του γαϊδάρου, χωρίς να πατήσει … φρένο, του είπε μόνο  λόγια και εκείνος κατάλαβε.
Ακούει το θόρυβο του νερού και του μύλου που αλέθει το στάρι. Γνωρίζει το μυλωνά, είναι από το Ρωτάσι, έχει έρθει πολλές φορές για άλεσμα. Φτάνει, χαιρετά το μυλωνά και εκείνος  ξεφορτώνει τα τσουβάλια και τα ζυγίζει. Βγάζει μια ποσότητα για τα αλεστικά και το υπόλοιπο το ρίχνει σε μια μπούκα της νερομηχανής.
Η κίνηση της μηχανής γίνεται με νερό που πέφτει από ψηλά πάνω σε ένα περίεργο μεγάλο τροχό. Αυτός με τη σειρά του  γυρίζει κάτι ρόδες με λουριά  και αυτά δίδουν την κίνηση στο αλεστικό σύστημα της μηχανής. Από μια τρύπα βγαίνει το αλεύρι και κατευθείαν στα τσουβάλια.
Ο μυλωνάς του τα φορτώνει και του εύχεται κολοστραθιά- καλό δρόμο.
Α, καταλάβατε, μπράβο. Ναι η μηχανή του νερόμυλου δεν έβγαζε καυσαέρια και δεν κατανάλωνε ηλεκτρική ενέργεια. Ο μυλωνάς  εκμεταλλευόταν τη δύναμη της ροής του νερού.
Παίρνει το δρόμο της επιστροφής, είναι αμίλητος και έχει θέσει σε συναγερμό όλες του τις αισθήσεις. Αιτία, ο πυργιανός, φοβάται μην του έχει στήσει καρτέρι και πέσει στα χέρια του, οπότε, αλλοίμονο, δε θέλει ούτε να το σκέφτεται. Όμως νάτος, χαμογελά, τί έχει σκεφτεί πάλι; Απλά, θα αλλάξει διαδρομή, θα πάει από τον πάνω δρόμο. Στρίβει το γάιδαρο με το … τιμόνι, εκείνος υπακούει, λοξοδρομούν και φτάνουν με ασφάλεια εκεί που θέλουν. Κοντά στο χωριό πια το Γιωργιό φωνάζει χαρούμενα
-      Ξέφυγα του μεσκινιασμένου - του καταραμένου, ζήτωωωωωωω!
Ο ήλιος είχε περάσει τη μέση του ουρανού όταν έφτασε. Η μάνα του κάνει τη χαρά της επιστροφής, ξεφορτώνουν το αλεύρι  και τον καλεί να κάτσει να φάει.
-      Έλα, να σου βάλω να φας, έχω μαγερέψει όρνιθα με μπαμιέδες.
Πέταξε από τη χαρά του, είναι το αγαπημένο του φαγητό, ναι, μπαμιέδες με όρνιθα και ξέρετε τι όρνιθα, της βάγκας, αν θυμάστε.
Του βάζει ένα πιατίδι τίγκα και εκείνος έχει όρεξη για κρασί. Πηγαίνει στην αποθήκη, ανοίγει την κάνολα ( είπαμε όχι ου)-κάνουλα του μεγάλου βαρελιού και γεμίζει ένα ντενεκεδάκι. Έφαγε και ήπιε με όρεξη, για να ξεχάσει τη τρομάρα του πυργιανού.
Στο μεταξύ έχει περάσει η ώρα, έχασε το πότισμα των ζώων μα δε σκέφτεται τίποτα. Τον ζάλισε το κρασί και έπεσε ξερός για λίγο ύπνο.
32. ΣΦΙΓΓΕΣ - ΣΒΟΥΡΟΙ
Το απόγευμα συναντά τα κοπέλια στη μουρνιά. Συζητούν διάφορα και τρώνε μούρνα, οι μύγες και οι σφίγγες σύννεφο. Ο  Μήτσος, όπως έτρωγε ένα, μια σφίγγα που ήταν πάνω καρφώνει το κεντρί της στο κάτω χείλι και βάζει τις φωνές.
-      Ετζίμπησέ με η αναθεματισμένη σφίγγα
Τρέχει ένας , βλέπει το κεντρί και το βγάζει.
-      Φτηνά τη γλύτωσες, Μήτσο.  
-      Έχω γίνει μπαρούτι από τα νεύρα μου. Πάμε να ξεσμιλιώσουμε – να χαλάσουμε μια σφιγγιά που είναι στο χωράφι του μπάρμπα μου κοντά στον αμαξωτό;
Πάμε, λένε όλοι μαζί συμμεριζόμενοι το θυμό του Μήτσου εναντίον της σφίγγας. Ξεκινούν με άγριες διαθέσεις βρίζοντας τις αναθεματισμένες. Στη διαδρομή βλέπουν ένα σβούρο (τύπος μεγάλης σφίγγας με χρωματιστά φτερά και κεντρί).
Την παρακολουθούν και βλέπουν να μπαίνει σε μια τρύπα κάτω στο χώμα. Σβουριά, σβουριά λένε όλοι, πάμε να  ξεσμιλιώσουμε πρώτα αυτή. Μαζεύουν ξερά χόρτα, τα βάζουν πάνω στην τρύπα και βάζουν φωτιά με τον αναπτήρα. Σε λίγο ακούγεται ένα βουητό μέσα από τη σβουριά. Ήταν ο θόρυβος των σβούρων που ψηνόταν  από τη ζέστη της φωτιάς.
Συνεχίζουν για τη σφιγγοφωλιά. Φτάνουν και βλέπουν  πολλές σφίγγες να μπαινοβγαίνουν  στη τρύπα της φωλιάς τους και ένα σύννεφο να πετά πάνω από αυτή. Διστάζουν, ήταν πολλές, φοβούνται να τα βάλουν μαζί τους και λένε να φύγουν.
Ο  Μήτσος έχει άλλη άποψη. 
-      Ήντα λογάτε - τι λέτε, μωρέ, που θα κωλώσουμε, φοβητσάρηδες.
-      Ε, μωρέ Μήτσο και φοβητσάρηδες, πρώτη φορά πάμε για σφηκοφωλιές; Εδά όμως είναι πολλές και θα μας σε κάμουνε ζημιά. Ξεχνάς ήντα στραπάτσα έχουμε πάθει και δε κωλώσαμε κιαμιά φορά;
-      Ναι, μα εδά –τώρα θέλω να σας σε δω ήντα άντρες είσαστε.
-      Καλά Μήτσο, του λέει το κοπέλι που μιλούσε μαζί του. Μα πρέπει να πάρουμε τα μέτρα μας. Να κόψομε λιόκλαδα από την ελιά  για επίθεση και άμυνα.
 Έτσι έγινε και σε λίγο είναι έτοιμα τα όπλα τους, με ένα κλαδί ελιάς στο χέρι ο καθένας τους. Μαζεύουν ξερά χόρτα για τη φωτιά  μα κανείς δεν αποφασίζει να τα πάει στην τρύπα της σφιγγιάς, ούτε ο θυμωμένος Μήτσος. Σκούρα τα πράματα, κοιτάζονται μεταξύ τους και δυο τρεις αποφασίζουν να φύγουνε.
-      Όι, όι κιανείς δε θα φύγει, φωνάζει δυνατά ο Μήτσος,  τέθιο ξεγηβέντισμα - ρεζιλίκι  από σφίγγες, δε το μπορώ μωρέ κοπέλια. Έχω σχέδιο και γροικάτε. Εσείς θα πάρετε τα λιόκλαδα και θα επιτεθείτε όλοι μαζί να διαλύσετε τσι σφίγγες. Εγώ θα βάλω στη τρύπα τα χόρτα και θα βάλω φωθιά.
-      Καλό το σχέδιο και συμφωνούν όλοι.
Ξέρουν όμως ότι η μάχη θα είναι σκληρή και κάποιοι θα την πάθουνε, μα έτσι είναι αυτές οι δουλειές.
 Ο Μήτσος παίρνει  με το ένα χέρι τα ξερά χόρτα  και με το άλλο ξερές καβαλίνες. Δίδει το σύνθημα της επίθεσης  και αρχίζουν με  τα λιόκλαδα Φαπ Φουπ, Φαπ Φουπ πάνω κάτω,  πέρα δώθε,  αραιώνουν τις σφίγγες μα δεν τις απομακρύνουν όλες γιατί συνέχεια βγαίνουν άλλες από μέσα.   Ορμά ο Μήτσος, βάζει τα ξερόχορτα στη τρύπα και πάνω τους τις καβαλίνες και ετοιμάζεται να βάλει φωτιά. Δε βρίσκει τον αναπτήρα και βάζει τις φωνές.
-      Ένα τσακουμάκι – ένα αναπτήρα μωρέ, γερά - γερά να μη με φάνε.
Ένα κοπέλι του πετά το δικό του, βάζει φωτιά και απομακρύνεται βλαστημώντας τις σφίγγες που του έχουν χώσει ένα κεντρί στο πάνω χείλι αυτή τη φορά. Και δεν είναι ο μόνος, άλλα τρία κοπέλια, έχουν κεντρωθεί, το Κωστάκη, ο Θανάσης  και το Γιωργιό. Ο πρώτος στο καφά- στο σβέρκο και ο δεύτερος στο μπράτσο και ο τρίτος  στο μάγουλο, λίγο πιο κάτω από το μάτι. Τους τσούζει, πονάνε λίγο αλλά προς το παρόν  δε διαμαρτύρονται. Ακούνε με ευχαρίστηση το βουητό από τις παγιδευμένες σφίγγες και αισθάνονται ικανοποίηση για την εξόντωσή τους. 
Ο πόνος δυναμώνει και το ενδιαφέρον τους στρέφεται στην παροχή των πρώτων βοηθειών στους λαβωμένους.
Τι είπες; Ποιες πρώτες βοήθειες, αφού δεν έχουν αίματα, να βάλουν καβαλίνες και χώμα; Είσαι γελασμένος, νομίζεις πως εκεί στο χωράφι είναι ανήμποροι για πρώτες βοήθειες. Άκουσε και θαύμασε αυτούς τους υπέροχους  σφιγγο - πολεμιστές. 
 Καθαρίζουν ένα σημείο στο χωράφι μέχρι να φανεί το χώμα. Βγάζουν τα ανδρικά μικρά εργαλεία τους και κατουράνε όσοι έχουν απόθεμα υλικού. Με τα χέρια κάνουν λάσπη και έτοιμο το φάρμακο. Ξέρουν, και βέβαια ξέρουν, ότι δε θεραπεύει το φάρμακό τους  αλλά ξέρουν καλά ότι μετριάζει τους πόνους και τις συνέπειες.
Παρακολουθούν με σοβαρότητα τη διαδικασία. Ο Φαρμακοποιός  φτιάχνει βολαράκια με τα χέρια του και τα βάζει πάνω στο κέντρωμα, βάζουν και στα χείλια του Μήτσου. Αισθάνονται ανακούφιση και το αφήνουν για αρκετή ώρα.
Σιγά  σιγά μειώνεται το βουητό και σε λίγο σταματά. Η αποστολή έλαβε τέλος. Αποχωρούν για τα σπίτια τους και δίδουν ραντεβού για το  βράδυ.
Το Γιωργιό,  σφιγγο - θύμα κι αυτό πάει στο σπίτι και ανακοινώνει τον τραυματισμό του.
-      Μάνα, έλα να μου βάλεις ξύδι στο μάγουλο γιατί με δάγκασε μια σφίγγα.
-      Ηντά πες, σε δάγκασε σφίγγα, ακόμα δεν έβαλες μυαλό ετόσες σας φορές που την έχεις πάθει;
-      Αφού μια ετζίμπησε το Μήτσο στη μουρνιά ετσά θα τσι αφήναμε; Βάλε μου γερά - γερά – γρήγορα - γρήγορα ξύδι γιατί πονώ.
Του έβαλε ξύδι μα σε λίγη ώρα πρήστηκε το μάγουλο αλλά ο πόνος ήταν υποφερτός.
Στη βραδινή συνάντηση πρώτος έφτασε ο Μήτσος και λέει στο Νικολή να σβήσει το λίχνο, ο οποίος απορεί, μα μόλις βλέπει τα χάλια του καταλαβαίνει, τον σβήνει και του λέει.
-      Τα χείλια σου έχουνε γίνει σαν του γαϊδάρου.
-      Σκάσε και άσε με στα χάλια  μου.
Σε λίγο καταφτάνουν και οι υπόλοιποι και το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στους τραυματίες που είναι και αυτοί πρησμένοι. Αντί όμως να τους παρηγορήσουν γελούν με τα παραμορφωμένα από το πρήξιμο χείλια, στο μάγουλο και στο χέρι. Το Κωστάκη δε φαίνεται πρησμένο και δεν καταλαβαίνουν γιατί είναι μέσα στους τραυματίες. Ακούστε τους διαλόγους.
-      Σαν του γαϊδάρου είναι τα χείλια σου Μήτσο. Και χάχανα και χάχανα, χτυπούνε παλαμάκια .
-      Και συ, μωρέ Γιωργιό, ήντα ομορφιές είναι ετούτες σας. Σαν τη Βεζιροπούλα μοιάζεις.
Σκάνε ομαδικά σε τρανταχτά γέλια και μερικοί  χτυπούν τα πόδια στο χώμα.
-      Αθανάση, ευτυχώς και σε τζίμπησε  σφίγγα και ήκαμες μπράτσα. Χάχανα και χάχανα όλοι, χωρίς εξαίρεση.
-      Εσύ μωρέ Κωστάκη δε φαίνεσαι πρησμένος.
Αυτός γυρίζει δείχνει το σβέρκο του και οι άλλοι καταλαβαίνουν, Όμως δε γλυτώνει τη καζούρα.
-      Τη καμπούρα του Καραγκιόζη ήκαμες Κωστάκη.
Ίδια κατάσταση, γέλια μέχρι σκασμού.
Τόσο ήτανε το ξεφάντωμα που ένας πάει πιο πέρα, χωρίς να τον πάρουν είδηση οι άλλοι, βγάζει ένα καψούλι από την τσέπη, το σκάει και κάνει μεγάλο κρότο.
Με το μπαμ σταματάνε απότομα τις εκδηλώσεις και διαολοστέλνουν το δράστη.
Κανείς δεν είχε όρεξη για άλλη δράση. Διαλύονται και πάνε για ύπνο.
Την άλλη μέρα η μάνα του Γιωργιού  του έδεσε μια μαντίλα στη μούρη για να μη φαίνεται το πρήξιμο και τον κοροϊδεύουνε. 
Με τη μαντίλα στο κεφάλι που την έδεσε η μάνα του από το πηγούνι μέχρι το πάνω της κεφαλής, δε φαινόταν το πρήξιμο, μόνο τα χείλια του ήταν φουσκωμένα, αλλά λίγο  το κακό.
Βγαίνει δειλά από την αυλή και προχωρεί όταν, για κακή του τύχη,  συναντά ένα γείτονα που τον αναγνωρίζει και αποφασίζει να τον πειράξει για να σπάσει πλάκα.
-      Γεια σου κοπελιά, από πότε μωρή τα κορίτσα φορούνε παντελόνια;
Ο γείτονας βάζει τα γέλια μα εκείνος  ακούγοντας αυτή την κοροϊδία ένιωσε μεγάλη προσβολή. Κάνει στροφή και κλαίγοντας ορμά μέσα στο σπίτι. Πηγαίνει κατευθείαν στη μάνα του και της βάζει τις φωνές.
-      Όφου μάνα, ήντα μου΄καμες. Εξεγηβεντίστηκα με τη μαντίλα που μου΄βαλες. Ο γείτονας λέει πως μοιάζω με κορίτσι και γω ο μπουνταλάς δεν ξάνοιξα στο καρφίχτι - καθρέφτη να δω τα χάλια μου και να τη βγάλω. Καλιά χα- καλύτερα  είχα να με κοροϊδεύουνε για το πρήξιμο παρά να λένε πως μοιάζω με γυναίκα. Εγώ θα τη βγάλω και δε θα ξαναβάλω μπολίδα και δε θα βγω από το σπίτι μέχρι να γίνω καλά.
Βάζει σε εφαρμογή την απόφασή του και μέχρι το απόγευμα δε βγαίνει από την πόρτα. Λίγο αργότερα ακούει τις φωνές των κοπελιών που έχουν μαζευτεί στη μουρνιά. Κρατιέται και αντιστέκεται σθεναρά. Όταν  ακούει τα συνθηματικά σφυρίγματα που τον καλούν να πάει και αυτός εκεί, λυγίζει. Λέει στη μάνα του να κοιτάξει αν είναι εκεί ο Μήτσος και το Κωστάκη, τα άλλα δύο θύματα για να μην είναι ο μόνος με πρήξιμο. Αφού ενημερώνεται ότι είναι εκεί,  ξεκινά, αλλά δεν πηγαίνει από το δρόμο. Πηδά το μαντρότοιχο και βρίσκεται κατευθείαν στη μουρνιά. Το υποδέχονται με σοβαρότητα χωρίς καμιά διάθεση για καλαμπούρια.
Είναι εκεί ο Μήτσος, το Κωστάκη, ο Στελιανός, ο Νίκος, ο Πανάγος  και άλλοι δυο.
Λένε για τις καζούρες που εισπράξανε  και κουνούν τα χέρια τους δείχνοντας απελπισία. Ο Μήτσος παίρνει το λόγο με τέτοια σοβαρότητα λες και βρισκόταν στον Ο.Η.Ε.
-      Χρειάζεται αντεπίθεση.
-      Ήντα αντεπίθεση  μωρέ, ήντα μπορούμε να κάμομε;
-      Αντεπίθεση σας σε λέω, αντεπίθεση. Γροικάτε το σχέδιό μου. Δυο από σας που δεν έχετε τραυματιστεί, θα διαδώσετε στα άλλα κοπέλια πως εμείς είμαστε τραυματίες πολέμου και πως τα πρηξίματα είναι παράσημα και πρέπει να τα σεβόμαστε. Αν μπορούνε και αυτοί να πάνε να πολεμήσουνε με Σβούρους και Σφίγγες να γίνουνε ήρωες με παράσημα.
Συμφώνησαν και ανάλαβαν την εφαρμογή του. 
Το σχέδιο είχε καταπληκτικά αποτελέσματα, καλύτερα από τα αναμενόμενα γιατί τα κοπέλια έκαναν άριστη εφαρμογή.
Τα κοπέλια δεν κορόιδεψαν ξανά τους σφιγγοτραυματίες. Τους έδειχναν σεβασμό.
Όμως, κάθε τόσο εμφανιζόταν ένα  με δυο κοπέλια με πρησμένα μούτρα και χέρια.
Καμάρωναν που ήταν και αυτοί ήρωες με παράσημα που τα πήραν πολεμώντας άγρια θηρία, Σβούρους και Σφίγγες .
33. ΞΙΝΟΧΟΝΤΡΟΣ
Πρωί πρωί ακούει μια φωνή.
-      Γιωργιό, σήκω παιδί μου, έλα να με βοηθήσεις να σάσωμε ξινόχοντρο.
-      Κατεβαίνω.
Κατεβαίνει από το  δώμα που είχε περάσει μια κακή βραδιά  με το πρησμένο μάγουλο. Όμως το πρήξιμο είχε υποχωρήσει αρκετά και το πρόσωπό του δεν ήταν πια παραμορφωμένο.
Η σκλόπα του κράτησε συντροφιά και όχι μόνο δεν τον ενόχλησαν τα σκουξίματά της  αλλά τον νανούρισαν και κοιμήθηκε για λίγο ευχάριστα ξεχνώντας τον πόνο του.
Ψάχνει να βρει γάλα μα δεν υπάρχει στάλα.
-      Πού έχεις το γάλα μάνα;
-      Δεν έχει γάλα, το βαλα όλο στο ξινόγαλο για το χόντρο.
-      Και γω ήντα θα φάω;
-      Βρέξε ένα ντάγκο, βάλε λάδι, λίγο  αλάτσι και φάε.
Έτσι έγινε και ήταν καλή περίπτωση από τις σπάνιες που είχε την τύχη να φάει τέτοιο περιποιημένο ντάγκο γιατί τις περισσότερες φορές τον έτρωγε σκέτο.
-      Φέρε το κομμένο στάρι  και βάλε το στη λεκανίδα –στη λεκάνη και το ξινόγαλο από το κουρουπάκι στην αποθήκη.
-      Μάνα, τα΄φερα, φεύγω.
-      Ήντα λογάτε – τι λες, σε θέλω να με βοηθήσεις. Έβαλες το χόντρο ( το κομμένο στάρι του χειρόμυλου) στη λεκανίδα;
-      Ναι το΄βαλα, θες πράμα άλλο;
-      Κάτσε που σε θέλω είπα σου.
Μέσα στο στάρι έβαλε το ξινόγαλο και ζύμωσε το μείγμα. Έγινε μια κρέμα και άρχισε να πιάνει κάθε τόσο μια μικρή ποσότητα, να τη σφίγγει στη χούφτα  και να παίρνει το σχήμα της. Τοποθετούσε τα κομμάτια πάνω σε μια τάβλα.
Όλη αυτή την ώρα το Γιωργιό παρακολουθούσε τη διαδικασία και καμιά φορά έπιανε με το χέρι του μια χούφτα και την έτρωγε σιγά σιγά με ευχαρίστηση. Του άρεσε ο χλωρός  ξινόχοντρος.
Έχουν γεμίσει  δυο τάβλες και οι δυο μαζί  τις ανεβάζουν στο δώμα για να ξεραθούν.
Τα βράδια του χειμώνα καθισμένοι στην παραστιά, θα πίνουν ωραίες  σούπες, θα χορταίνουν και θα ζεσταίνεται το άντερό τους.
Το Γιωργιό νοσταλγεί το χειμώνα γιατί του αρέσουν  πολύ τα φαγητά  που ψήνει η μάνα του   με τον ξινόχοντρο,  με χοχλιούς και άλλες παραλλαγές.
                     
ΞΙΝΟΧΟΝΤΡΟΣ -ΤΡΑΧΑΝΑΣ





 
 

Comments